Χόρχε Λουίς Μπόρχες: Το τελευταίο ταξίδι του Οδυσσέα

[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 09.05.22 ]

Μετάφραση από τα ιταλικά, φιλολογική επιμέλεια: Φοίβος Γκικόπουλος

                    Πρόθεσή μου είναι να εξετάσω και πάλι, υπό το φως άλλων εδαφίων της Κωμωδίας, την αινιγματική αφήγηση που ο Δάντης βάζει στο στόμα του Οδυσσέα (Κόλαση, 26, 90-142). Στο απόκρημνο τοπίο εκείνου του κύκλου όπου τιμωρούνται οι δόλιοι, ο Οδυσσέας και ο Διομήδης καίνε αιώνια, μέσα στην ίδια «διπλοκέρατη» φλόγα. Παρακινούμενος από τον Βιργίλιο να πει με ποιο τρόπο βρήκε το θάνατο, ο Οδυσσέας αφηγείται ότι αφού έφυγε από την Κίρκη, που τον είχε κρατήσει για περισσότερο από ένα χρόνο στην Γκαέτα, ούτε η γλυκύτητα του γιου, ούτε η ευσπλαχνία που του ενέπνεε ο Λαέρτης, ούτε η αγάπη της Πηνελόπης μπόρεσαν να νικήσουν τη φλόγα που είχε μέσα του να γνωρίσει τον κόσμο και τα ελαττώματα και τις αρετές των ανθρώπων. Με το τελευταίο καράβι και με τους λίγους πιστούς συντρόφους που του απέμειναν, ανοίχτηκε στη θάλασσα. Γέροι πια, έφτασαν στα στενά όπου ο Ηρακλής είχε στεριώσει τις κολόνες του. Αυτό το όριο που ένας θεός είχε χαράξει στη φιλοδοξία ή στην τόλμη, παρακίνησε τους άντρες του να γνωρίσουν, μια που τόσο λίγο τους έμενε να ζήσουν, τη γη χωρίς ανθρώπους, τις άγνωστες θάλασσες στον αντίποδα. Τους θύμισε το σπέρμα τους, τους θύμισε ότι δεν γεννήθηκαν για να ζουν σαν ζώα, αλλά ν’ ακολουθήσουν την αρετή και τη γνώση. Προχώρησαν δυτικά και μετά νότια, κι είδαν όλα τ’ αστέρια του νότιου ημισφαίριου. Για πέντε μήνες αρμένιζαν στον ωκεανό, μέχρι που μια μέρα διέκριναν ένα σκούρο βουνό στον ορίζοντα. Τους φάνηκε ψηλό όσο κανένα άλλο, κι οι ψυχές τους γέμισαν χαρά. Αλλά γρήγορα αυτή η χαρά μετατράπηκε σε πόνο, γιατί σηκώθηκε ένας στρόβιλος που τους αναποδογύρισε το καράβι τρεις φορές, και την τέταρτη το βούλιαξε, όπως ο Άλλος θέλησε, ώσπου το πέλαγος έκλεισε πάνω τους.

                   Αυτή είναι η ιστορία του Οδυσσέα. Πολλοί σχολιαστές –από τον Ανώνυμο Φλωρεντινό ως τον Ραφαέλε Αντρεόλι- τη θεωρούν μια παρέκκλιση του συγγραφέα. Κατά την άποψή τους, ο Οδυσσέας και ο Διομήδης, δόλιοι σύμβουλοι, υποφέρουν στον κύκλο των δόλιων («Στη φλόγα τους το δόλο αυτοί θρηνούνε / για το άλογο», Κόλαση, 26, 58-59) και το ταξίδι του πρώτου δεν είναι παρά ένα διακοσμητικό στοιχείο. Ο Τομμαζέο αντίθετα αναφέρει ένα εδάφιο από το De civitate Dei, και θα μπορούσε να αναφέρει κι ένα άλλο που έγραψε ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, που αρνείται ότι οι άνθρωποι μπορούν να φτάσουν στο έσχατο σημείο της γης. Ο Καζίνι και ο Πιετρομπόνο, τέλος, αποσιωπούν το ιερόσυλο ταξίδι. Στην πραγματικότητα, το βουνό που διακρίνει ο Έλληνας προτού τον θάψει η άβυσσος είναι το άγιο όρος του Καθαρτήριου, απαγορευμένο στους θνητούς («Φτάσαμε πια στο ερημικό ακρογιάλι / που πώποτε δεν είδε στα νερά του / να πλέει ψυχή και πίσω να γυρνάει», Καθαρτήριο, 1, 130-133). Σωστά παρατηρεί ο Ούγκο Φρίντριχ: «Το ταξίδι ολοκληρώνεται με μια καταστροφή που δεν είναι το πεπρωμένο ενός ναυτικού, αλλά ο λόγος του Θεού» (Ο Οδυσσέας στην Κόλαση, Βερολίνο, 1942).

                   Ο Οδυσσέας αφηγούμενος το κατόρθωμά του, το χαρακτηρίζει απερίσκεπτο («τρελό»). Στο εικοστό έβδομο τραγούδι του Παράδεισου υπάρχει μια παραπομπή στο ταξίδι του Οδυσσέα («έβλεπα το διάβα / γαύρο του Δυσσέα», Παράδεισος, 27, 82-83). Το επίθετο είναι το ίδιο που χρησιμοποιεί ο Δάντης, στο σκοτεινό δάσος, στη φοβερή πρόσκληση του Βιργίλιου («φοβούμαι τρέλα ο τέτοιος ερχομός μου», Κόλαση, 2, 35), και η επανάληψή του είναι ηθελημένη. Όταν ο Δάντης φτάνει στην ακτή που βλέπει ο Οδυσσέας πριν πεθάνει, λέει ότι κανείς δεν μπόρεσε να διασχίσει εκείνα τα νερά και να γυρίσει πίσω. Μετά διηγείται ότι ο Βιργίλιος τον δένει με ένα βούρλο, «ως Άλλος θέλησέ το» (Κόλαση, 26,141): είναι οι ίδιες λέξεις που χρησιμοποιεί ο Οδυσσέας για να δηλώσει το τραγικό του τέλος. Ο Κάρλο Στάινερ γράφει: «Ο ποιητής σίγουρα σκέφτηκε τον Οδυσσέα, ναυαγό σ’ εκείνη την ακτή. Αλλά ο Οδυσσέας θέλησε να φτάσει μόνο με τις δικές του δυνάμεις. Ο Δάντης, σαν άλλος Οδυσσέας, γεμάτος ταπεινοφροσύνη, γεμάτος εμπιστοσύνη στο Θεό, σαν νικητής πάνω στην ίδια ακτή, εκεί που τον οδήγησε η φωτισμένη σκέψη της θείας χάριτος». Την ίδια άποψη επαναλαμβάνει και ο Ογκύστ Ρουέγκ (Από την άλλη πλευρά των εντυπώσεων για τον Δάντη, 2, 114): «Ο Δάντης είναι ένας τυχοδιώκτης όπως ο Οδυσσέας, ακολουθεί απάτητα μονοπάτια, εξερευνεί κόσμους που κανένας άλλος δεν γνώρισε και έχει στόχο τους πιο δύσκολους και μακρινούς προορισμούς. Εδώ όμως εξαντλείται η σύγκριση. Ο Οδυσσέας επιλέγει με δικό του κίνδυνο και ρίσκο απαγορευμένες περιπέτειες, ο Δάντης αφήνει να τον οδηγήσουν ανώτερες δυνάμεις».

                   Μια τέτοια διάκριση επιβεβαιώνεται από φημισμένα εδάφια της Κωμωδίας. Ένα είναι εκείνο όπου ο Δάντης δεν θεωρεί τον εαυτό του άξιο να επισκεφθεί τους τρεις εξωγήινους κόσμους («Δεν είμαι Αινείας εγώ, δεν είμαι Παύλος», Κόλαση, 2, 33), και ο Βιργίλιος του αποκαλύπτει την αποστολή που του εμπιστεύθηκε η Βεατρίκη. Το άλλο είναι εκείνο όπου ο Κατσιαγκουίντα τον παρακινεί να δημοσιεύσει το ποίημα (Παράδεισος, 17, 100-142). Μπροστά σε τέτοιες μαρτυρίες φαίνεται παράλογο να αποδώσουμε ίδια αξία στις περιηγήσεις του Δάντη, που οδηγούν στο θείο όραμα και στο καλύτερο βιβλίο που γράφτηκε από άνθρωπο, και στην ιερόσυλη περιπέτεια του Οδυσσέα, που καταλήγει στην Κόλαση. Αυτή η πράξη μοιάζει με το αντίστροφο της άλλης.

                   Παρ’ όλ’ αυτά, ένα τέτοιο θέμα συνεπάγεται ένα λάθος. Η πράξη του Οδυσσέα είναι αναμφίβολα το ταξίδι του Οδυσσέα, γιατί ο Οδυσσέας άλλο δεν είναι από το αντικείμενο στο οποίο προσάγουμε εκείνη την πράξη, αλλά η πράξη ή το κατόρθωμα του Δάντη δεν είναι το ταξίδι του Δάντη, αλλά η πραγματοποίηση του βιβλίου του. Το γεγονός είναι προφανές, αλλά τείνουμε να το ξεχάσουμε, γιατί η Κωμωδία είναι γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο, κι ο άνθρωπος που έχει πεθάνει μπαίνει σε δεύτερη μοίρα από τον αθάνατο πρωταγωνιστή. Ο Δάντης ήταν θεολόγος. Πολλές φορές η συγγραφή της Κωμωδίας θα του φαινόταν όχι λιγότερο επίπονη, ίσως όχι λιγότερο επικίνδυνη και μοιραία, από το τελευταίο ταξίδι του Οδυσσέα. Είχε τολμήσει να επινοήσει μυστηριώδη τεχνάσματα που η πένα του Αγίου Πνεύματος μόλις υπαινίσσεται. Η πρόθεση μπορούσε να περικλείει και μια ενοχή. Είχε τολμήσει να θεωρήσει τη Βεατρίκη Πορτινάρι σχεδόν όμοια με την Παρθένο και τον Ιησού[1]. Είχε τολμήσει να προφητέψει τις αποφάσεις της αλάθητης Θείας Δίκης, άγνωστες ακόμη και στους μακάριους. Είχε κρίνει και καταδικάσει σιμωνιακούς ποντίφικες και είχε σώσει την ψυχή του αβερροϊστή Σιγγέρη, που είχε διαδώσει τη θεωρία του κυκλικού χρόνου[2]. Πόσες αγωνίες για τη δόξα, την τόσο εφήμερη! «Του κόσμου η φήμη, φύσημα του αγέρα / που πότε εδώθε, πότε εκείθε πνέει / κι όνομα αλλάζει, αλλάζοντας και τόπο» (Καθαρτήριο, 11, 100-102).

                   Επιδοκιμαστικά ίχνη αυτής της αντίφασης υπάρχουν στο κείμενο. Ο Κάρλο Στάινερ αναγνωρίζει ένα στο διάλογο όπου ο Βιργίλιος νικά τους φόβους του Δάντη και τον παρακινεί ν’ αρχίσει το απίστευτο ταξίδι του. Γράφει ο Στάινερ: «Αυτή η συζήτηση που, ποιητική αδεία, γίνεται με τον Βιργίλιο, στην πραγματικότητα συμβαίνει στη συνείδηση του Δάντη, προτού φτάσει στη σύνθεση του ποιήματος... Και αντιστοιχεί με την άλλη του δέκατου έβδομου τραγουδιού του Παράδεισου με τον Κατσιαγκουίντα, που αφορά αντίθετα τη δημοσίευσή του. Από τη στιγμή που συνέθεσε το έργο, μπορούσε να το δημοσιεύσει και να προκαλέσει το θυμό των εχθρών του; Και στη μία και την άλλη συζήτηση κέρδισε η καλή συνείδηση της αξίας του και ο υψηλός στόχος στον οποίο σκόπευε» (Κωμωδία, 15). Σ’ αυτά τα εδάφια ο Δάντης θα συμβόλιζε λοιπόν μια πνευματική σύγκρουση. Εγώ θα έλεγα ότι τη συμβόλισε, ίσως και χωρίς να το επιθυμεί και χωρίς να το υποστηρίζει, στην τραγική ιστορία του Οδυσσέα, και σε μια τέτοια συγκινησιακή φόρτιση οφείλει τη φοβερή του δύναμη. Ο Δάντης υπήρξε Οδυσσέας και κατά κάποιο τρόπο μπόρεσε να φοβηθεί την τιμωρία του Οδυσσέα.

                   Μια τελευταία παρατήρηση. Πιστές στη θάλασσα και τον Δάντη, οι δύο λογοτεχνίες στην αγγλική γλώσσα, δέχτηκαν μια κάποια επίδραση από τον δαντικό Οδυσσέα. Ο Έλιοτ (και πριν απ’ αυτόν ο Άντριου Λανγκ κι ακόμη πιο πριν ο Λονγκφέλλοου) υπαινίχθηκε ότι από αυτό το δοξασμένο αρχέτυπο προχωρεί ο θαυμαστός Οδυσσέας του Τέννυσον. Ακόμη δεν έχει ερευνηθεί, απ’ όσο γνωρίζω, μια πιο βαθιά σχέση, εκείνη του Οδυσσέα της Κόλασης μ’ έναν άλλο άτυχο καπετάνιο: τον Αχάμπ του Μόμπυ Ντικ. Αυτός, όπως εκείνος, κατασκευάζει το αμάρτημά του με ολονυχτίες και κουράγιο. Το κεντρικό θέμα είναι το ίδιο, η κατάληξη η ίδια, τα τελευταία λόγια είναι σχεδόν τα ίδια. Ο Σοπενχάουερ έγραψε ότι στη ζωή μας τίποτε δεν είναι ακούσιο. Και οι δύο ιστορίες, μέσα από αυτή τη θαυμάσια άποψη, είναι η διαδικασία μιας απόκρυφης και περίπλοκης αυτοκτονίας.

   Επίλογος του 1981

 Ειπώθηκε ότι ο Οδυσσέας του Δάντη προοιωνίζει τους περίφημους εξερευνητές που μερικούς αιώνες αργότερα θα έφταναν στις ακτές της Αμερικής και της Ινδίας. Αιώνες πριν τη συγγραφή της Κωμωδίας, αυτός ο ανθρώπινος τύπος ήταν ήδη γνωστός. Ο Έρικ ο Κόκκινος ανακάλυψε τη Γροιλανδία γύρω στα 985. Ο γιος του Λέιφ, στις αρχές του 11ου αιώνα, έφτασε στον Καναδά. Ο Δάντης δεν μπορούσε να γνωρίζει αυτά τα γεγονότα. Ο Σκανδιναβός φαίνεται να μένει μυστηριώδης, σαν ένα όνειρο.

 (Για τα εδάφια της Θείας Κωμωδίας που αναφέρονται στο κείμενο, ακολουθήσαμε πιστά τη γνωστή μετάφραση του Νίκου Καζαντζάκη, εκδόσεις Ελένης  Καζαντζάκη, Αθήνα 1962).

 



[1] Βλ. Τζιοβάννι Παπίνι, Ο Δάντης ανάμεσά μας, 3, 34.

[2] Βλ. Μωρίς ντε Βουλφ, Ιστορία της μεσαιωνικής φιλοσοφίας.