Αποχαιρετώντας το σχολείο
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 14.05.20 ]Πέρασα κοντά ένα τέταρτο του αιώνα, κατά πως λέει κι ο ποιητής, δασκάλα. Τριάντα πέντε συναπτά έτη στις σκονισμένες από κιμωλία αίθουσες, τις γεμάτες απ’ τις φωνές τις δικές μου, των συναδέλφων μου και κυρίως πολλών αγαπημένων παιδιών. Πόσες φωνές, πόσα χαμόγελα, πόσα παιδικά κεφάλια, πόσες χαρές, πόσες ζωές!
Έχω περάσει χιλιάδες φορές την καθημερινή διαδικασία της πρωινής συγκέντρωσης των μαθητών. Κι όταν χτυπούσε το κουδούνι, είδα αμέτρητες φορές τα παιδιά να τρέχουν χαρούμενα για το λυτρωτικό διάλειμμα. Η αγαπημένη οσμή από μολύβια, ξύστρες και γόμες, τετράδια και βιβλία θα με ακολουθεί για πάντα.
Χρόνια πολλά δεύτερο σπίτι μου ήταν το σχολείο. Έσκυψα τόσες φορές στη ψυχή των παιδιών μου και κάποιες φορές λυπήθηκα πολύ για την εκπαίδευση που τους παρέχουμε, τη δολοφονία της φαντασίας και της δημιουργικότητας, για τα όσα δεν μπόρεσα να τους δώσω. Έζησα εκδρομές αξέχαστες που χάρηκα σαν μικρό παιδί και γιορτές που με συγκίνησαν, επιτυχίες των παιδιών, εκμυστηρεύσεις, γέλια, απέραντη χαρά!
Χρόνια πολλά στο ίδιο μονοπάτι, με επιμονή χελιδονιού έχτισα φωλιές με λέξεις, με ουσιαστικά, ρήματα και επιρρήματα, κέντησα ποιήματα, διόρθωσα γραπτά, πίστεψα, απέτυχα, χάρηκα πολύ, λυπήθηκα, αγωνίστηκα, προσπάθησα να σμιλέψω ψυχές, να δω πίσω από την όποια συμπεριφορά την αληθινή αιτία του προβλήματος, να συγχωρέσω και κυρίως να σεβαστώ.
Η ζωή μου πλούτισε από παιδική αθωότητα και νεανική θέρμη. Δεν φεύγω επειδή θέλω να αφήσω τους αγαπημένους μου μαθητές ή τους συναδέλφους μου. Δεν είναι εύκολο. Ήδη μου λείπουν οι μαθητές μου και οι συνάδελφοί μου. Όλοι ήταν λιμάνι και αγκαλιά μαζί. Το σχολείο δεν ήταν δουλειά αλλά μαθητεία και σχέση αγάπης. Μετά από 35 χρόνια υπηρεσίας στη δημόσια εκπαίδευση πρέπει όμως να το εγκαταλείψω σιγά σιγά. Μεγάλωσα.
Ας φύγω τώρα πριν με σαρώσει η τριακονταπενταετής «ευδόκιμος υπηρεσία» και το μάθημα μού φαίνεται πια ανόητη, κουραστική παράσταση με θεατές αδιάφορους. Κι από καθηγητής της λογοτεχνίας, ας γίνω καθηγητής του χρόνου... Ας απολαύσω την ανάπαυση, το ελεύθερο πρωινό, τα ταξίδια, το διάβασμα και όλες τις καινούργιες χαρές.
Δύσκολος ο αποχαιρετισμός αλλά ας ελπίσουμε ότι η “φαινομενολογία της ανάπαυσης” εδράζεται στον τόπο μιας ψυχικής, ποιητικής ονειροπόλησης. Κάθε πλάσμα», λέει ο Bachelard, μαζί και ο άνθρωπος, θέλει να αποτραβιέται στη γωνιά του. Να χαθεί στο βάθος μιας φωλιάς, στη φυλλωσιά ενός δέντρου, πίσω από τις χαραμάδες μιας καλύβας, στην πιο μυστική της γωνιά, πίσω από τα φύλλα μιας ντουλάπας, κάτω από ένα σκληρό κέλυφος, σε ένα σπίτι που ανταποκρίνεται στις παραμυθητικές εικόνες της οικειότητας που μας κάνουν να ονειροπολούμε, να βυθιζόμαστε σε μια αρχαία νοσταλγία, να ζούμε εν τέλει σε μια μικρή φωλιά χωρίς περιορισμούς και πρέπει, να ζούμε στον χώρο της επιθυμίας.