Ζητά το δίκιο της

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 21.01.22 ]

Animal farm

“ All animals are equal,

but some animals are more equal than others.”

Γεννήθηκα αγελάδα –ισχνή μεν, πλην όμως αγελάδα, της γνωστής οικογενείας των βοοειδών. Εκ φύσεως «χορτοφάγος», πλέον και εκ πεποιθήσεως. Απολαμβάνω τη βοσκή στα πράσινα λιβάδια. Τρυφερό χορτάρι για τα στομάχια μου και ήλιος ζεστός για τη χώνεψή μου. Σταβλίζομαι ωστόσο δίχως αντιρρήσεις. Γαλακτοπαραγωγός. Λάτρης του ταύρου, μολονότι ζωδιακά ιδιότροπος ως χαρακτήρας και ενίοτε ευερέθιστος, γι’ αυτό και όχι σπάνια καταλήγει μουνουχισμένο βόδι, προς πάχυνση, για να εξελιχθεί σε ικανότατο αριθμό burger συνοδεία δημοφιλούς αναψυκτικού προς χώνεψη και πάχυνση ειδών ευγενεστέρων. Γεννώ μοσχάρια. Όμορφα και γερά μοσχαράκια, κατ’ όνομα του γάλακτος. Δεν τα κοιτώ καθώς οδεύουν στο σφαγείο. Μόνο μασάω και αναμασάω το χορτάρι μου να κατεβάσω όλο το γάλα που χρειάζονται αυτά τα είδη τα ευγενή και τη σφαγή μου να αναβάλω. Καλά, τουλάχιστον, που έχω μεγαλώσει και δεν με προτιμούνε πια για να εκτονωθούν οι επιβήτορες.

Πέρασε κάποιος δίπλα μου. «Θεέ μου πόσο κουράστηκα», τον άκουσα να αναφωνεί, αλλά δεν σήκωσα κεφάλι από το μάσημα του χόρτου μου –γνωρίζω πια από πείρα ότι ακούραστα σκοτώνουνε σαν θέλουν. Άκουσα και τον ουρανό να απαντά «κι Εγώ. Έπρεπε να ξεκουραστώ μια μέρα πριν». Πάλι δεν σήκωσα κεφάλι, μόνο μουγκάνισα να δείξω ότι συμφωνούσα.

Κι ενώ μασούσα το χορταράκι μου την είδα να σηκώνει ανάστημα, τη φάρμα να αναστατώνει. Λεβέντισσα. Το πρόσωπό της καθαρό και αστραφτερή η ματιά. Ζητά το δίκιο της. Αφήνιασα κι εγώ, πέταξα τα ενώτια που μου ’χαν κρεμασμένα κι άρχισα να κλωτσάω.

Θα τη διαλύσω αυτή την κωλοφάρμα ή θα πεθάνω προσπαθώντας.