Το αδίκημα της σκέψης

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 02.07.19 ]

Άνοιξε το πουκάμισο. Κουμπιά σκόρπισαν, σπόρια ροδιού. Το στέρνο έλαμψε.

Αναπνοή γρήγορη. Φλέβες ποτάμια.

-Χτύπα με.  Εδώ. Τώρα,  κι έδειξε την  καρδιά.

Τον κοίταξε με μάτια άδεια, γυάλινα. Δεν μίλησε.

-Χτύπα. Είδα παιδιά ξεβρασμένα στην άμμο, μέσα απ’ την μπλούζα του πατέρα περασμένα, σκεπασμένα με τραπεζομάντιλα στη μέση του δρόμου, κι άλλα σε κίτρινες σακούλες, ματωμένα μουτράκια μέσα στα χαλάσματα, συρρικνωμένα από την πείνα και τη σκληρή δουλειά. Είδα να συλλαμβάνουν τους διασώστες και να κορδώνονται με έπαρση οι διά παραλείψεως φονιάδες και να κουνούν το δάχτυλο. Είδα μωρά να ίπτανται από φωταγωγούς και μάνες να πηδούν απ’ τα μπαλκόνια. Είδα ζωές σαν στάχυα θερισμένες, σφαχτάρια στο βωμό της ιδιοκτησίας και των επαγγελματικών ή όποιων άλλων «δικαιωμάτων» κι ακρωτηριασμένα όνειρα. Κι όμως το μεσημέρι τρώω με όρεξη και τα βράδια πέφτω στο κρεβάτι και κοιμάμαι. Σε λίγο θα μιλώ με την παπιομιλιά τους και δεν θα μπορώ καν να τελέσω το αδίκημα της σκέψης. Χτύπα σου λέω. Θέλω να δω τι θα τρέξει από μέσα μου. Ακούω το αίμα. Βουίζει. Το νιώθω. Χτύπα. Να δω αν είναι κόκκινο, αν έξω από το σώμα αυτό, το μίζερο, θα τραγουδήσει. Σέρνεται ύπουλο, βουβό. Θέλω να τρέξει. Να πνίξει αυτόν κόσμο. Αυτόν που με κάνει να μπορώ να βλέπω νεκρά παιδιά και κατακρεουργημένα όνειρα, να συνηθίζω στη θέα του άγουρου θανάτου. Αυτόν που κάθε βράδυ μπαίνει στα παιδικά δωμάτια και μετράει κεφάλια και κανένα δεν του λείπει και πέφτει πάλι ήσυχος στον ύπνο. Θέλω να δω τι χρώμα έχει αυτό το αίμα. Να δω αν είναι κόκκινο.

Τον κοίταξε με μάτια άδεια, γυάλινα. Του κάρφωσε το μαχαίρι στην καρδιά.

Δεν έτρεξε σταγόνα.