Ο Ερρίκο Μαλατέστα γεννήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου του 1853. Ήταν Ιταλός αναρχικός και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην εξορία και τη φυλακή. Στην «Αναρχία και Βία», γράφει:
«Αναρχία σημαίνει μη βία, μη κυριαρχία ανθρώπου σε άνθρωπο, μη επιβολή βιαίως της βούλησης ενός ή περισσοτέρων στους υπολοίπους. Είναι μόνο μέσω της εναρμόνισης των συμφερόντων, μέσω της εθελούσιας συνεργασίας, της αγάπης, του σεβασμού, της αμοιβαίας ανοχής, είναι μόνο με την πειθώ, το παράδειγμα, τη μεταδοτικότητα και το αμοιβαίο όφελος από την επιείκεια που μπορεί και πρέπει να θριαμβεύσει η αναρχία, δηλαδή μια κοινωνία αδελφών ελευθέρως αλληλέγγυων, η οποία θα εξασφαλίζει στους πάντες την μέγιστη ελευθερία, τη μέγιστη ανάπτυξη, τη μέγιστη δυνατή ευημερία...
Η ρίζα των κακών που ταλαιπώρησαν και ταλαιπωρούν την ανθρωπότητα, εκτός εκείνων εννοείται που εξαρτώνται από τις αντίξοες δυνάμεις της φύσης, βρίσκεται στo ότι οι άνθρωποι δεν έχουν κατανοήσει πως η συμφωνία και αδελφική συνεργασία είναι το καλύτερο μέσο για την εξασφάλιση στους πάντες του μέγιστου δυνατού καλού, με αποτέλεσμα οι πιο δυνατοί και πιο πανούργοι να θέλουν να υποτάξουν και να εκμεταλλεύονται τους υπολοίπους. Κι όταν καταφέρουν ν' αποκτήσουν κάποιο πλεονέκτημα, θέλουν να το εξασφαλίσουν και να το διαιωνίσουν, δημιουργώντας για την υπεράσπιση του κάθε μορφής όργανα συνεχούς καταναγκασμού. Εξ αυτού ολόκληρη η ιστορία είναι γεμάτη αιματηρούς συγκρούσεις: Αυταρχικές ενέργειες, αδικίες, άγρια καταπίεση από τη μια πλευρά, εξεγέρσεις από την άλλη».
Γεννήθηκε στην Σάντα Μαρία Κάπουα Βέτερε, στην επαρχία της Καζέρτα στη Νότια Ιταλία. Η πρώτη από μια σειρά συλλήψεων ήρθε στα δεκατέσσερά του, όταν συνελήφθη επειδή με ένα γράμμα που έγραψε, παραπονέθηκε στον βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ Β΄ για την αδικία που επικρατούσε στην περιοχή. Αρχικά σπούδαζε φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο της Νάπολης- ωστόσο, απεβλήθη το 1871 επειδή συμμετείχε σε διαδήλωση. Την ίδια χρονιά, εν μέρει από τον ενθουσιασμό του για την Παρισινή Κομμούνα και εν μέρει για τη φιλία του με τον Καρμέλ Παλλαντίνο (Carmel Palladino), συμμετείχε στην πολιτική ομάδα της Νάπολης για την Πρώτη Διεθνή, ενώ έγινε αυτοδίδακτος μηχανικός και ηλεκτρολόγος. Το 1872 συνάντησε τον Μιχαήλ Μπακούνιν, μαζί με τον οποίο συμμετείχε στην Αναρχική Διεθνή του St. Imier. Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, ο Μαλατέστα προπαγάνδισε τις απόψεις της Διεθνούς στην Ιταλία και φυλακίστηκε δυο φορές για αυτές του τις δραστηριότητες.
O Μαλατέστα ανήκε ακόμη σε μία πολυμελή ομάδα Ιταλών, κυρίως αναρχικών, στη "συμμορία Ματέζε" (το όνομα οφείλεται στην επαναστατική δράση που είχε αναπτύξει αυτή η ομάδα στα όρη Ματέζε). Τον Απρίλιο του 1876, ο Μαλατέστα, ο Κάρλο Καφιέρo, o Ρώσος Στέπνιακ και 30 άλλοι ξεκίνησαν μια εξέγερση στην επαρχία Μπενεβέντο. Στην αρχή, μετέφεραν κρυφά πυρομαχικά στην περιοχή αυτή. Επειδή όμως κάποιος συνεργάτης του Μαλατέστα είχε προδώσει το σχέδιό τους στην αστυνομία, το χωριό παρακολουθείτο στενά, με συνέπεια να συλληφθούν καθ' οδόν πολλά μέλη της ομάδας που κατευθύνονταν προς τα εκεί, ενώ μέσα στο ίδιο το χωριό σημειώθηκε ανταλλαγή πυροβολισμών με αποτέλεσμα τον τραυματισμό δύο αστυνομικών. Ο Καφιέρο και ο Μαλατέστα μαζί με περίπου άλλους 25 αναρχικούς, κατέφυγαν στα βουνά για να υποκινήσουν εξέγερση στα απομονωμένα χωριά.
Μολονότι στην αρχή σημείωσαν κάποια επιτυχία, παίρνοντας τα χωριά του Λέτινο και Γκάλλο αμαχητί - όπου και κήρυξαν εν ονόματι της Κοινωνικής Επανάστασης έκπτωτο τον βασιλιά Βιτόριο Εμμανουέλε και έκαψαν τα δημοτικά αρχεία που περιείχαν τίτλους ιδιοκτησίας, καταγραφές χρεών και φόρων εν συνεχεία περικυκλώθηκαν απο τα κυβερνητικά στρατεύματα. Ύστερα από διήμερη περιπλάνηση στα βουνά, ο Μαλατέστα και οι σύντροφοί του, όντας ανεπαρκώς εξοπλισμένοι και χωρίς τρόφιμα, συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στις φυλακές. Μετά αναγκάστηκε να φύγει από την Ιταλία για να επακολουθήσει μια μακρά περίοδος εξορίας.
Πήγε στην Αίγυπτο, όπου επισκέφτηκε κάποιους Ιταλούς φίλους αλλά σύντομα εκδιώχθηκε από τον Ιταλό πρόξενο. Επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο και αφού του αρνήθηκαν την είσοδο στη Συρία, στην Τουρκία και στην Ιταλία, αποβιβάστηκε στη Μασσαλία απ' όπου και πήρε τον δρόμο για τη Γενεύη της Ελβετίας –κέντρο αναρχικών της εποχής. Εκεί έδρασε μαζί με τους Ελυζέ Ρεκλύς και Πέτρο Κροπότκιν, βοηθώντας τον τελευταίο στην έκδοση του περιοδικού L' Anarchia, ωστόσο σύντομα απελάθηκε και από την Ελβετία, και τελικά ταξίδεψε στο Λονδίνο το 1880, διαμέσου της Ρουμανίας, του Παρισιού και του Βελγίου.
Έζησε στο Μπουένος Άιρες από το 1885, όπου συνέχισε την έκδοση της La Questione Sociale, αναμίχθηκε στην ίδρυση της πρώτης μαχητικής ένωσης εργατών στην Αργεντινή, την Ένωση Αρτοποιών, και διαμόρφωσε τον αναρχικό χαρακτήρα των εργατικών κινητοποιήσεων στη χώρα για τα επόμενα χρόνια.
Επιστρέφοντας στην Ευρώπη το 1889, εξέδωσε την εφημερίδα L' Associazione στη Νίκαια μέχρι που αναγκάστηκε να φύγει για το Λονδίνο. Για τα επόμενα οχτώ χρόνια ο Μαλατέστα έδρασε στο Λονδίνο, κάνοντας κρυφά ταξίδια στο Παρίσι, την Ελβετία και την Ιταλία, ενώ έκανε μία περιοδεία διαλέξεων στην Ισπανία με τον Φερνάντο Ταρίντα ντελ Μαρμόλ. Αυτή την περίοδο έγραψε αρκετές σημαντικές μπροσούρες, συμπεριλαμβανομένης της L'Anarchia. Ο Μαλατέστα έπειτα πήρε μέρος στο Διεθνές Συνέδριο Αναρχικών στο Άμστερνταμ το 1907, όπου είχε έντονες διαμάχες με τον αναρχοσυνδικαλιστή Πιερ Μονά για τη σχέση ανάμεσα στον αναρχισμό και τον συνδικαλισμό (Αναρχοσυνδικαλισμός). Ο τελευταίος, σε αντίθεση με τον Μαλατέστα, πίστευε ότι ο συνδικαλισμός ήταν επαναστατικός και θα μπορούσε να δημιουργήσει τις συνθήκες της κοινωνικής επανάστασης. Ο Μαλατέστα πίστευε ότι οι συνδικαλιστικές ενώσεις ήταν ρεφορμιστικές και μπορούσαν να γίνουν ακόμα και συντηρητικές.
Ο Μαλατέστα πίστευε ότι η αναρχική επανάσταση θα ερχόταν σύντομα, και ότι η βία θα ήταν απαραίτητο συστατικό από την στιγμή που το κράτος βασιζόταν ολοκληρωτικά στο βίαιο εξαναγκασμό. Όπως έγραψε στο άρθρο του The Revolutionary «Haste»: Είναι λαχτάρα αλλά και στόχος μας, καθένας να μπορέσει να γίνει κοινωνικά συνειδητοποιημένος και μάχιμος· αλλά για να έχουμε αυτή την κατάληξη, είναι απαραίτητο να εφοδιαστούν όλοι με τα μέσα για ζωή και ανάπτυξη, και για αυτό είναι απαραίτητο να καταστραφεί με βία – από την στιγμή που δεν γίνεται διαφορετικά – η βία που αρνείται αυτά τα μέσα στους εργάτες. ( Umanita Nova), Νούμερο 125, 6 September 1921.
Ο Μαλατέστα, σύμφωνα με αυτή τη λογική, υποστήριζε τη βία ως απαραίτητο μέρος της χειραφέτησης της εργατικής τάξης.
Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Μαλατέστα επέστρεψε οριστικά στην Ιταλία. Δυο χρόνια μετά την επιστροφή του, το 1921, η ιταλική κυβέρνηση τον φυλάκισε ξανά, αν και αφέθηκε ελεύθερος δυο μήνες πριν οι φασίστες ανέβουν στην εξουσία. Από το 1924 μέχρι το 1926, όταν ο Μπενίτο Μουσολίνι φίμωσε όλα τα ανεξάρτητα μέσα, ο Μαλατέστα, παρόλο που δεχόταν απειλές και η δημοσιογραφία βρισκόταν υπό κυβερνητική λογοκρισία, εξέδωσε το περιοδικό Pensiero e Volontà. Θα περνούσε τα εναπομείναντα χρόνια του έχοντας μια σχετικά ήρεμη ζωή, βγάζοντας τα προς το ζην ως ηλεκτρολόγος. Πέθανε την Παρασκευή 22 Ιουλίου του 1932.