Ένα σμάρι ζωή
[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Κόσμος / 08.08.17 ]Μπήκε στο υπαίθριο εστιατόριο, κυνηγημένη από την ανγκούσια ανελέητης ζέστης. Για την ακρίβεια, δεν επρόκειτο καν για ζέστη. Ούτε ο καύσωνας απέδιδε ακριβώς το βασανιστικό αίσθημα της αποπληξίας που κολλούσε στο κορμί, καθιστώντας το ικανό μόνο για πλαδαρές, νωθρές, σκέψεις στην καλύτερη των περιπτώσεων. Και στη χειρότερη για διάθεση ανεπίστρεπτης φυγής, από κάτι και οργανικά επικίνδυνο.
Ούτως ή άλλως, ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με τη ζέστη έστω και την ήπια. Το δικό της μυαλό ζωντάνευε με τις πρώτες βροχές, και απογειωνόταν με τη δροσιά των αρχικών κρύων. Για ανεξήγητους λόγους, η ζέστη είχε συνδυαστεί μέσα της με μια χαύνωση απωθητική, ο ιδρώτας με την αποστέρηση ζωτικών χυμών, που τους έβλεπε να κυλούν ανυπεράσπιστοι, πάνω σ’ ένα κορμί μισοζώντανο. Γνώριζε ότι ήταν υπερβολική, αλλά ούτε η δροσιά της θάλασσας την παρηγορούσε πλέον. Η εγγονή της είχε δώσει τη δική της εκδοχή, κοιτάζοντάς την περιπαιχτικά: «Μεγαλώνεις βρε γιαγιάκα! Και όλα σου φταίνε!». Αυτή όμως ήξερε πως ναι μεν η ανοχή της είχε μειωθεί παράλληλα με την αντοχή της, αλλά πάντα ήταν έτσι. Κανένας ουρανός δεν ήταν πιο ενδιαφέρων, πιο ποιητικά ανατρεπτικός από τον συννεφιασμένο! Για ποιο μυστικό άραγε θα μπορούσε να σου μιλήσει ο ανέφελος;
Είχε ήδη βρει ένα δροσερό απάγγειο, και ετοιμαζόταν για την παραγγελία της, όταν ξαφνικά όρμησε μέσα στο κάδρο, ένας σίφουνας κελαρυστών φωνών και επιφωνημάτων! Ήταν ένα πολύχρωμο σμάρι κοριτσόπουλα, το πολύ έξι εφτά χρόνων, που ασυναίσθητα συναγωνίζονταν στην κατάκτηση του χώρου, το καθένα με τον τρόπο και την ιδιοσυγκρασία του! Δεν ξεχώριζε κουβέντες, σκόρπια ονόματα μονάχα, καθώς η μια προσφωνούσε την άλλη, και ζωηρές κραυγούλες ευχαρίστησης, διεκδίκησης, επιβεβαίωσης… δεν είχε σημασία!
Προφανώς βρίσκονταν εκεί για κάποιο παιδικό πάρτι, μια απ’ αυτές Αυγουστιάτικα, συμπλήρωνε χρόνια! Οι μεγάλοι από μακριά σε άλλο τραπέζι τους είχαν παραχωρήσει -και δικαίως- το δικό τους χώρο, παρεμβαίνοντας πότε-πότε, όταν το κιάσο υπερέβαινε τα επιτρεπτά για την ενήλικη αντοχή όρια! Γι’ αυτήν πάντως παραδίπλα, αυτός ο σαματάς, ήταν τόσο επιθυμητός, που σχεδόν ένιωθε την ψυχή της να πετά και να εισχωρεί ανάμεσά τους. Τα κοριτσάκια, -κανένα αγόρι δε βρισκόταν στη συντροφιά!-, έφτιαχναν από τη μια στιγμή στην άλλη, απίθανα συμπλέγματα σωμάτων, με τις κινήσεις τους, τινάγματα εναέρια, οστά ευλύγιστα λες από πλαστικό, αρθρώσεις που δεν υπάκουαν σε κανένα νόμο βαρύτητας, ή επιβάρυνσης, μάτια κλεμμένα από τον δικό τους νόμο της αιωνιότητας, στόματα δροσερά, δοσμένα στα κάθε φύσης αυθόρμητα επιφωνήματα, γέλια γάργαρα, νερό που κυλάει από πηγές αστείρευτες …δεν υπήρχε σταματημός, ήταν μια πορεία δίχως τέλος, μόνο καινούργια παρόμοια όμορφα ξεκινήματα… Και πάλι από την αρχή! Κι ακόμη κι όταν ξεπετιόταν η διαφωνία, η διάθεση για κυριαρχία, οι συνεταιρισμοί φιλίας και αντιπαλότητας- γιατί απ’ ότι φαίνεται η ανθρώπινη φύση συμπορεύεται με αυτά τα τεχνάσματα από πολύ νωρίς, ίσως κιόλας και να διαμορφώνεται μέσα από αυτά-, γινόταν μόνο και μόνο για να χρωματίσει στιγμιαία εντονότερα τις μικρές τους υπάρξεις, να τις θωπεύσει, να τις προειδοποιήσει πιθανόν για κάτι που κι αυτό δικό τους ήταν, και που μέσα στην ορμή της νιότης τους θα ’βρισκε τη λύση του!
Από το μυαλό της περνούσαν απεικονίσεις! Θαυμαστές μεν, αλλά καμία σαν το «tableau vivant» που πάλλονταν εκεί! Τα κοριτσάκια του Γκωγκέν ήταν πολύ σεμνά, μέσα στην προτεσταντική ηθική τους για να κάνουν κατακόρυφους στον αέρα! Και οι δεσποσύνες του Ρενουάρ, με τα φλογάτα μάγουλα, ήταν φτιαγμένες μόνο για ονειρικές μελωδίες ενός αστικού πιάνου! Ίσως του δικού μας του Γύζη, όχι οι πιτσιρίκες των αρχών του αιώνα σε σεμνό χορό γύρω από τη νόνα τους, παρά εκείνες οι άλλες, που συμπλέκονταν ως ερωτιδείς, πλάσματα παράταιρα…
Η τούρτα ήρθε πολυόροφη, πολύχρωμη, δροσάτη, όλοι μικροί μεγάλοι, τραγούδησαν τον απώτερο στερεότυπο στόχο της… σοφής με τα άσπρα μαλλιά! (Αλήθεια είχε ποτέ ερωτηθεί παιδάκι για το καθιερωμένο αυτό γενέθλιο τραγούδι; Αναρωτήθηκε). Ειπώθηκε στη συνέχεια και το χάπι μπερθντέι, έτσι όπως πρέπει! Ησυχία μετά, οι μικρές δεσποσύνες αφοσιώθηκαν για λίγο στους καλούς τους τρόπους, -πώς αλλιώς!- κάποιος μεγάλος πάντα επιτηρούσε και έβαζε τα πράγματα στη θέση τους.
Όταν σηκώθηκε να φύγει, κοντοστάθηκε για μια στιγμή δίπλα στη συντροφιά τους… Δεν ήθελε να πει κάτι, εξάλλου κάποια βλέμματα κρυφογελαστά την είχαν περιεργαστεί στιγμιαία.
Φεύγοντας ένιωσε, -ήταν σίγουρη γι’ αυτό-, ένα κύμα δροσιάς να την ακολουθεί! Κι ο λίβας είχε κοπάσει.