Βαθιές ανισότητες μπροστά στην αρρώστια
[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 20.10.21 ]Μετά τη δημοσιοποίηση των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζουν οι κυρίες Γεννηματά και Μπακογιάννη και την έκταση που τούτη έλαβε από το σύνολο των ΜΜΕ, θα έλεγε κανείς ότι θα άνοιγε, επιτέλους, στο δημόσιο διάλογο το μείζον ζήτημα του δημόσιου και δωρεάν συστήματος υγείας. Και ότι θα έμπαινε, με επίταση, στη συζήτηση πώς η δυναμική ύπαρξή του ή η υπονόμευσή του καθορίζει, κυριολεκτικά, τη ζωή και το θάνατο των από κάτω. Πώς, δηλαδή, συνδέεται το προσδόκιμο ζωής με την οικονομική δυνατότητα, πώς, εν τέλει, η ταξική κοινωνία προδιαγράφει το ζην και το θνήσκειν.
Αλλά μια τέτοια συζήτηση, η οποία δεν έγινε ούτε μπροστά στην πανδημία, είναι προφανές ότι δεν βολεύει: την ώρα που προωθείται η εισβολή του κεφαλαίου στο πιο κρίσιμο κομμάτι του προνοιακού κράτους, την ώρα που το ζην αντιμετωπίζεται ως μια προβληματική επιχείρηση που εξορθολογίζεται μονάχα με περικοπές, να μιλήσει κανείς για την πιθανότητα, έστω, κρατικών ενισχύσεων που θα άρουν τις κοινωνικές ανισότητες, εκλαμβάνεται ως μια γελοία υπόθεση.
Έτσι, η σπουδή να τονιστεί η οφειλόμενη συμπαράσταση στις πάσχουσες έθεσε στο περιθώριο όποια/ον είπε/έγραψε το αυτονόητο: πως δεν είμαστε όλοι ίσοι μπροστά στην αρρώστια, τουναντίον. Η εκ καταγωγής, ή και όχι, ταξική θέση της/ου καθεμιάς/νός καθορίζει τη δυνατότητα έγκαιρης πρόσβασης στην περίθαλψη, καθορίζει άρα και τη δυνατότητα της ίασης. Οι κοινωνικές γνωριμίες, η πρόσβαση στους ανάλογους επιστημονικούς κύκλους με την απολύτως συνδεμένη με αυτήν οικονομική θέση, έχει ήδη δώσει στην κυρίαρχη τάξη κάμποσα παραπάνω χρόνια στο προσδόκιμο ζωής. Έρευνα του 2010, πριν ακόμα τη διεθνή κρίση του ‘08, έδειχνε πως για τους πολίτες με χαμηλά εισοδήματα, στην κραταιά, σημειωτέον, Γερμανία, το προσδόκιμο μειώθηκε κατά δύο έτη σε μια δεκαετία. Από τα 77,5 χρόνια του 2001 έπεσε στα 75,5. Νεότερη έρευνα (2019) του ινστιτούτου Μαξ Πλανκ αναφέρει, συμπερασματικά, πως οι συνταξιούχοι με υψηλές συντάξεις ζουν κατά κανόνα περισσότερο, πάνω από πέντε (5) χρόνια, από τους συνταξιούχους με χαμηλές.
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, που επιτίθενται στα εθνικά συστήματα υγείας, μεταβάλλοντάς τα σε επιχειρήσεις, επιλέγουν επί της ουσίας ποιοι θα ζήσουν και ποιοι θα πεθάνουν: η ναζιστική λογική των “λαών που περισσεύουν” εδώ εκμοντερνίζεται σε “τάξεις που περισσεύουν”. Φιλτραρισμένη και ωραιοποιημένη, με τα χίλια δυο περί του τρίτου πυλώνα και τις συμπράξεις δημοσίου – ιδιωτικού, στο τέλος, ζητά απ’ τον πολίτη να πληρώσει ή να πεθάνει. Κλείνει νοσοκομεία ή τα αφήνει χωρίς προσωπικό, δεν επενδύει σε υποδομές, πετσοκόβει, καθιστώντας τους πανάκριβους, τους προληπτικούς ελέγχους. Η αλήστου μνήμης κανιβαλική πολιτική της δεξιάς, επί μνημονίου, που έθεσε εκτός συστήματος τους ανασφάλιστους πολίτες, είναι ενδεικτική για το τι μπορεί να συμβεί σε εποχές κανονικότητας. Η τωρινή, επί πανδημίας, πολιτική είναι απλώς μια συνεπής συνέχεια της προηγούμενης, που θα επεκταθεί με νέες περικοπές και ιδιωτικοποιήσεις.
Έτσι, η έννοια του θανάτου, μια έννοια υπαρξιακή, μεταβάλλεται σε μια όλως κυνική υπόθεση. Αν η φτωχολογιά συνωστίζεται σε μακρόχρονες λίστες για το χειρουργείο ή τη θεραπεία, φλερτάροντας με τα επουράνια, μοιάζει φυσικό φαινόμενο, όπως και οι οικονομικές ανισότητες. Ο δε μιθριδατισμός του συστήματος φτάνει πολύ μακριά: οι από κάτω, αντί της κραυγής “αλλάξτε τώρα τις πολιτικές για την υγεία”, περιορίζονται σε ανούσια ευχολόγια. Και είναι ενδεικτικό πως οι διάφορες ενώσεις στήριξης των καρκινοπαθών μοιάζουν με κοσμικά, φιλόπτωχα σωματεία ελεήμονων πλουσίων και καθόλου, όπως θα έπρεπε, με ομάδες ακτιβιστικής διεκδίκησης για την πρόσβαση στις ιατρικές υπηρεσίες.
Κοντολογίς, το θνήσκειν του φτωχού Άλλου μπορεί να βιωθεί ως η αποπεράτωση του έργου εκείνων των αρίστων που πετσοκόβουν τα συστήματα υγείας χάριν της κερδοφορίας των συμφερόντων. Προτείνεται δε ως η μόνη δυνατότητα, και μάλιστα σοφή, για την επιβίωση του συστήματος αφού διατείνονται πως αλλιώς θα χρεοκοπήσει. Μένει να κατανοηθεί από τους πολλούς πως η ζωή τους δεν είναι επιχείρηση που ισολογίζεται. Και να απαιτήσουν τα δέοντα.