Για τις μανάδες που μας αποχαιρετούν
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 09.05.21 ]Στον Γιώργο και τον Βασίλη
Λες και το κάνουν επίτηδες οι λιγοστές μανάδες που απέμειναν στη ζωή μας, οι μανάδες που μας μεγάλωσαν με το γάλα της αγρύπνιας και της αγωνίας τους και τώρα μας αποχαιρετούν για πάντα. Λες και το κάνουν επίτηδες, διαλέγοντας τις μέρες μιας γιορτής όπου ο χρόνος αναγεννάται, για να μας αποχαιρετήσουν. Σα να προσπαθούν να φύγουν όσο πιο αθόρυβα γίνεται, αυτές οι γυναίκες της αθόρυβης γενναιότητας και της ανώνυμης καθημερινής ανθρωποστασίας που ποτέ δεν χαμήλωσε σε ύψος κατώτερο από το τεράστιο. Χωρίς να παίξει βλέφαρο, χωρίς να τρίξει πάτημα, χωρίς να μαρμαρώσει ούτε στιγμή το ανέμισμα μιας κουρτίνας την άνοιξη, το κλείσιμο μιας πόρτας από τον άνεμο που έπαιρνε τα σωθικά τους. Χωρίς να απαιτούν από κανέναν να το καταλάβει. Αλλά και χωρίς να κρύβονται. Γιατί η μέσα λύπη τους δεν ήταν σκοτεινή, ήταν απλώς το μέσα φως ενός επιλύχνιου ύμνου. Ή Ορφικού.
Οι μανάδες που μας μεγάλωσαν, δεν ήταν γυναίκες της εύκολης λύπης. Κι ίσως γι’ αυτό δεν καταδέχονται να φύγουν με θόρυβο. Α, ναι οι λιγοστές μανάδες που μας απέμειναν και τώρα μας αποχαιρετούν ήταν πλασμένες από τα ίδια τους τα χέρια. Αυτές δημιούργησαν τον εαυτό τους, στο πείσμα μιας κακοτράχαλης ζωής που έγινε για να τις γονατίσει αλλά δεν τα κατάφερε. Πολλή δουλειά. Δημιουργία: Ζύμωσαν χειρονομία με χειρονομία τον εαυτό τους, όπως ζύμωναν και το δικό μας βλέμμα στον κόσμο. Να μην υποχωρήσεις, να μη γονατίσεις, να μη προσκυνήσεις, να μη μείνεις ατραγούδιστος και άχαρος και ανεόρταστος. Και πάνω απ’ όλα, να πηγαίνεις. Όχι να φεύγεις, να αποχωρείς, αλλά να πηγαίνεις όσο μακριά κι αν χρειαστεί για να μάθεις. Ήταν την ίδια στιγμή μανάδες της αγκαλιάς και του αποχαιρετισμού.
Ίσως γι’ αυτό διαλέγουν να φύγουν τέτοιες μέρες της γιορτής, φεύγουν καταλείποντας ένα τελευταίο μάθημα. Πως η τελευταία δόξα είναι να φύγεις μέσα σ’ ένα γενικό υπερυψούται, σε ένα «δόξα εν υψίστοις» που αξίζει στους ύψιστους ανθρώπους, στις ύψιστες μανάδες που μας μεγάλωσαν αφήνοντας να στάξει σ’ όλο τον κόσμο, η στάλα της ψυχής τους. Τόσο απαλά όσο και η ανάσα, η φυσική ευγένεια της προσφοράς, η φυσική λαχτάρα για το ενσαρκωμένο θαύμα ενός ατελεύτητου αύριο. Που πάντοτε υπάρχει ο κίνδυνος να μην συντελεστεί. Αλλά γι’ αυτό ήταν εκεί οι μανάδες που μας μεγάλωσαν και τώρα γίνονται σκιές από τα φώτα της γιορτής και μας αποχαιρετούν: ήταν εκεί για να συντελεσθεί το θαύμα κι εμείς να είμαστε παρόντες. Να μην λείπουμε ποτέ. Από το καθημερινό, αθόρυβο, ένδοξο θαύμα που λέγεται άνθρωπος.
Ένας ενικός γεμάτος από πλήθη ακατάβλητης ωραιότητας μέσα σε μια στιγμή. Την κάθε στιγμή. Αυτό το θαύμα ήταν οι μανάδες που μας μεγάλωσαν και τώρα μας αποχαιρετούν, περήφανες πάντα και για πάντα πια, αλλά μηδέποτε της έπαρσης στα φτηνά και στα πρόχειρα. Ακριβώς γι’ αυτό διαλέγουν να φύγουν τώρα. Με μια λιτότητα απουσίας ίδια με την λιτότητα που δίδαξαν με την παρουσία τους: για να σου πουν ότι η γιορτή δεν αξίζει χωρίς το πένθος της. Ότι το μακρινό είναι εδώ και σου γνέφει να χορέψεις τώρα, όπως σε χοροστάσι γάμου που τον πρώτο χορό τον λένε « Κλάματα». Να χορέψεις για να μετρήσεις τώρα τον ουρανό και τον υδατοφόρο ορίζοντα των δακρύων που θα σε βοηθήσουν να λύσεις τον Γόρδιο γρίφο του «δέσαμε στην καρδιά μας και μεγαλώσαμε».
Αλλά μεγαλώσαμε σωστά γιατί αυτές ήταν οι μανάδες μας μεγάλωσαν. Και μπορούμε να τις πενθήσουμε, γιατί είμαστε ικανοί να τις πενθήσουμε όπως ο καθένας νομίζει, αναρωτώμενοι πάντα αν ξέρουμε γι’ αυτές τα περισσότερα ή τα λιγότερα. Αν και νομίζω ότι ακριβώς αυτό είναι το πένθος: Η βαθιά πεποίθηση που σκάβει τα σωθικά και ξέρεις ότι δεν θα διορθωθεί ποτέ: πως ξέρεις τα λιγότερα. Πως έτσι είναι η ζωή. Πάντοτε ξέρεις τα λιγότερα. Ποτέ δεν προλαβαίνεις να αγαπήσεις αρκετά ώστε να μάθεις τα πάντα.
Άραγε τις αγαπήσαμε όσο τους άξιζε; Άραγε… Τι άλλο άραγε; Οι μανάδες που μας μεγάλωσαν τώρα μας αποχαιρετούν. Έτσι κι αλλιώς τα χέρια τους ήταν εργαλεία τα ίδια. Εργαλεία αγάπης. Τα εργαλεία που έφτιαχναν τον κόσμο που τώρα αποχαιρετούν. Ως τελευταία έκφραση δημιουργίας. Και απομένει ο καθένας από μας για να αντικρύσει απ’ την αρχή έκθαμβος το δημιούργημα του εορτάζοντος πένθους και να ψελλίσει: «Και οίδεν ότι καλόν».
Αντίο σας μανάδες που μας μεγαλώσατε. Αντίο και σε μας.
*Στη φωτογραφία από αριστερά με τα μαύρα η Ουρανία(και ο Βασίλης), η Ευτυχία(και η Κική), η Νίτσα(και ο Ράκιας), η Ζωίτσα(και ο Γιώργος). Οι μανάδες και τα παιδιά τους, της αποκληθείσας γενιάς του βάλτου. Ονομάσθηκαν έτσι γιατί ήταν ο καρπός του αναδασμού. Σε ένα βράδυ παντρεύτηκαν 40 ζευγάρια στους Κωστακιούς για να πάρουν ένα κομμάτι γης από τον αποξηραμένο βάλτο! Δυνατές γυναίκες, άξιες μανάδες, σπουδαίοι άνθρωποι...