Η μπαλάντα του ξεσηκωμού

[ Κώστας Καναβούρης / Κόσμος / 30.10.20 ]

  «Μεγάλο ποτάμι φουσκωμένο/ η οργή του λαού,/ κυλάει πάνω απ’ τα χωράφια, /ποιος τη σταματάει/ ποιος τη σταματάει/ ποιος, ποιος τη σταματάει». Είχα την ευλογία ν’ ακούσω την Μαρία Δημητριάδη να τραγουδάει συγκλονιστικά την «Μπαλάντα του ξεσηκωμού» του Θάνου Μικρούτσικου, στη σκηνή του Θεάτρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σποδών. Ήταν στο έργο του Λόπε ντε Βέγα (1562 – 1635) από το ΚΘΒΕ, άνοιξη του 1977. Μια παράσταση που σημάδεψε τη ζωή μου, σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη, που έγραψε και τους στίχους των τραγουδιών του έργου. Θάνος Μικρούτσικος, Γιώργος Μιχαηλίδης, Μαρία Δημητριάδη. Απόντες και οι τρεις σήμερα.

Απόντες; Πως μπορεί να είναι απόντες αφού το αποτύπωμά τους υπάρχει κάθε φορά που νιώθεις να φουσκώνει στο στήθος σαν άνεμος μιας ασίγαστης ελπίδας, ο άνεμος απ’ τα ρήγματα που δημιουργεί «η οργή του λαού», η οργή που κανένας δεν μπορεί να τη σταματήσει. Πως μπορεί να υπάρχουν απόντες σ’ αυτό το μεγάλο φουσκωμένο ποτάμι ενός πολιτισμού παγκόσμιας ομορφιάς που κυλάει πάνω από τις μεγάλες πεδιάδες με τους αγνοούμενους, πάνω από τους μεγάλους ωκεανούς με τους πνιγμένους πρόσφυγες, με τους πεταμένους από τα αεροπλάνα των Λατινοαμερικάνικων διδακτοριών, πάνω από τις ερήμους που οδηγούσαν και οδηγούν ακόμα σε δουλείες, πάνω από τις θορυβώδεις χρηματοπιστωτικές νεκρότητες, πάνω από τις αιματοβαμμένες λευκότητες των λευκών κολάρων.

Όχι κανένας δεν λείπει από αυτό το φουσκωμένο ποτάμι. Από τον πολιτισμό του ανθρώπου που σπάζει τα στεγανά του τρόμου, τα στεγανά «του χωροφύλακα και του στρατοδίκη». Κανένας δεν λείπει, το ποτάμι κυλάει. Εδώ δε υπάρχουν απόντες. Και πάντα θα κυλούν μαζί του όσοι τραγούδησαν με κάθε τρόπο τη δόξα του ανθρώπου.

Έξω από τα σπίτια μας περνάει το μεγάλο ποτάμι της Βολιβίας που κέρδισε τις προεδρικές εκλογές κι έφερε τον Λούις Άρσε, υποψήφιο του κινήματος προς το Σοσιαλισμό (ΜΑS), στην προεδρία της Χώρας, δικαιώνοντας τον εξόριστο στην Αργεντινή Έβο Μοράλες.  Έξω από τα σπίτια μας περνάει το μεγάλο ποτάμι της Χιλής, το ποτάμι που δεν κουράστηκε ποτέ να κυλάει ορμητικά μέσα από τις τόσες και τόσες σφαγές. Από τον Πινονσέτ (για να θυμηθούμε μόνο την πρόσφατη ιστορία), μέχρι τον Πινιέρα, ένας κόσμος απείρως μεγαλύτερος από τον πληθυσμό του, ένας κόσμος τραγουδισμένος από παγκόσμιους ποιητές βγήκε στους δρόμους. Πως είναι δυνατόν να νικηθεί από αστυνομίες και δημίους; Πως είναι δυνατόν να νικηθεί από τους ακονισμένους γιακάδες του Σικάγου;

 Όσο αίμα κι να έτρεξε πάλι στους δρόμους του Σαντιάγο, το 78% των Χιλιανών ψηφοφόρων ψήφησε υπέρ της Συνταγματικής Μεταρρύθμισης. Κανένας από τους απόντες δεν ήταν απών. Άπαντες παρόντες, στο μεγάλο φουσκωμένο ποτάμι που περνάει έξω από τα σπίτια όλου του κόσμου. Κι αν κοιτάξεις θα δεις να περνούν και οι κατοχικοί διαδηλωτές της Αθήνας κι όλοι «της γης οι κολασμένοι».  Άπαντες παρόντες. Σταγόνα τη σταγόνα. Τραγούδι το τραγούδι. Ποίημα το ποίημα. Χέρι με χέρι, «που σκάβει, γράφει, δίνει κι αξίζει να πάρει». Ποιος μπορεί να νικήσει αυτό το ποτάμι; Αυτό το ποτάμι που όπως «τα σπλάχνα και η θάλασσα» ποτέ δεν ησυχάζει; Τα σπλάχνα και η θάλασσα μιας παγκόσμιας πατρίδας όπως την τραγουδάει ο μέγας Χιλιανός Πάμπλο Νερούδα στο Canto General (μετ: Δανάη Στρατηγοπούλου):

 

Στα σπλάχνα της πατρίδας μου

έμπαινε η κάμα η φονική

λαβώνοντας τα χώματα τα ιερά.

Το αίμα καφτό έπεφτε

από σιωπή σε σιωπή, κάτω, μέσα,

ως εκεί που ο σπόρος κοιμάται

προσμένοντας την άνοιξη.

 

Πιο βαθιά έπεφτε το αίμα τούτο.

 

Έπεφτε ως τις ρίζες.

Έπεφτε ως τους νεκρούς.

 

Ως αυτούς που θα γεννιούνταν.