Νύχτα βαθιά

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 21.02.19 ]

 

Ανοίγω τα άπαντα του Καρυωτάκη. Λίγα όσα πρόλαβε να γράψει. Στην τελευταία ποιητική συλλογή του («Ελεγεία και Σάτιρες») διαβάζουμε αυτό που φέρει τον κειμενικό ψευδότιτλο [Επρόδωσαν την αρετή…]. Το ποίημα ξεκινά ως εξής: Επρόδωσαν την αρετή κι ήρθαν οι έσχατοι πρώτοι. Με τις δεκαπέντε συλλαβές αυτού του παροξύτονου στίχου που στην αρχή ακούγεται ως ίαμβος αλλά στο δεύτερο ημιστίχιο χάνει τον ρυθμό και τον βηματισμό του, ο ποιητής ελεεινολογεί την ηθική κατάπτωση των ανθρώπων που πριμοδοτεί την αναξιοκρατία και τον αριβισμό. Πόσω μάλλον όταν τέτοια φαινόμενα ενδημούν στον πολιτικό βίο και ανερυθρίαστα δικαιολογούνται από τους αμύντορες της εκάστοτε εξουσίας. Κατά τον Αριστοτέλη, η πολιτική εξ ορισμού είναι μια ηθική λειτουργία. («Πολιτική εστίν η κυριωτάτη των επιστημών τα καλά και τα δίκαια σκοπουμένη»). Σε ποιο βαθμό, όμως, ισχύει αυτό στην εποχή μας;

Η αποσύνδεση της πολιτικής από την ηθική συνιστώσα επιβεβαιώνεται καθημερινά από τις εμπειρίες του πολίτη και τη διεθνή ειδησεογραφία: αναξιοκρατία, πατρωνία, ευνοιοκρατία, νεποτισμός, δεκασμοί, εκδουλεύσεις, κυνική ψηφοθηρία, φαυλοκρατία και παρόμοιες καταστάσεις συνθέτουν μια εικόνα διάλυσης και ηθικής εξαχρείωσης του αστικού κοινοβουλευτισμού καθώς και των κομμάτων εξουσίας. Όσο για τα πρόσωπα της πολιτικής, εκείνο που κατεξοχήν τα απασχολεί είναι «ποιος χάνει, ποιος κερδίζει, ποιος κατέχει την εξουσία, ποιος είναι απέξω» (Σαίξπηρ, Βασιλιάς Ληρ). Οι εξαιρέσεις, βεβαίως, πολλές και σημαντικές, αλλά κι εδώ ισχύει το γνωστό, «το κακό νόμισμα διώχνει το καλό». Πόσοι, αλήθεια, πολιτικοί στα καθ’ ημάς μπορούν να επαναλάβουν τον λόγο του Δημοσθένη: «Κρίνω και αποφασίζω χωρίς υστεροβουλία, χωρίς να προσδοκώ οικονομικό όφελος. Κανείς δεν μπορεί να με κατηγορήσει ότι κέρδισα κάτι από τους λόγους και τις πράξεις μου στην πολιτική μου ζωή».

Η ανηθικότητα της πολιτικής δεν αποτελεί μεμονωμένο και περιθωριακό φαινόμενο, δεν πρόκειται για τυχαίες και απροσδόκητες πληγές, αλλά για φαινόμενο συμφυές με την άσκηση της εξουσίας, που τρέφεται και γιγαντώνεται από το σύστημα. Ωστόσο, δεν είναι μόνο σύγχρονη επιδημία. Οι άνθρωποι της εξουσίας έχουν την ίδια νοοτροπία σε όλους τους καιρούς και σε όλους τους τόπους. «Φιλαναλωταί αλλοτρίων» τους χαρακτηρίζει ο Πλάτων, ενώ ο Αριστοτέλης ταυτίζει την εξουσία με τη διαφθορά. «Όσοι κατέχουν πολιτικά αξιώματα υπόκεινται σε επιρροές και επιδίδονται σε χαριστικές πράξεις» (Πολιτικά, 1287a). Και ο Ευριπίδης συμβουλεύει στην τραγωδία «Ερεχθεύς»: «Ποτέ μη δίνεις την εξουσία στους εξαχρειωμένους πολιτικούς, γιατί παραφουσκώνουν από το δημόσιο χρήμα και γίνονται αλαζονικοί από τη δύναμη που αποκτούν» (στ. 179-181). Αιώνες μετά, την ίδια διαφθορά στηλιτεύει και ο Σαίξπηρ στο σονέτο αρ. 66: «Κουράστηκα μ’ όλα αυτά, θέλω να ησυχάσω στον τάφο. Δεν μπορώ πια να βλέπω την αξία να ζητιανεύει, τα μηδενικά να κορδώνονται από ξιπασιά, την πίστη να ντροπιάζεται χυδαία, την τιμή αισχρά περιφρονημένη, την αρετή εκπορνευμένη, την ομορφιά εξευτελισμένη, την τελειότητα παραπεταμένη, τη δύναμη σακατεμένη, την τέχνη από την εξουσία φιμωμένη, το τάλαντο να παίρνει μαθήματα από τη βλακεία, την αλήθεια γελοιοποιημένη, το καλό υποδουλωμένο στο κακό».

Η αναγνώριση του ρήγματος ανάμεσα στον κόσμο των πολιτικών και των ηθικών αξιών νομιμοποιείται μέσω του Μακιαβελισμού, των απόψεων εκείνων που ιδεολογικοποιούν την ανηθικότητα της πολιτικής. Μια τέτοια τοποθέτηση ασφαλώς και συνιστά στρεψοδικία, καθώς αποσυνδέει τα μέσα από τους σκοπούς. Είναι ποτέ δυνατό μια ανθρωπιστική πολιτική να μετέρχεται ανήθικα μέσα ή, το αντίθετο, είναι ποτέ δυνατό να χρησιμοποιούνται θεμιτά μέσα για την πραγμάτωση ενός ανήθικου πολιτικά στόχου; Η πιο κυνική και απάνθρωπη μορφή του πολιτικού αμοραλισμού εκδηλώθηκε στην ιδεολογία και τα έργα του φασισμού. Βασική σημασία στην πολιτική, λένε, έχουν οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την εξασφάλιση της επιτυχίας, η οποία είναι αδυσώπητη και στερείται ολότελα ηθικής. Παρόμοια κυνική θεώρηση του θέματος συναντάμε στην «Αρθανάστρα» του Σανάκουα, βιβλίο που κυκλοφόρησε στην Ινδία τον 4ον αι. π.Χ. «Το πρόβλημα της εκλογής των μέσων είναι πρακτικό κι όχι ηθικό πρόβλημα. Η ασφάλεια και η διατήρηση υπεροχής του κράτους είναι ο μόνος σκοπός».

Σε συνθήκες προϊούσας κρίσης, πολλοί βρίσκουν τις απόψεις για την ανηθικότητα της πολιτικής μια βολική δικαιολογία για τη δική τους αποχώρηση από την πολιτική και την αποκλειστική ενασχόληση με την ευζωία που προσφέρει η κοινωνία «της αφθονίας» και ο μικροαστικός τρόπος ζωής. «Μια κοινωνία που βρίσκεται στον υψηλότερο κύκλο ανάπτυξής της και στην οποία έχει γίνει στα μεσαία στρώματά της πλατιά πιστευτό πως είναι ένα πλέγμα επιδέξιων ατιμιών, δεν είναι σε θέση να φτιάξει ανθρώπους με εσωτερική ηθική ουσία» σημειώνει με λύπη ο Ράιτ Μιλς.

Η ουσιαστική επανασύνδεση πολιτικής και ηθικής προϋποθέτει μια διαλεκτική θεώρηση του προβλήματος. Μόνο ο λαός που υιοθετεί υψηλά ηθικά πρότυπα και ιδεώδη στην πολιτική αρχίζει ουσιαστικά να υπονομεύει και να εκτοπίζει τον πολιτικό αμοραλισμό. Πολιτική που αγνοεί τον ανθρωπισμό, την αλληλεγγύη, τη φιλαλήθεια, που δεν επιδιώκει να τα ενσωματώσει στην καθημερινή της πρακτική, σίγουρα δεν μπορεί να είναι αποδεκτή –πόσω μάλλον όταν φέρει και αριστερό πρόσημο. Η κοινωνική δημιουργικότητα της κοινωνίας των πολιτών είναι αυτή που προσδίδει στην ιστορία ένα συγκεκριμένο ηθικό περιεχόμενο. Κάτι τέτοιο με τη σειρά του προϋποθέτει εκδημοκρατισμό, αυτοδιαχείριση, αυτοοργάνωση και θέσπιση διαφορετικών μορφών συλλογικότητας, οι οποίες θα επιτρέπουν στον καθένα να συμμετέχει σε κάθε απόφαση που αφορά το παρόν και το μέλλον της ανθρωπότητας. Όπως έλεγε, άλλωστε, και ο Πολ Ελυάρ «πρέπει να πάρουμε από τον Καίσαρα αυτό που δεν του ανήκει». Επομένως, όσο η πολιτική γίνεται υπόθεση του πολίτη και η εξουσία διαχέεται από κάτω προς τα πάνω, τόσο περισσότερο εναρμονίζεται με την ηθική.

Επιστροφή στον ποιητή:

Νύχτα βαθιά. Με πνεύμα οργής έσπρωξα το κρεβάτι./ Άνοιξα τις αραχνιασμένες κάμαρες. Καμία/  ελπίς. Απ’ το παράθυρο, του τελευταίου διαβάτη/ είδα τη σκιά. Κι εφώναξα στριγκά στην ησυχία:/ «Δυστυχία!»