Xρυσόμυγες
[ Νίκος Προσκεφαλάς / Ελλάδα / 20.06.20 ]Παιδιά στο χωριό, βασανίζαμε τις χρυσόμυγες. Τις δέναμε απ' το πίσω πόδι, δίναμε κάμποσο περιθώριο στην κλωστή, που ήταν σχεδόν αόρατη και τις αφήναμε ύστερα να ξεγελιούνται πως πετάνε. Άνοιγαν τα φτερά τους εκείνες οι δύστυχες για λίγο και πετούσαν, νομίζοντας πως είναι ελεύθερες, μα όταν η κλωστή τεντωνόταν έπεφταν απότομα στο έδαφος. Δυο, τρεις, πέντε, δέκα φορές. Γελούσαμε εμείς. Διασκεδάζαμε. Κάποια στιγμή, απελπισμένες, δεν ξαναεπιχειρούσαν να σηκωθούν. "Κάνουν τον ψόφιο" λέγαμε, έτσι όπως τις βλέπαμε να παραιτούνται και καμαρώναμε με τη διαπίστωσή μας.
Μελαγχολούσα, θυμάμαι, καθώς τις έβλεπα να εγκαταλείπουν την προσπάθεια, όχι τόσο γιατί μου διέκοπταν την αρρωστημένη απόλαυση του παιχνιδιού, αλλά για τις ίδιες περισσότερο, ή ίσως γιατί αυτή η αίσθηση της δύναμής μας πάνω τους τελικά με απογοήτευε, με άφηνε άδειο. Κι έμεναν οι καημένες σ' αυτή τη θέση για ώρα. Όταν πια κουραζόμασταν να περιμένουμε τις παρατούσαμε και φεύγαμε, αναζητώντας άλλο πιο ενδιαφέρον παιχνίδι. Τελικά εκείνες μάλλον ψοφούσαν, αποκαμωμένες όπως ήταν απ’ την ταλαιπωρία, ή γίνονταν εύκολη τροφή για τις αδέσποτες γάτες.
Τώρα ευτυχώς οι χρυσόμυγες πετούν ελεύθερες κι ανενόχλητες στα χωράφια, αφού στα χωριά δεν υπάρχουν πια παιδιά δήμιοι. Μετακόμισαν στις πόλεις τα περισσότερα, ενηλικιώθηκαν και δουλεύουν απ' το πρωί ως το βράδυ. Ξέχασαν μες στον αγώνα για την επιβίωση και τις χρυσόμυγες και τα παιδικά παιχνίδια. Μα όταν στις κυριακάτικες εξοχικές εξορμήσεις τους, τις βιαστικές κι αγχώδεις, βλέπουν ή ακούν κάπου χρυσόμυγα να βουίζει ελεύθερη, τότε κουνάνε ασυναίσθητα προς τα πίσω το αριστερό τους πόδι, το τεντώνουν δεξιά κι αριστερά, σαν να ψάχνουν εκείνες τις αόρατες κλωστές που τους κρατούν δεμένους, σαν να πασχίζουν απεγνωσμένα να τις κόψουν, να τις ξεμπερδέψουν, να λευτερωθούν επιτέλους, να γλυτώσουν οριστικά απ’ τη σκλαβιά τους, απ’ τη δυναστεία τους τη σκληρή, τη βασανιστική, την αμείλικτη.