Όταν η ουτοπία συναντά την απελπισία
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 06.02.16 ]Για τον Μαρκούζε η αναγνώριση του δικαιώματος της «πολιτικής ανυπακοής» ανήκει στα αρχαιότερα και ιερότερα στοιχεία του δυτικού πολιτισμού(Ψυχανάλυση και Πολιτική, εκδ. Ηριδανός). Αναγνωρίζει ότι το χρέος της αντίστασης είναι η κινητήρια δύναμη στην ιστορική ανάπτυξη της ελευθερίας ως δυνάμει απελευθερωτική νόμιμη βία: «Χωρίς αυτό το δικαίωμα της αντίστασης, χωρίς την επέμβαση αυτού του υψηλότερου δικαίου εναντίον του ισχύοντος δικαίου, θα βρισκόμαστε σήμερα στο επίπεδο της πιο πρωτόγονης βαρβαρότητας.»
Ο Γκράμσι μισεί τους αδιάφορους γιατί θεωρεί ότι η αδιαφορία είναι αβουλία, παρασιτισμός, δειλία, δεν είναι ζωή αλλά μοιρολατρεία. Η αδιαφορία είναι για αυτόν το νεκρό βάρος της ιστορίας: «Ζω, είμαι ενταγμένος. Γι’ αυτό μισώ αυτούς που δεν συμμετέχουν, μισώ τους αδιάφορους».
Η ουτοπία θεωρούσα ότι ήταν το όραμα που μας οδηγούσε στην πολιτική ανυπακοή. Τώρα που η ουτοπία μπερδεύεται με τον ρεαλισμό από ελπίδα γίνεται απελπισία. Το όραμα που δεν πραγματοποιείται φέρνει την απελπισία και η φαντασία δυστυχώς γίνεται η καταφυγή.
Για να θυμηθούμε τον Αξελό: «Στη φαντασία συναντιόμαστε κι ίσως εκεί συναντιόμαστε οι άνθρωποι περισσότερο πιο ουσιαστικά, από ό,τι στη λεγόμενη εμπειρική πραγματικότητα» (Η Πλανητική Σκέψη και το Παιχνίδι του Κόσμου).
Η κρίση που ζούμε αλλάζει το νόημα και τα όρια της ουτοπίας και του ρεαλισμού. Πόσο «ρεαλιστικά», εκτός από κοινωνικά βάρβαρα, είναι τα «μνημόνια» της λιτότητας; Το δίλημμα είναι ή θα αφεθούμε στην κρίση μέχρι τελικής πτώσεως, ή θα οικοδομήσουμε μια νέα μορφή οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Δεν έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, αλλά ανάμεσα σε πολλές κρίσεις κι ένα σχέδιο δημιουργίας νέων κοινωνικών σχέσεων και θεσμών. Πώς όμως γίνεται αυτό;
Η «ρεαλιστική ουτοπία» στην οποία επιμένει ο Rawls αναφέρεται στην προαγωγή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών στη βάση της αμοιβαίας αναγνώρισης και εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους. Οι ευτεταγμένες κοινωνίες έχουν το δικαίωμα της αυτοάμυνας απέναντι στους λαούς εκτός νόμου, όπως έχουν και την ηθική υποχρέωση της αρωγής προς τους «επιβαρημένους» λαούς που διαβιούν σε κατάσταση ένδειας. Τα πάντα όμως είναι δυστυχώς, όπως διέγνωσε και ο Κονδύλης, ισορροπίες αξιώσεων ισχύος και επιβολής.
Μήπως είναι απολύτως αναγκαίος ένας ουτοπικός ρεαλισμός στον οποίο να πιστέψει πρώτα απ΄ όλους η Αριστερά και μαζί της οι Έλληνες ή μια «προοδευτική ουτοπία» που εκφράζεται μέσα από το όραμα ενός άλλου, καλύτερου και πιο δίκαιου κόσμου που δεν υπάρχει ακόμα; (Η Αριστερά στην εξουσία. Αντιφάσεις, αδιέξοδα, διέξοδοι, Συντάκτης: Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ΕφΣυν 03.01.2016). Ο Τσουκαλάς ισχυρίζεται ότι «Στο μέτρο που κανείς δεν μπορούσε να προδικάσει, όχι μόνο τις άμεσες αλλά και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις ενός πιθανού grexit, η αριστερά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» και κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια κρίση ταυτότητας. Η αναγκαία προσαρμογή στις περιστάσεις δεν αποδείχτηκε μόνον οργανωτικά αποδιαρθρωτική. Υπήρξε επίσης και ιδεολογικά τραυματική... Η μείζων απειλή για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι φαντασιωσική. Με αυτήν την έννοια, η (αναγκαία έστω) «στροφή προς τον ρεαλισμό» του τρέχοντος πολιτικού λόγου υπονομεύει το σημαντικότερο ιδεολογικό όπλο της. Αντιμέτωπη με τις αμείλικτες Συμπληγάδες της καθημερινότητας, η κυβερνώσα Αριστερά πιέζεται να οικειοποιηθεί την «αμυντική» και κατ’ ανάγκην «συγκριτική» επιτευγματική ρητορική των αντιπάλων της...Υπό τους όρους αυτούς, η Αριστερά αναγκάζεται πλέον να παίζει εκτός πάσης ιδεολογικής έδρας. Για πρώτη φορά έπειτα από πολλές δεκαετίες, η στυγνή αγοραία ουτοπία τολμά να εμφανίζεται όχι μόνο ρεαλιστικότερη και αποφασιστικότερη, αλλά και ριζικότερη από μιαν ανατρεπτική ουτοπία που μοιάζει να έχει ακινητοποιηθεί».
Ο Σαραμάγκο θεωρεί την ουτοπία μια άχρηστη έννοια, κάτι σαν να λέμε ότι θα πεθάνουμε όλοι και θα πάμε στον παράδεισο. Για τους ανθρώπους που ζουν μέσα στη φτώχια αυτή η λέξη δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Ο Σαραμάγκο συνεχίζει: «Ποια η τρομερή παρανόηση, στην οποία υποπίπτουμε όλοι: ουτοπία είναι να νομίζουμε ότι έχουμε ανάγκη κάποια πράγματα κι ότι θα μπορέσουμε να τα αποκτήσουμε, μια μέρα. Η παρανόηση είναι ότι φανταζόμαστε πως αυτό που σήμερα επιθυμούμε θα μείνει επιθυμητό μέχρι μια μέρα που τοποθετούμε στο μέλλον, ας πούμε το έτος 2043 ή σε ενάμιση αιώνα, που θα έχουμε πεθάνει όλοι. Αυτό που για μας θα ήταν υπέροχο σήμερα, για τους απογόνους μας δεν θα είναι. Δεν γίνεται να αγνοήσουμε αυτή την απλή αντίθεση. Για μένα, ο μοναδικός πιθανός τόπος/ χρόνος είναι η αυριανή μέρα».
«Είναι χρήσιμη η ουτοπία μικρού βεληνεκούς, συνεχίζει ο Σαραμάγκο, αλλά τότε δεν ονομάζεται πια ουτοπία, ονομάζεται δουλειά, πρόοδος, κατάκτηση. Είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουμε το όνομα ουτοπία για να συνεχίσουμε να ελπίζουμε αλλά το μόνο σίγουρο είναι η αυριανή μέρα». Και εκεί είναι που η ουτοπία συναντά την απελπισία.