Ακούγοντας τη σιωπή...

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 28.03.19 ]

«Μια συνετή κι επιφυλακτική σιωπή είναι το περίβλημα της σοφίας»έγραψε ο Έκο.

Οι στιγμές της σιωπής είναι αυτές που η Βιρτζίνια Γουλφ αποκάλεσε «στιγμές ύπαρξης».

Για τον  Νίκο Καρούζο, «η σιωπή περιπαίζει τα αδιέξοδα».

Για τον Βρεττάκο, η σιωπή είναι ο τόπος όπου σμίγουν ζόφος και φως:

«Ό,τι καλύτερο άκουσα στον κόσμο αυτό δεν ήταν

παρά τα δάκρυα των απλών ανθρώπων κι η σιωπή».

Η σιωπή είναι το στολίδι του σοφού αλλά ενίοτε και το προσωπείο του βλάκα. Φόβοι, πόθοι ασφυκτιούν στην κρύπτη της. Είναι η σιωπή της βαθειάς ειρήνης στην ψυχή αλλά και η απόσυρση όταν τα λόγια δεν έχουν νόημα σε ώτα μη ακουόντων. Υπάρχει η σιωπή τ’ ουρανού, η σιωπή του δάσους, η σιωπή της ήρεμης θάλασσας, η σιωπή όσων αγαπούν.

 Ο Καβάφης ωστόσο απαξιώνει τη σιωπή  υπερασπιζόμενος  το λόγο:

«Είναι χρυσός η σιωπή και άργυρος ο λόγος.»

Τίς βέβηλος προέφερε τοιαύτην βλασφημίαν;

Λαλήσωμεν, λαλήσωμεν — σιγή δεν μας αρμόζει

αφού εις το ομοίωμα επλάσθημεν του Λόγου...

(Κ. Π. Καβάφης, «Λόγος και Σιγή». Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)

Έχει δίκιο ο ποιητής. Ο άνθρωπος λύνει τα προβλήματά του με το λόγο. Καλό είναι όμως να καταφεύγουμε στη σιωπή όταν τα λόγια δεν βοηθούν. Όπως αναφέρει η Σούζαν Σόντακ στο δοκίμιο Η Αισθητική της Σιωπής, [μτφρ. Νανά Ησαία, εκδ. Εγνατία] «αυτός που σωπαίνει γίνεται αδιαφανής για τον άλλο, η σιωπή του άλλου μας προτρέπει σε άπειρες ερμηνείες της που θα μπορούσαν να την εξηγήσουν μετατρέποντάς την έτσι σε ομιλία». Η σιωπή είναι  κατασταλαγμένη σοφία, ένα πνεύμα που έχει μάθει να ακούει. Ανάλογα με τον τρόπο που την χρησιμοποιεί κάποιος, παίρνει και την ανάλογη αξία. Αναφέρομαι σε  μια σιωπή στοχασμού και όχι ήττας, όπως στον Μπέκετ, για παράδειγμα, ο οποίος, από ό,τι λένε όσοι τον γνώρισαν, ζούσε μέσα σε ατελείωτες σιωπές, και μάλιστα ανάμεσα σε φίλους, που διαρκούσαν ακόμη και μέρες. Ήταν οι πιο δημιουργικές στιγμές του. Η σιωπή που στηρίζεται στο φόβο ή στην εξαπάτηση είναι μια άνανδρη σιωπή. Ο λόγος όταν είναι ουσιαστικός φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά αλλά συνήθως έχουμε έκπτωση της ομιλίας, τη φλυαρία, για την οποία ο Χάιντεγκερ έγραψε: «Από τη σκοπιά  της αυθεντικής ύπαρξης, η φλυαρία δεν παράγει νοήματα, δεν εμβαθύνει, δεν ερευνά, δεν στοχάζεται. Τι κάνει; Προχειρολογεί, εκφέρει αβασάνιστες κρίσεις, συμπεριφέρεται ανεδαφικά, μετατρέπει το «κουτσομπολιό» σε αρχή της μαζικής επικοινωνίας. Ως τέτοιος λόγος ωστόσο γίνεται προσιτός στον μέσο άνθρωπο. Συναφώς προσφέρει κάποια δυνατότητα να κατανοεί ο κοινός θνητός φαινόμενα και καταστάσεις, χωρίς καμιά πρότερη οικείωση, γνωριμία με αυτά ή αυτές. Τι σημαίνει αυτό; Πως ο φλύαρος λόγος κινείται στο κατά προσέγγιση, στο περίπου και ως εκ τούτου συνεπάγεται παραποίηση, διαστροφή της αλήθειας. Αδιαφορεί για την ακρίβεια, με αποτέλεσμα να μην έχει καμιά σχέση με την αυθεντική ομιλία, με τη διείσδυση στην ουσία των πραγμάτων, με την αληθινή ερμηνεία. Κατ’ αυτό τον τρόπο νοθεύει την πρωταρχική ουσία της ύπαρξης, καθιστά κίβδηλη την παρουσία του ανθρώπου στον κόσμο και συντελεί στην ολοσχερή αποδιοργάνωση του εαυτού» ( Είναι και Χρόνος).

«Ή πρέπει να σιωπήσεις, ή να πεις κάτι καλύτερο από τη σιωπή», έλεγε ο Πυθαγόρας. Πολλοί πήγαιναν στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας για να φοιτήσουν στη Σχολή του Πυθαγόρα. Όσοι περνούσαν τις πρώτες δοκιμασίες, γίνονταν δεκτοί στην πρώτη βαθμίδα της Σχολής. Εκεί μαθήτευαν επί πέντε χρόνια απολύτως σιωπηλοί, γιατί ο δάσκαλός τους ήθελε να δει πόσο ικανοί είναι στην «εχεμυθία» άρα και στη φιλοσοφία.

Είναι φορές που η θλίψη, η στενοχώρια και η απογοήτευση  έχουν διαποτίσει τόσο το κορμί και το μυαλό σου, ώστε να μην μπορείς  να αρθρώσεις, ούτε μια λέξη. Η σιωπή γίνεται τότε η αναζήτηση της χαμένης σου υπερηφάνειας και αξιοπρέπειας. Μεγάλο μάθημα στον άνθρωπο η σιωπή όταν ακούει γύρω του να εκστομίζονται κακοήθειες στις οποίες δεν θέλει να συμμετέχει ή όταν ξέρει ότι δεν θα τον κατανοήσουν. Δεν επιτρέπεται ωστόσο να σιωπάς όταν βλέπεις ανθρώπους να αδικούνται, όταν πρέπει να υπερασπιστείς τις αξίες σου. Ο Σαρτρ θεωρώντας τη Ναυτία ως θεμελιώδη αρχή της ανθρώπινης ύπαρξης και υποστηρίζοντας ότι όλες οι μορφές συναισθήματος είναι αυτό-εξαπάτηση και ευσεβείς πόθοι θα μπορούσε να συνηγορήσει υπέρ της σιωπής. Ο Μπέκετ στο Περιμένοντας τον Γκοντό, το 1953, όπου ο Ντιντί κι ο Γκογκό φλυαρούν ακατάπαυστα επίσης αναγορεύει τη σιωπή σε σοφία.

Όπως το έθεσε ο Σπινόζα «Ασφαλώς, οι υποθέσεις των ανθρώπων θα ήσαν πιο ευτυχισμένες, αν η δύναμη των ανθρώπων να σιωπούν ήταν ίση με την δύναμη τους να μιλούν. Η πείρα, όμως, μας διδάσκει ότι οι άνθρωποι δεν ελέγχουν τίποτε με τόση δυσκολία όσο τη γλώσσα τους».