Ειρήνη Παππά (1926-2022)

[ ARTI news / Ελλάδα / 14.09.22 ]

H Ειρήνη Παππά πέθανε σε ηλικία 96 ετών.

Γεννημένη στις 3 Σεπτεμβρίου του 1926  στο Χιλιομόδι Κορινθίας, ήταν το τέταρτο και τελευταίο κορίτσι της οικογένειας Λελέκου, όπου όλοι, πατέρας, μητέρα και θεία ήταν δάσκαλοι. 

Στη μακρόχρονη καριέρα της τιμήθηκε πολλά βραβεία και τίτλους. Σημαντικές στιγμές ήταν το 1995, οπότε έλαβε το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο, το 2000, που αναγορεύτηκε επίτιμη διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Ρώμης, το 2002 που ανακηρύχθηκε «Γυναίκα της Ευρώπης».

Στα 12 της, μετακόμισε με την οικογένειά της στην Αθήνα στην οδό Ξενοκράτους και στο σχολείο είχε να αντιμετωπίσει συμμαθήτριες του «δεξιού» Κολωνακίου. Εκείνη, μια ανυπόταχτη χωριατοπούλα, που με την ενηλικίωσή της θα γινόταν μέλος του ΚΚΕ και θα έπαιρνε την απόφαση να γίνει ηθοποιός. Μια επιλογή εντελώς απαράδεκτη ηθικά για οποιοδήποτε καθωσπρέπει σπίτι της εποχής, που εξομοίωνε, ούτε λίγο ούτε πολύ, τις γυναίκες ηθοποιούς με πόρνες. 

Μαθήτρια του μεγάλου Ροντήρη αλλά και της Παξινού στη σχολή του Εθνικού, αρνιόταν να μπει σε καλούπια και να υποταχτεί στο «ψεύτικο», κατά τη γνώμη της, σύστημα υποκριτικής των μεγάλων τραγωδών της εποχής. Όταν, λοιπόν, ο Αλέκος Σακελλάριος της πρότεινε, τελειόφοιτη της δραματικής πια, να εμφανιστεί σε επιθεώρηση, δέχτηκε με μεγάλη χαρά, θεωρώντας ότι εκεί τουλάχιστον οι ηθοποιοί έπαιζαν και μιλούσαν σαν φυσιολογικοί άνθρωποι.  

Έτσι, η πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο ήταν το 1948, στην ιστορική επιθεώρηση των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου «Άνθρωποι… Άνθρωποι», στη Λυρική Σκηνή, δίπλα στους Ορέστη Μακρή, Χρήστο Τσαγανέα, Μίμη Φωτόπουλο, Σπεράντζα Βρανά, Ντίνο Ηλιόπουλο, Νίκο Ρίζο, Σμαρούλα Γιούλη.

Παράλληλα, επειδή ο ευφυής σκηνοθέτης τη θεωρούσε καλλονή την οδήγησε στη Φίνος Φιλμς, όπου το 1948 έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο στην ταινία «Χαμένοι Άγγελοι». Ακολούθησε το 1951 η «Νεκρή Πολιτεία» του Φρίξου Ηλιάδη με τον Γιώργο Φούντα, η οποία συμμετείχε στο Φεστιβάλ Καννών.

Τα χρόνια που ακολούθησαν συμμετείχε σε σημαντικές διεθνείς παραγωγές με σπουδαίους συμπρωταγωνιστές, ενώ η Ρώμη έγινε το δεύτερο σπίτι της.

Το 1960 η υπερπαραγωγή «Τα κανόνια του Ναβαρόνε», βασισμένη στη μάχη της Λέρου και σε γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, γυρίζεται στη Ρόδο με τους Γκρέγκορι Πεκ, Ντέιβιντ Νίβεν, Άντονι Κουίν και Άντονι Κουέιλ.

Η Παππά υποδύεται μια αντιστασιακή, πιστοποιώντας στο διεθνές κοινό ότι, πέρα από εξαιρετική ηθοποιός, ήταν και μια γυναίκα που αντιπροσώπευε την ελληνική ομορφιά. 

Η κινηματογραφική μεταφορά της «Αντιγόνης» από τον Γιώργο Τζαβέλα την ίδια χρονιά τής χάρισε το πρώτο της βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. 

Αμέσως μετά, το 1962, με την περίφημη «Ηλέκτρα» του Μιχάλη Κακογιάννη κέρδισε το δεύτερο βραβείο, πάλι στη Θεσσαλονίκη, αλλά και μια μεγάλη φιλία και συνεργασία με τον Κύπριο σκηνοθέτη, που το 1964 της πρόσφερε έναν από τους πιο εμβληματικούς ρόλους της καριέρας της, εκείνον της χήρας στον «Ζορμπά». 

Η ταινία έγινε τεράστια διεθνής επιτυχία όχι μόνο χάρη στην ιστορία της αλλά και χάρη στη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Η ηρωίδα της Παππά, δε, η χήρα, θύμα των πατροπαράδοτων προκαταλήψεων, έγινε σύμβολο της γυναικείας χειραφέτησης. 

Καμία από τις ταινίες που γύρισε αμέσως μετά τον θρίαμβο του «Ζορμπά» δεν ήταν του ύψους του «Ζ» (1968) του Κώστα Γαβρά, όπου υποδύθηκε τη γυναίκα του Λαμπράκη. Πρόκειται για μια πολιτική καταγγελία που κέρδισε το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας. Η συμβολή της ως μιας συντετριμμένης φιγούρας, σε αντίστιξη με τον Ιβ Μοντάν, ήταν τεράστια. Το ίδιο ισχύει και για την ιταλική τηλεοπτική σειρά «Οδύσσεια» σε σκηνοθεσία Φραντσέσκο Ρόσι, που παιζόταν το ίδιο διάστημα στα μεγαλύτερα δίκτυα του κόσμου. Εκεί κρατούσε τον ρόλο της Πηνελόπης. 

Το 1969 ήταν η Αικατερίνη της Αραγωνίας στην «Άννα των χιλίων ημερών» δίπλα στον Ρίτσαρντ Μπάρτον και στις «Τρωάδες», που ο Κακογιάννης αναγκάστηκε να γυρίσει το 1971 στην Ισπανία λόγω της δικτατορίας στην Ελλάδα, ήταν η Ωραία Ελένη, δίπλα στην Κάθριν Χέπμπορν ως Εκάβη, στη Βανέσα Ρεντγκρέιβ ως Ανδρομάχη και στη Ζενεβιέβ Μπιζό ως Κασσάνδρα. 

Το ίδιο διάστημα ερμηνεύει για το θέατρο «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» στη Νέα Υόρκη με σκηνοθέτη τον Κακογιάννη και «Μήδεια» σε σκηνοθεσία του Βολανάκη. Επίσης, παίζει στο «Εκείνο το καλοκαίρι, εκείνο το φθινόπωρο» του Φρανκ Γκιλρόι με συμπρωταγωνιστή τον Γιον Βόιτ. 

Το 1969 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Ειρήνη Παππά - Σε ένδεκα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη», όπου ερμήνευε η ίδια επιτυχίες του παλιού της συντρόφου, και το 1972 το «666», το τελευταίο άλμπουμ του θρυλικού συγκροτήματος Aphrodite’s Child, εμπνευσμένο από την «Αποκάλυψη του Ιωάννη» σε μουσική Βαγγέλη Παπαθανασίου και τη συμμετοχή του Ντέμη Ρούσσου. Η προσποίηση οργασμού της Παππά σκανδάλισε, αλλά αντανακλούσε απόλυτα την εποχή των παιδιών των λουλουδιών. 

Ο διεθνής Τύπος αρεσκόταν να την αποκαλεί «ζωντανή Καρυάτιδα», οι Ιταλοί την θεωρούσαν δική τους και την ανήγαγαν σε πρότυπο μεσογειακής ομορφιάς, χαρακτηρίζοντάς την «Ρωμαία», και οι Έλληνες περηφανευόντουσαν για τη διάσημη συμπατριώτισσά τους με το αγέρωχο προφίλ. Η ίδια, ως αντι-στάρ, δεν έπαυε να ταξιδεύει όπου και να της πρότειναν ενδιαφέροντες ρόλους, απορρίπτοντας πολλούς άλλους. 

Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης υποδύθηκε την Κλυταιμνήστρα στην «Ιφιγένεια» του Κακογιάννη, που έφτασε μέχρι τις υποψηφιότητες των Όσκαρ του 1978, ενώ πρωταγωνίστησε στο «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» του Σαίξπηρ με τον Καζάκο, σε σκηνοθεσία πάλι του Κακογιάννη, στο Ηρώδειο. Η παράσταση συνοδεύτηκε από μια δημόσια κόντρα με τον Δημήτρη Χορν που αμφισβήτησε το δικαίωμά της να παίξει στο Ρωμαϊκό Θέατρο, καθώς την θεωρούσε αποκλειστικά του κινηματογράφου. 

Συνολικά, οι συμμετοχές της ξεπερνάνε τις 80, έχοντας γυρίσει ταινίες σε κάθε πιθανή και απίθανη χώρα, με τους πλέον ταλαντούχους σκηνοθέτες και πάντα με ηχηρό καστ. Από τις «αραβικές» ταινίες, το «Μήνυμα» και το «Λιοντάρι της ερήμου» με τον Άντονι Κουίν, μέχρι τη «Γραμμή Αίματος» με τους Όντρεϊ Χέπμπορν, Μπεν Γκαζάρα, Ομάρ Σαρίφ και Ρόμι Σνάιντερ, και από το «Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι» με τον Τζιαν Μαρία Βολοντέ μέχρι τη μεξικανική «Ερέντιρα» του νομπελίστα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. 

Τα τελευταία χρόνια της ενεργούς δράσης της ασχολήθηκε έντονα με τη διάδοση της αρχαίας τραγωδίας, ερμηνεύοντας ρόλους και σκηνοθετώντας παραστάσεις σε Αμερική, Ιταλία και Ισπανία. Παράλληλα, ανέβασε σε δικό της κείμενο, τη «Θεοδώρα», στην Ιταλία και στη Γαλλία όπως και την «Αποκάλυψη» με τον Ανδρέα Βουτσινά στην Πάτμο αλλά και στη Βαλένθια σε συνεργασία με τη Γιόκο Όνο. 

Πληροφορίες από Lifo