Ραγίσματα

[ Αθηνά Παπανικολάου / Ελλάδα / 08.03.21 ]

 «Εύθυμο πλήθος βούιζε στο σοκάκι. Και

τα νταούλια με ρυθμούς χαράς γέμιζαν τη νύχτα.

Τη νύφη ετοίμαζαν οι φίλες και καθώς το ρακί

γύριζε από χέρι σε χέρι

αραιές και που έπεφταν λευκές νιφάδες.

(Σωπάτε, σωπάτε ο γάμος είναι φτωχός)». Μάρκος Μέσκος, Ο ΓΑΜΟΣ

Όση ώρα προσπαθούσα να βολέψω τους ραγισμένους σπόνδυλους στον καναπέ αγκομαχώντας, λες και έκανα ανάβαση σε απόκρημνο βράχο, αυτή καθάριζε απαλά τα υφασμάτινα λουλούδια στο κεραμικό βάζο και έβαζε σε νέα διάταξη τις ζωγραφισμένες πέτρες πάνω στο μαρμάρινο τζάκι. Κάθε φορά άλλαζε τη σειρά τους. Άλλοτε τις κλιμάκωνε από τη μικρότερη στη μεγαλύτερη κι άλλοτε από τα θαλασσινά τοπία στ’ άνθη και στα πουλιά. Δεν ξέρω γιατί το έκανε αυτό κι ούτε που τη ρώτησα ποτέ. Είχα ξεχάσει και την αρχική δική μου σειρά. Μάλλον δεν είχε νόημα κι ούτε μ’ ενδιέφερε πια, εμένα, που και τα ρούχα που άπλωνα στο σκοινί φρόντιζα μια ζωή να είναι ταξινομημένα κατά κατηγορία και μέγεθος. Χαμένες ώρες δηλαδή και προς τι όλο τούτο; Την παρακολουθούσα να τινάζει με τον αργό ρυθμό τη σκόνη των πραγμάτων, να χαϊδεύει τα κρύσταλλα και τις κορνίζες, σα να είχε κατεβάσει ταχύτητα, σα να ήθελε να διατηρήσει δυνάμεις στον καύσωνα που μας ταλαιπωρούσε για μέρες. Τον χειμώνα ποιος την έπιανε, σα σφήκα πετούσε από δωμάτιο σε δωμάτιο και σάρωνε βιβλία, ρούχα, χαρτούρα σημειώσεων, περιοδικά. Όλα γρήγορα, όλα με μια καθορισμένη διαδοχή κινήσεων τέλεια προγραμματισμένη, ρομπότ καθαριότητας.

Την παρακολουθούσα καθηλωμένη, ανήμπορη για την παραμικρή κίνηση. Εκείνη μου μιλούσε διαρκώς, χαμηλότονα στην αρχή, ανεβάζοντας την ένταση όσο περνούσε η ώρα. Μου έλεγε για όλες τις γυναίκες της φάρας της. Κάθισαν δίπλα μου γιαγιάδες, μανάδες, θείες, αδερφές, ξαδέρφες πρώτες, δεύτερες, πιο μακρινές, γειτόνισσες, συγχωριανές, όλες αχόρταστες από ψωμί κι αγάπη, μικροπαντρεμένες. Όλες δαρμένες, βασανισμένες από άνδρες και γυναίκες, σα βία και καταπίεση να μεταφέρονταν από γενιά σε γενιά, σαν προίκα ματωμένη που τη φόρτωναν στις πλάτες τους και την κουβαλούσαν αιώνια μαζί με το νερό, τα ξύλα και τα θερίσματα.

— Το ξέρεις, μου είπε, πως στο βορρά ακόμα πουλάνε τα κορίτσια;

Φαίνεται πως άνοιξα τα μάτια άγρια, γιατί βιάστηκε να συμπληρώσει.

— Για δύο χιλιάδες ευρώ πουλάνε νύφες και έξω απ’ τα σύνορα. Έρχονται Σέρβοι και Κοσοβάροι και τις παίρνουν. Δεν ξέρω, μονολόγησε τινάζοντας βίαια το κέντημα από το τραπεζάκι, δεν έχουν γυναίκες αυτοί; Πού πήγαν οι δικές τους; Ή έμαθαν πως οι δικές μας δουλεύουνε σκληρά και δεν μιλάνε;

Σηκώθηκαν οι γυναίκες από το σαλόνι μου, είδα συρματοπλέγματα μπροστά μου, χωράφια αθέριστα, δάση πυκνά, ποτάμια βουερά, γαμήλιες πομπές σε μονοπάτια δύσβατα, μουλάρια κι άλογα στολισμένα, γιρλάντες τα λουλούδια, νύφες μικρές με μάτια κόκκινα. Άκουσα κρωξίματα πουλιών, τραγούδια που γίνονταν λυγμοί, σκοποί βγαλμένοι από πηγαδίσια βάθη.

— Κι ο πατέρας, μου λέει, ξέρεις τι ευχή και τι κατάρα δίνει; Πάρτε την, κάντε την ό,τι θέλετε, είναι δική σας τώρα, ούτε σκοτωμένη μη μου τη φέρετε.

Τραγούδια νυφιάτικα, υμέναιοι θλιμμένοι πλημμύρισαν τ’ αυτιά μου, περιστερούλες και πέρδικες να χαιρετούν σβησμένες τα πετροκάλυβά τους, να περπατούν σκυφτά, να κόβουν θάμνους, να γρατζουνίζουν γόνατα, πόδια, στήθη, ξέφωτο πουθενά.

— Και χθες το βράδυ, συνέχισε, χθες βράδυ ήρθε η γιαγιά μου στον ύπνο μου, αυτή απ’ τη μεριά της μάνας μου, μεγάλωσε δεκατέσσερα παιδιά, ορφανά τα μισά, από αδερφές και από κουνιάδες. Έλα της είπα, έλα να σε φροντίσω, όσο δεν φρόντισα τη μάνα μου. Της κρατούσα τα χέρια και μιλούσαμε, στη γλώσσα μας μιλούσαμε και έρχονταν ποτάμι οι λέξεις, σαν αυτό που έτρεχε στο χωριό μας. Καταρράχτης οι λέξεις, μας έλουζαν, μας δρόσιζαν, μας γλύκαιναν, ίδια ζαχαρωτά που τρώγαμε μικρές στα πανηγύρια. Της κρατούσα τα χέρια, στραβωμένα δάχτυλα, ζυμωμένα ψωμιά, δρεπάνια σκληρά, χτυπημένα στην πέτρα, ζαρωμένα στον ήλιο και στ’ αγιάζι. Κάτσε, της έλεγα, μη φεύγεις, έχουμε δροσερό νερό να ξεδιψάσεις, ζεστό νερό να πλυθείς, ψωμί να χορτάσεις. Της χάιδευα τα στεγνά δάχτυλα και της είπα τα νέα για τη μάνα μου. Έφυγε, πάει κι αυτή, δεν πρόλαβε να γεράσει, μα πώς δεν τη συνάντησες; Άφησε τότε τα χέρια μου, με κοίταξε καλά καλά, βαθιά μέσα στα μάτια, ποτέ δεν μ’ είχε κοιτάξει έτσι πριν, «τι έπαθε το παιδάκι μου» με ρώτησε, «τι έπαθε το παιδί μου;» Εκεί ξύπνησα ιδρωμένη. Όχι, δεν έφταιγε η ζέστη, ακόμα ακούω τη φωνή της: «Τι έπαθε το παιδάκι μου», στη γλώσσα μας σου λέω μου μιλούσε.

Σταμάτησε για μια στιγμή, με κοίταξε καλά και έφυγε για την κουζίνα. Δεν ξαναμίλησε. Συνέχισε σιωπηλή να καθαρίζει, να μαζεύει, να τακτοποιεί, ένας στρατός από γυναίκες πίσω της.

Νύφες να δουν τα μάτια σου.