Στη σύντομη και τραγική ζωή του κατάφερε να μας αφήσει μερικούς από τους ωραιότερους πίνακες.
Γεννήθηκε στην Ολλανδία, στο χωριό Χρόουτ Ζίντερτ, στις 30 Μαρτίου του 1853, και ήταν ο μεγαλύτερος από τα συνολικά οκτώ παιδιά της οικογένειάς του, γιος του πάστορα Θεόδωρου βαν Γκογκ. Υπήρξε μοναχικός και ο καλύτερός του φίλος που στάθηκε δίπλα του κάθε στιγμή, ήταν ο αδερφός του Τέο. Για δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια τα δύο αδέλφια διατηρούν αλληλογραφία, χάρη στην οποία γνωρίζουμε σήμερα με πολλές λεπτομέρειες τη ζωή του ζωγράφου.
Το 1875 η οικογένειά του τον στέλνει στο Παρίσι με την ελπίδα να συνέλθει και να αναρρώσει από μια κρίση κατάθλιψης. Εγκαταλείπει όμως την πόλη γίνεται πάστορας σαν τον πατέρα του. Εγκαθίσταται στο Μπορινάζ, στις κοινότητες των ανθρακωρύχων, και εκεί ζει στην κυριολεξία με ψίχουλα αφού ό,τι έχει το μοιράζει στους πάμφτωχους εργάτες της περιοχής. Όμως η ανιδιοτέλεια του Βίνσεντ παρερμηνεύεται και δυσαρεστεί τις τοπικές εκκλησιαστικές Αρχές, υποχρεώνοντάς τον το 1880 να φύγει από το Βέλγιο, εγκαταλείποντας μαζί με τη χώρα και τη ζωή του πάστορα.
Επιστρέφει στην πατρίδα του. Είναι πια 27 ετών, σχεδόν άπορος και ανεπάγγελτος. Ζωγραφίζει πυρετωδώς. Το 1885 γράφεται στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αμβέρσας, όμως οι σπουδές του διαρκούν λίγους μόνο μήνες. Αποβάλλεται για επίδειξη ανάρμοστης συμπεριφοράς. Στην Ακαδημία έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με την ιαπωνική τέχνη και ανακαλύπτει ότι του προκαλεί έντονη συγκίνηση. Πολλές φορές στα επόμενα χρόνια θα μιμηθεί την ιαπωνική τεχνοτροπία στους πίνακές του. Την άνοιξη του 1886 πηγαίνει πάλι στο Παρίσι. Συχνάζει στη Μονμάρτρη και γνωρίζεται με τους ζωγράφους Pissaro, Degas, Toulouse-Lautrec και Gauguin. Θεωρούσε αυτούς τους ζωγράφους φίλους του και μαζί ονειρευόντουσαν να φτιάξουν μια μεγάλη καλλιτεχνική κοινότητα όπου όλοι θα δούλευαν μαζί, όνειρο που δυστυχώς δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Το 1888 φεύγει με προορισμό τη νότια Γαλλία και εγκαθίσταται στην Αρλ. Εκεί θα ζήσει δύο χρόνια ζωγραφίζοντας την πόλη, τα δέντρα, τα περιβόλια, τα σταροχώραφα, αλλά και τους απλούς χωρικούς που δουλεύουν τη γη. Ζωγραφίζει πυρετωδώς βάζα και μπουκέτα με ηλιοτρόπια. Επηρεάζεται σημαντικά από το κίνημα του ιμπρεσιονισμού και ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη χρήση του χρώματος. Ο ίδιος ο βαν Γκογκ όμως κατατάσσεται περισσότερο στους μετα-ιμπρεσιονιστές ζωγράφους. Χρησιμοποίησε συχνά τεχνικές των ιμπρεσιονιστών αλλά διαμόρφωσε παράλληλα και ένα προσωπικό ύφος. Την περίοδο αυτή, επινοεί και μία ιδιαίτερη τεχνική των στροβιλισμάτων με το πινέλο ενώ στους πίνακές του κυριαρχούν έντονα χρώματα, όπως κίτρινο, πράσινο και μπλε, με χαρακτηριστικά δείγματα τα έργα Έναστρη νύχτα'. Το έργο Κόκκινο αμπέλι αυτής της περιόδου είναι επίσης το μοναδικό έργο που κατάφερε να πουλήσει ο Βαν Γκογκ εν ζωή.
Ο Γκογκέν έρχεται στην Αρλ, όμως ένα βράδυ, προπαραμονή Χριστουγέννων του 1888, ο ζωγράφος επιτίθεται στον Γκογκέν, τον αγαπητό του φίλο, με ένα μαχαίρι. Την τελευταία στιγμή οπισθοχωρεί, έντρομος με τον ίδιο τον εαυτό του. Ο ζωγράφος νοιώθει τύψεις και εκείνη τη νύχτα κόβει το αφτί του με ξυράφι, το βάζει σε ένα φάκελο και το πηγαίνει σε κάποια φίλη δική του και του Γκογκέν. Τα σημάδια μιας σοβαρής ψυχικής ασθένειας είναι πλέον εμφανή. Ο Βαν Γκογκ κλείνεται στο σπίτι του και ζωγραφίζει το μπανταρισμένο με το λευκό επίδεσμο πρόσωπό του.
Το Μάιο του 1889 ζητά από τον αδελφό του να μπει για θεραπεία στο άσυλο του Σεν Ρεμί. Εκεί με το πινέλο του αγωνίζεται να δαμάσει τα συναισθήματά του. Ένα χρόνο μετά εγκαθίσταται στην Οβέρ-σιρ-Ουάζ, λίγο έξω από το Παρίσι. Έντονα τα σημάδια της μελαγχολίας, θα κάνουν πάλι την εμφάνισή τους. Ζωγραφίζει το Σταροχώραφο με Κοράκια: Μαύρα απειλητικά κοράκια σε σκούρο ουρανό και στη μέση ένας δρόμος που δεν οδηγεί πουθενά!
Συνολικά δημιούργησε σε διάστημα περίπου δέκα ετών περισσότερα από 800 πίνακες και 1000 μικρότερα σχέδια
Στις 27 Ιουλίου του 1890 ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ βγαίνει στην εξοχή για να ζωγραφίσει και αυτοπυροβολείται στους αγρούς της Οβέρ. Με τη σφαίρα καρφωμένη ακόμα στο στήθος, επιστρέφει στο σπίτι του. «Είναι ανώφελο να ζήσω, η θλίψη θα κρατήσει για πάντα», ομολογεί στον αδελφό του λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή. Ήταν μόλις 37ετών.
Ο φίλος του Πιζαρό έγραψε γι αυτόν: «Αυτός ο άνθρωπος πίστευα ότι ή θα τρελαθεί ή θα μας ξεπεράσει όλους, δεν είχα προβλέψει ότι θα συνέβαιναν και τα δύο»