Η πτώχευση της Thomas Cook αποφασίσθηκε σε πολιτικό επίπεδο με όρους γεωπολιτικής και υπερεθνικών επιχειρηματικών συμφερόντων.
Η Thomas Cook μπορούσε να διασωθεί. Αρκούσε μια συμφωνία αναδιάρθρωσης υποχρεώσεων, με ένταξη σε καθεστώς προστασίας από τους πιστωτές, σε συνδυασμό με ρευστοποίηση κάποιων περιουσιακών στοιχείων ή θυγατρικών του ομίλου.
Οδηγήθηκε σε «ξαφνικό θάνατο» και εκκαθάριση, για να μην περιέλθει υπό τον έλεγχο της κινεζικής Fosun, που ήταν ο μεγαλύτερος μέτοχος. Η Fosun ήταν διατεθειμένη να εισφέρει σημαντικά κεφάλαια για τη διάσωση του βρετανικού ομίλου, στο πλαίσιο ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης-εξυγίανσης που θα της έδινε μετοχική πλειοψηφία.
Άγγλοι, Γερμανοί, Ευρωπαϊκή Ένωση και Αμερικανοί, δεν ήθελαν οι κινέζοι να αποκτήσουν ηγετικό ρόλο στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια τουριστική βιομηχανία, όπου η επιχειρηματική παρουσία τους είναι τώρα υποτυπώδης.
Οι Γερμανοί είχαν και έναν επιπλέον λόγο να επιθυμούν τον «ξαφνικό θάνατο» γιατί με την αποχώρηση της Thomas Cook από την αγορά, το πεδίο μένει ελεύθερο για την γερμανική TUI, που είναι ο παγκόσμιος leader του κλάδου. Σε αντίθεση με τους Γερμανούς, ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον επικαλέσθηκε τον «ηθικό κίνδυνο» που θα προκαλούσε μια διάσωση με κρατική βοήθεια.
Την ημέρα που ανακοινώθηκε ότι ναυάγησαν οι διαπραγματεύσεις και ότι η εταιρεία πηγαίνει σε πτώχευση, οι υποχρεώσεις της ανέρχονταν σε 1,6 δισ. λίρες. Δύο ημέρες αργότερα στο δικαστήριο όπου εκδικαζόταν η αίτηση πτώχευσης, ο CEO Πήτερ Φανκχάουσερ δήλωσε ότι υπάρχει «μαύρη τρύπα» 3,1 δισ.
Το περίεργο είναι ότι ο ίδιος και άλλα μέλη του ΔΣ είχαν ταχθεί νωρίτερα υπέρ της πτώχευσης, απορρίπτοντας προτάσεις για πώληση περιουσιακών στοιχείων που θα έδινε «ανάσα ζωής» στον παραπαίοντα όμιλο.
Πίεση για να απορριφθεί οποιαδήποτε πρόταση διάσωσης άσκησαν και τα hedge funds που στοιχημάτιζαν στη χρεοκοπία της Thomas Cook. Σύμφωνα με το Bloomberg, το Sona Asset Management και το γερμανικό XAIA Investment επένδυσαν σε CDS αρκετά εκατομμύρια λίρες, προσβλέποντας σε κέρδη 250 εκατ. λιρών σε περίπτωση χρεοκοπίας του τουριστικού κολοσσού. Τελικά κέρδισαν το στοίχημα.
Πάντως, όπως αναφέρεται σε σχετικά δημοσιεύματα, η Thomas Cook δεν αντιμετώπιζε άμεσο πρόβλημα ρευστότητας. Είχε διαθέσιμα 668 εκατ. λίρες και βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις 956 εκατ. λίρες, εισπρακτέες μέχρι το τέλος του έτους. Διέθετε επίσης περιουσιακά στοιχεία μεγάλης αξίας, που θα μπορούσαν να ρευστοποιηθούν εν μέρει, για να αποφευχθεί η κατάρρευση και να γίνει «εξυγιαντική αναδιάρθρωση» του ομίλου.
Τα άυλα περιουσιακά στοιχεία αποτιμώνται σε σχεδόν 2 δισ. λιρες, ενώ η αξία των ιδιόκτητων ξενοδοχείων της υπερβαίνει το 1,5 δισ. Μόνο η αξία των αεροσκαφών που διαθέτει και των ανταλλακτικών είναι 533 εκατ. λίρες.
Το ερώτημα για τους αναλυτές είναι γιατί η διοίκηση της Thomas Cook δεν ακολούθησε διαδικασία «ήπιας χρεοκοπίας» που θα της επέτρεπε να συνεχίσει τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες – τουλάχιστον τις πιο αποδοτικές.
Αυτό θα έδινε τη δυνατότητα στους πιστωτές της εταιρείας να μετατρέψουν χρέος σε μετοχές – αντί να τα χάσουν όλα – και στους Κινέζους της Fosun να εισφέρουν κεφάλαια για να αποκτήσουν τον έλεγχο.
Η διάσωση θα απέτρεπε το «τσουνάμι» που προκλήθηκε στην ευρωπαϊκή τουριστική βιομηχανία, αλλά θα καθιστούσε τους Κινέζους πρωταγωνιστές…