Συρράκο: Η γλώσσα των βλάχων και η παράδοση
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ήπειρος / 22.01.16 ]Η γλώσσα των βλάχων, η λαλιά τους, εξαφανίζεται «σε μια εποχή που απειλεί να σαρώσει –σαρώνει ήδη- τις πολιτισμικές και γλωσσικές ιδιαιτερότητες» σημειώνει ο Ευάγγελος Αυδίκος στον πρόλογο του βιβλίου του Σπύρου Νταλαούτη «Συρράκο, η γλωσσική μας κληρονομιά»(Πρέβεζα 2009). Το βιβλίο (γραμματική, λεξικό, παραμύθια, τραγούδια) ζωντανεύει μια γλώσσα που χάνεται. Και μέσα από την «κλειδωνιά» της γλώσσας ανοίγεται μπροστά μας ένας κόσμος ολόκληρος, ένας τρόπος ζωής, ένας πολιτισμός. Αλλά γιατί έχουμε ανάγκη να «αναστήσουμε» τις φωνές των προγόνων μας; Είναι η νοσταλγία(μια φυσική συμπεριφορά της γενέθλιας σκόνης που ελκύει τη σκόνη της διασποράς, αυτή που η φυγόκεντρη κίνηση την έσπειρε όπου Γης); Ή είναι η κατανόηση των ριζών μας; Και τα δυο. Τώρα καταλαβαίνω την έλλειψη των φωνηέντων στη μετέπειτα λαλιά όσων έχουν βλάχικες ρίζες και που οφείλεται αυτό το λεπτό, διπλό «λιι», ίδιο της φωνητικής, της γλωσσικής, της πολιτιστικής μου ταυτότητας, που δεν ξεριζώθηκε παρά τις προσπάθειες των δασκάλων ορθοφωνίας τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. «Υπάρχει ένας δίφθογγος, που στο χρόνο μιας συλλαβής ακούγονται δύο(ιι) γιώτα. Ο δίφθογγος αυτός σχηματίζει συλλαβή με τους φθόγγους λ και ν» γράφει ο Σπύρος Νταλαούτης(«ελιές», γλωσσικό DNA). Η προφορά του σ ως ζ μπροστά από το β, γ, μ, μπ, και ντ αλλά και το «αε» δεν άντεξαν τόσο. Τώρα ξέρω τι σημαίνει «ξίκι»(μι φάκου ξίκι-εξαφανίζομαι-να γίνεις ξίκι), «μπονώρα», «αφίσκου», «σκλέντζ(α)», «μούτου»(μούτσ’), «Ζάρκο», «γκαλικότσ’», «ιγουισμός», «γκλιίν’»(Γαλήνας), «κουκουτσέλ’», «σαρμανίτσα», «μπραγάτσ’», «καστραβέτς», «κούφχιο», «λιβένντ’», σουιράρι-σφύριγμα, «λόκου»(τόπος και τρελός) μισάλι, τσόπελου-χωριάτης του κάμπου(Πιέρι λούντζι, μιντούου σκούρτ’-Μαλλιά μακριά, μυαλό κοντό). μπουν’σεάρ’
Αλλά ποια είναι η σημερινή σημασία της παράδοσης και του σωσμού της. Η θέση του Ντέιβιντ Γκρος είναι ότι «η επιστροφή στην παράδοση» μπορεί να υιοθετηθεί υπό όρους. Όχι, λοιπόν, στην αποδοχή της παράδοσης καθεαυτής, αλλά ως μέσο μόνο που θα καταστήσει ικανή την κριτική αποδοχή της νεοτερικότητας, της τωρινής ζωής μας. Ο Γκρος είναι αντίθετος με μία επιστροφή στο παρελθόν ως αντίδραση στη σύγχρονη πραγματικότητα. «Είναι αδύνατον» γράφει «να επιστρέψουμε σε κάποια προηγούμενη χρονική στιγμή εφ’ όσον την έχουμε υπερβεί, όπως επίσης δεν είναι δυνατόν να υπάρξει πειθαναγκαστική ή τεχνητή ανασύσταση του παρελθόντος στο παρόν». Αλλά επειδή δεν μπορούμε να δεχθούμε το σημερινό νεοτερικό και μετανεοτερικό κόσμο άκριτα κι επειδή είμαστε ευάλωτοι σ’ ένα σύνολο από νέους και αποτελεσματικότερους πολιτικούς και οικονομικούς καταναγκασμούς αλλά και διότι η κοινωνική συνοχή βασίζεται σήμερα στα υποκατάστατα των μεγάλων παραδόσεων όπως είναι η γραφειοκρατική οργάνωση, ο καταναλωτικός καπιταλισμός και η κουλτούρα των μέσων μαζικής ενημέρωσης και της τρομακτικά χειραγωγητικής εξουσίας τους, για όλα αυτά και για να σταθούμε απέναντι σ’ αυτά απαιτείται μία κριτική στάση το περιεχόμενο της οποίας μπορεί να αντληθεί από την παράδοση. Αλλά ποια είναι η παράδοση αυτή και ποιο το νόημά της;
Ο όρος «παράδοση» αναφέρεται σύμφωνα με τον Γκρος «σ’ ένα σύνολο πρακτικών, μια πλειάδα πίστεων ή σε τρόπο σκέψης που υφίσταται στο παρόν αλλά κληρονομήθηκε από το παρελθόν». Αυτός ο τρόπος σκέψης μπορεί να είναι και τρόπος ζωής. Μιλώ για τον «κοινοτισμό», τον κοινοτικό πολιτισμό και ό,τι αυτός περιείχε χωρίς τον οικονομικό κοινοτισμό. Αναφέρομαι στην επικοινωνία, την αλληλεγγύη, την ανιδιοτέλεια, τη λεβέντικη προσφορά, το δώρο-γενναιοδωρία, αναφέρομαι σ’ έναν κόσμο της ανθρωπιάς, της συμπόνιας, του συμπάσχειν και του συγχαίρειν, σε ό,τι δηλαδή ελλείπει σήμερα. Παράδειγμα η φοβερή ανάπτυξη των τεχνολογιών της επικοινωνίας, ενώ οι άνθρωποι κλείνονται όλο και περισσότερο, αδυνατώντας να επικοινωνήσουν. Αναφέρομαι στις γιορτές(όπου θυσιάζονταν το περίσσιο κι έτσι αποφεύγονταν η βία της συσσώρευσης), στις τελετουργίες του ανταμώματος, της επικοινωνίας έξω από το σπίτι, από τον προσωπικό εαυτό, μέσα στον κόσμο και με τον κόσμο. Υπ’ αυτή την οπτική η παράδοση μπορεί να περικλείει και στοιχεία που πρέπει να επανεύρουμε, ενοφθαλμίζοντάς τα (μπολιάζοντάς τα) στη σημερινή ανθρώπινη συνθήκη, που είναι άθλια. Οι επιστροφές συνεπώς είναι αναγκαίες μπροστά στα αδιέξοδα, είναι αναγκαίες για να ξαναδούμε ότι δεν προσέξαμε αρκούντως και το χάσαμε, ό,τι με άλλα λόγια «ηττήθηκε», αλλά που διιστορικά μπορεί να νικήσει(εμφύλιος-αριστερά).
Ο Γκρος διαχωρίζει τις παραδόσεις από τα έθιμα που είναι κατά τη γνώμη λιγότερο σημαντικές πρακτικές και σπανίως έχουν κανονιστική ισχύ. Με άλλα λόγια, τα έθιμα γίνονται αποδεκτά παθητικά και μεταδίδονται παθητικά, δηλαδή ασυνείδητα μέσω της «μη αναστοχαστικής μίμησης». Αντίθετα, μία δημιουργική αναστοχαστική μίμηση μπορεί να εντάξει την παράδοση και τα έθιμα στη σημερινή ζωή καλύπτοντας τα σημερινά κενά επικοινωνίας και την κενότητα μιας άδειας από νόημα ζωής.
Αλλά γιατί σήμερα υπάρχει απόρριψη της παράδοσης ως αντιδραστικής; Η αμφισβήτηση της αξιακής αλήθειας της παράδοσης εκκινεί από τον Εμπειρισμό του Φράνσις Μπέικον. Από τότε γίνεται αποδεκτό ότι ο άνθρωπος είναι ικανός για απεριόριστες δημιουργικές επινοήσεις του καινοτόμου. Αλλά οι παραδοσιακές έννοιες δεν είναι εντελώς απορριπτέες από τον Bacon, αντιθέτως υιοθετούνται (όπως και στον Γκρος) στο βαθμό που βοηθούν τα άτομα να προσαρμοστούν στις «υποτιθέμενες προόδους της νεοτερικότητας». Ακολουθεί το «χτύπημα» της παράδοσης από τον ορθολογισμό του Descartes σύμφωνα με τον οποίο «οι παραδόσεις διαιώνιζαν τα σφάλματα» του παρελθόντος που «μας καθιστούν λιγότερο ικανούς να συλλογιζόμαστε ορθά». Ακολουθεί μία ανανέωση της παράδοσης μέσω της ιδέας των απαρχών, ήτοι μιας νέας αρχής, πιο καλής από την πρώτη. Εδώ γίνεται αναφορά στον Μακιαβέλι που έγραφε πως «Για να ανανεώσουμε (τους πολιτικούς θεσμούς) πρέπει να τους επαναφέρουμε στις απαρχές τους· γιατί όλες οι απαρχές... εμφορούνται από κάποια καλοσύνη μέσω της οποίας κέρδισαν την πρώτη τους φήμη και γνώρισαν την πρώτη τους ανάπτυξη». Σ’ αυτή τη γραμμή κινούνται και οι θέσεις του Χομπς, του Μαξ Βέμπερ, του Καντ και του διαφωτισμού, ακόμη και του Taylor! Αλλά υπάρχει και η θέση ότι επιστρέφουμε στην παράδοση στους καιρούς της κρίσης για να δούμε τι παραγνωρίσαμε ή ακόμα κι αυτό που ηττήθηκε. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δημοκρατικοί στις ΗΠΑ επιστρέφουν στη δεκαετία του 1960 και την άνοδο της μεσαίας τάξης, ενώ οι ρεπουμπλικανοί στη δεκαετία της απληστίας και του εύκολου πλουτισμού του 1920. Άρα ο καθένας αναστοχάζεται την παράδοση ανάλογα με τις ανάγκες του σήμερα και την οπτική του γωνία, δηλαδή την ιδεολογία του (Γιώργος Χ. Παπασωτηρίου Homo Americanus).