Κι εσύ…
[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 16.01.22 ]Θα πρέπει να ‘χα πιει πολύ. Πώς εξηγείται αλλιώς που ξύπνησα με έναν πόνο στο αριστερό μου μπράτσο λες και είχα τρακάρει με ντουλάπα. Την τρίτη δόση την είχα κάνει οικειοθελώς, με ραντεβού, οπότε δεν υπήρχε περιθώριο να υποψιαστώ διά της βίας εμβολιασμό κι είχαν περάσει μέρες αρκετές οπότε ούτε και για πιθανολόγηση κάποιας παρενέργειας υπήρχε πολυτέλεια. Κάπου να ρίξω την ευθύνη ρε γαμώτο.
Σήκωσα το μανίκι. Στο διάστημα που ήμουν τέζα είχα αποκτήσει τατουάζ στο μπράτσο. Δεν ήταν μια γυμνόστηθη γοργόνα, μια άγκυρα ή κάποιο γλαροπούλι. Θα το κατανοούσα αν κάτι τέτοιο έβλεπα στο μπράτσο χαραγμένο, βλέπετε πάντα με γοήτευε η ιδέα «να πάω στα καράβια», τι που τα δρομολόγια εδώ ήταν μέχρι το Νησάκι ή τη Ντραμπάτοβα. Δυο λέξεις μόνο, γράμματα πέντε «κι εσύ», έγραφε το μπράτσο μου. Το κοίταξα έντονα μπας και θυμηθώ πότε το έκανα και τι στο λύκο ήθελα να πω και τι να μείνει ανεξίτηλο στο σώμα μου γραμμένο.
Κι ενώ εγώ πάσχιζα να στύψω το μυαλό, άρχισαν να με πασπατεύουν χέρια. Ναι. Χέρια φυτρώναν γύρω μου και πάνω μου, άλλα στο στήθος, άλλα στις τσέπες, άλλα με χούφτωναν χυδαία, άλλα το στόμα να μου κλείνουν, άλλα γροθιές, άλλα τσιμπιές. Άλλα σφαλιάρες να συνέλθω και στόματα μετά ένα σωρό να ζητάνε άλλο ψωμί, άλλο νερό, άλλο φράγκα, άλλο λογαριασμούς, το ΑΦΜ, το ΑΜΚΑ μου, το PIN μου, το κλειδί για το συρτάρι, κάλτσες και καθαρό πουκάμισο, πού έχω τα ξυράφια μου. Και βγάζαν δόντια όλα αυτά τα στόματα και δάγκωναν το τατουάζ μου το καινούργιο σαν να θέλαν να το αφαιρέσουν.
Έπρεπε σίγουρα να σηκωθώ, να υπερασπιστώ αυτές τις δυο τις λέξεις. Πέντε γράμματα όλα κι όλα πάνω στο μπράτσο, μα ήθελα εκεί να μείνουν κι ας μην άρεσαν στα χέρια και στα στόματα. Ήταν δικά μου αυτά τα γράμματα, είχαν τον γραφικό μου χαρακτήρα και ήταν όλα όσα ήθελα να πω συμπυκνωμένα. Όλα εκεί χωρίς αποσιωπητικά, χωρίς ερωτηματικά, χωρίς τελεία
Κι ύστερα μου περάσαν ενδοφλέβια ορό κοινής λογικής και αποκαταστάθηκαν οι αρρυθμίες και θυμήθηκα, όχι εκείνα που πρεπε, θυμήθηκα συμβάσεις και κανόνες φορεμένους από πάντα και ξέχασα πώς είναι να κυκλοφορείς με πέλματα γυμνά και μ’ απλωτά τα χέρια να αγκαλιάζεις και να νιώθεις σπίτι όπου σε καλοδέχονται και πια φοράω μακριμάνικα.
Σήμερα χτύπησε την πόρτα μου η Ζωή. Την είδα απ’ το ματάκι μα δεν άνοιξα. Τι όμορφη που ήταν Θεέ μου. Κι εγώ δεν άνοιξα. Είχα καταρροή και πονοκέφαλο κι όλα να μοιάζουν άοσμα και άγευστα, άσε τη ναυτία. Τι μου φταιγε η Ζωή. Έκανα πως δεν είμαι μέσα. Σαν πέρασε η ώρα είδα από το παράθυρο με σπρέι το μήνυμά της στο ντουβάρι απέναντι και όταν μάζεψα τα ρούχα που είχα απλώσει μου είχε ψαλιδίσει όλα τα μανίκια.
Είπα πολλά πάλι. Με πιάνει μια φλυαρία ώρες ώρες.
Θα με συγχωρέσεις;