Σε σιωπή ελάσσονα

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 12.05.21 ]

             (Σχεδίασμα)

 Πάμε να φύγουμε, θα πω, πριν φλυαρήσει η σιωπή. Καλύτερα αλλού, μες την ελάσσονα σιωπή που ξέρει τι να πει και τι να εννοήσει. Όχι εκείνα, βέβαια, τα τετριμμένα, τα κοινά, «ευκόλως εννοούμενα». Όχι εκείνα.

 Πάμε να φύγουμε από δω, συντρίφτηκαν τα χείλια μας, καιρός να επιστρέψουμε σε μια σιωπή ελάσσονα, όπως η φλόγα του αναστάσιμου κεριού που προφυλάσσεις από το σκοτάδι, επιστρέφοντας.  Με το κορμί μας πρέπει να την προστατέψουμε τούτη τη σιωπή κι αν χρειαστεί μέχρις ενός να πέσουμε.

 Τόσοι και τόσοι έπεσαν πριν από μας. Τόσες και τόσες πόρτες έκλεισαν μες τον μακάριο ύπνο των ανίδεων. Κανείς δεν μίλησε. Έφυγαν. Καιρός να επιστρέψουμε μες την ελάσσονα σιωπή.

 Έτσι φεύγουν όλοι. Τα χρόνια που αγαπήσαμε προπάντων. Όταν φωνάζαμε στην άκρη του γκρεμού κι ύστερα ένας – ένας έπεφτε. Κι ύστερα πια δεν φώναζαν: έφευγαν ακούγοντας βαθιά στα έγκατα της θάλασσας να πνίγεται ολοένα η σιωπή τους. Να φύγουμε κι εμείς σου λέω. Θα πει για μας και θα μας καταδώσει αυτή η άγρια σιωπή που έρχεται από παντού και κουβεντιάζει με τους χωροφύλακες.

 Εσύ να φύγεις πρώτα. Έτσι λέω. Πάντοτε σου άρεσε να φεύγεις βιαστικά. Κι όποιος ήθελε ακολουθούσε τα ίχνη σου από τη μουσική που τάχα έπεφτε απρόσεκτα από τις τρύπιες αποσκευές σου: ένα χαμόγελο, ένα βιβλίο, ένα σκοτάδι, ένα κορίτσι. Τα υλικά, πάει να πει, που κάνουν τη σιωπή ελάσσονα. Την ακολουθείς, αλλά ποτέ δεν τη φτάνεις.

 Φύγε λοιπόν. Στο καλό. Έτσι πρέπει. Εγώ όχι. Δεν θα έρθω. Ο καθένας όπως μπορεί. Εγώ θα μείνω εδώ, στην άκρη του γκρεμού, να βλέπω τον ορίζοντα καθώς χαμηλώνει η μουσική σε σιωπή ελάσσονα. Στο καλό. Δεν έρχομαι. Γι’ αργότερα πού ξέρεις;