Τραγούδα στις Σειρήνες

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 01.05.23 ]

Θα σου πω. Θα σου πω ό,τι κατάλαβα κι ό,τι -νομίζω- ξέρω (έμαθα δηλαδή, αφού κανένας δεν γεννιέται μαθημένος). Θα σου πω, γιατί σιχαίνομαι αυτούς που ξέρουν και δεν λένε κι ό,τι μαθαίνουν το κρατάνε διπλοκλειδωμένο, θαρρείς και θ’ αυγατίσει (και δεν μιλάω για κουτσομπολιά, κι εγώ τα απεχθάνομαι, παρόλο που δεν είμαι ακόμα ούτε μακάρια ούτε μακαρίτισσα). Άκου λοιπόν, αν έχεις διάθεση ν’ ακούσεις και λίγη ώρα να σκοτώσεις.

Σου έχουν πει για τις Σειρήνες κι άλλοι, πως τάχα το τραγούδι τους μαγευτικό και επικίνδυνο και έχεις διαβάσει στο σχολειό και για το τέχνασμα του Οδυσσέα μας που βούλωσε με το κερί το απαλομάλαχτο τ’ αυτιά όλων των συντρόφων και δέθηκε εκείνος στο κατάρτι, κρατώντας την απόλαυση του τραγουδιού για πάρτη του, ενώ οι άλλοι τράβαγαν κουπί (σαν όλους τους κουφούς -με την έννοια της κωφότητας του «Αστικού» μας Κώδικα). Εγώ δεν θα σου πω γι’ αυτά. Πως είναι τάχα οι Σειρήνες της θάλασσας δαιμόνισσες, κόρες του Αχελώου ποταμού, από το αίμα του το πληγωμένο γεννημένες και κάποιας Μούσας (αμφισβητούμενη η μητρότητα! Άλλο και τούτο!). Μα θα σου πω ότι για να γλιτώσεις από δαύτες ούτε τ’ αυτιά σου να βουλώσεις ούτε και στο κατάρτι να δεθείς. Για να γλιτώσεις πιάσε το τραγούδι. Δεν χρειάζεται να έχεις πάει ωδείο ούτε και είναι απαραίτητο καλλίφωνος να είσαι. Τραγούδα μόνο. Το δικό σου το τραγούδι. Με τη δική σου τη φωνή. Κάτι απ’ τα παιδικά σου χρόνια, ίσως. Από της εφηβείας σου τις μελωδίες. Κάποιο νανούρισμα που σκάρωσες για να κοιμήσεις το μωρό σου τα ανήσυχά του βράδια. Το μοιρολόι της βαβούσιως σου πάνω απ’ του πάππου σου το μνήμα. Ένα ρεμπέτικο, μπορεί, που σου φερε δάκρυα στα μάτια ένα βράδυ μεθυσμένο ή ένα νησιώτικο που χόρεψες σε κάποιο πανηγύρι. Θυμήσου και τραγούδα το. Και να φαλτσάρεις μη σε νοιάζει διόλου. Δεν κάνουμε διαγωνισμό εδώ, ξυπνάμε την ψυχούλα μόνο. Και καραφάλτσος να ‘σαι, να δεις πόσο ωραίο θ’ ακουστεί καθώς οι εικόνες στου μυαλού και στης καρδιάς σου τα συρτάρια θα αναδύονται και θα τινάζουν από πάνω τους της λησμονιάς τη σκόνη και τις φωνητικές χορδές σου θα δονούν κι απ’ του Ορφέα την άρπα ακόμα πιο γλυκά. Και θα σιγήσουν οι Σειρήνες να σ’ ακούσουν και θα θαυμάσουν, γιατί τραγουδάει κάποιος που έζησε την κάθε νότα, που ζει ακόμα και που έχει τη δύναμη μ’ αυτές να φτιάξει τη δική του μελωδία.

Τραγούδα το τραγούδι σου, με τη δική σου τη φωνή. Να δεις ότι και πολυφωνικό μπορεί να γίνει γιατί είμαστε πολλοί που μας κοζάρουν οι Σειρήνες για το γεύμα τους. Κι εμείς μπορούμε σ’ όλους να τη σπάσουμε κι αν τη βγάλουμε καθαρή, μέχρι το βράδυ μπορεί να ρίξουμε κοτόπουλα στα κάρβουνα (ή ζαρζαβάτια για τους χορτοφάγους).

Και τώρα τρέχω, ίσα που προλαβαίνω να φτιάξω το μαγιάτικο στεφάνι μου με δάχτυλα που ανθίζουν αγριολούλουδα με χρώματα μεθυστικά κι αρώματα. Αν αργήσω φύλαξε καμιά φτερούγα και για μένα.