Το χαμόγελο της Τζοκόντα

[ Μαρία Χατζηχριστοδούλου / / 16.05.21 ]

Με λένε Καλοτίνα, Σεβαστή, Μαρία, Θεμελίνα. Πατάω πάνω στο κύμα, στο πλαταγιστό πηγαινέλα του, εκεί που γυαλιστερές, ασημόγκριζες, λαχταριστά βουτηγμένες σε γεύση ιωδίου πεταλίδες με περιμένουν να τις μαζέψω. Μ’ αρέσει να κατεβαίνω μόνη εκεί στις θαλασσινές γούβες, τις φορτωμένες αλάτι και φύκια, να πατάω στα γλιστερά ασημένια σκαλοπάτια τους και να απολαμβάνω το κυνήγι του θησαυρού μου.

 Με λένε και με άλλα ονόματα, διάφορα. Πατάω πάνω σε μουράγια, με τη μαντήλα μου διπλωμένη σφιχτά, κυματιστά, σαν τα κύματα που κουβαλούν μακριά μου τα καΐκια, τα σφουγγαράδικα. Είναι μέσα ο άντρας μου, ο πατέρας, ο αδερφός, ο γιος μου. Ακοίμητα τους περιμένω, μέρες και μήνες να ξανάρθουν· τότε λευτερώνω τη μαντήλα και την χαρίζω στον άνεμο, στον ήλιο, στο πέλαγο. Μα αν δε γυρίσουν, τη διπλώνω στα τέσσερα, τη βάφω μαύρη με τα δάκρυά μου και τη φτιάχνω καραβάκι πένθιμο να φτάσει εκεί, στις αμμουδιές τις νεκρικές της Μπαρμπαριάς.

Με φωνάζουν Βακίνα, Ατούμησα, Δέσποινα. Πατώ τα σκαλιά της αυλής μου, ποτίζω το γεράνι και τον βασιλικό μου, τον απιθώνω στην εικόνα της Παναγίας μπροστά. Ανάβω κεριά, μελισσοκέρια, σε σκιερά ξωκλήσια και σε βυζαντινά εικονοστάσια. Έχω αδέρφια στα ξένα και γιο στα νταμάρια της Αυστραλίας.

 Με λένε μάνα κι αδερφή, γυναίκα και κόρη. Πατώ σε ένα βράχο του Αιγαίου πάνω. Ασπρίζω τα πεζούλια και τραβώ λουλακί πλατιές πινελιές στα σύνορα της ζωής μου. Μέσα μου κλαίω, θρηνώ, προσμένω, θυμάμαι, χαίρομαι. Το χαμόγελο που ’χω στα χείλη είναι δικό μου κι αυτό, το φορώ για φυλαχτό των παιδιών που θά ’ρθουν. Έμαθα από μικρή πως γέλιο και δάκρυ είναι αξεχώριστα, σαν το μαργαριτάρι στο κοχύλι του, σαν τον αστερία στα φύκια του, σαν τη μυρωδιά του αχινού στη γεύση μου. Το χαμόγελό μου δεν έχει λόγο, ούτε όνομα, ούτε μου το χαρίζει ή το παίρνει κανείς πίσω, μήτε η χαρά μήτε ο πόνος. Υπάρχει επειδή υπάρχω απλώς. Το χαμόγελο μιας Τζοκόντα.

*Επιμέλεια: Νινέτα Πλυτά