Το ρέμα
[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 10.12.17 ]Το σπίτι του δασκάλου, κολλητό πλάι στο σχολείο, που τους είχε παραχωρηθεί, βρισκόταν απέναντι από ένα ρέμα. Ανάμεσα στο σπίτι και το ρέμα μεσολαβούσε ένα κοτέτσι. Στην ουσία, ένας περιφραγμένος πευκώνας, όπου ο δάσκαλος και πατέρας της, είχε στεγάσει και το… πολύτιμο κοτέτσι! Η χαρά της ήταν να το κατηφορίζει μόνη της, ή και κρατώντας το χέρι του πατέρα για να μαζέψει τ’ αυγά και να ταΐσει τα πουλιά.
Το σκιαζόταν εκείνο το ρέμα, που μεσολαβούσε ανάμεσα στο κοτέτσι τους και την απέναντι ρούγα. Όταν έδυε ο ήλιος και το σκοτάδι κατέβαινε σιγά-σιγά, τίποτα δε σιγούρευε την αθωότητά του! Έμοιαζε όλοι οι θρύλοι, και οι παραμυθίες με νεράιδες και ξωτικά, να ξαναζωντανεύουν και να απαιτούν… Να απαιτούν τι; Εκεί συνήθως το έβαζε στα πόδια, προς τη σιγουριά του σπιτιού της.
Η απέναντι ρούγα πάλι… Ήταν ένα άλλο μυστήριο. Ήταν σαν το ρέμα, να χώριζε το χωριό στα δυο. Από τη μια οι -ας πούμε- «έχοντες», από την άλλη, οι «παρακατιανοί». Η αλήθεια είναι πως όλη η φτωχολογιά, μαζεμένη εκεί, σε κάτι χαμόσπιτα, αετοφωλιές σε απόκρημνη ράχη, με τις στάνες γρατσαλωμένες σε κάτι άγονες μεριές, όπου χωράφια δε φτουρούσαν ούτε για «ζήτω» -όπως έλεγε η νόνα της-. Κατέβαιναν λοιπόν από κείνες τις αφιλόξενες μεριές, και τα παιδιά τους, οι συμμαθητές της, για το σχολειό, αλλά προπάντων για το συσσίτιο, την «καλή όρεξη», που δινόταν καθημερινά στο υπόγειο του σχολείου, σπουδαίο κίνητρο είναι η αλήθεια για τα ξενηστικωμένα φτωχόπαιδα, όπου η μόρφωση από μόνη της, δεν θα αποτελούσε σίγουρα αιτία, για να παρατάνε τις κτηνοτροφικές, αλλά και άλλες δουλειές του μόχθου.
Η Χαρίκλεια, ήταν ένα απ’ αυτά τα παιδιά. Με τη μύξα κολλημένη μόνιμα στα ρουθούνια σχεδόν όλο το χειμώνα, τα γυμνά της ακριδοπόδαρα να τρεμοκουκουράνε συνεχώς πριν μπουν στην τάξη πολλές φορές, ροβολούσε στο σχολειό, δίχως καν τα απαραίτητα!
«Πού είναι η τσάντα σου Χαρίκλεια;», της έλεγε η δασκάλα.
«Την άφηκα στη στάνη χτε βράδυ και τη μαγαρίσανε τα ζα», απαντούσε εκείνη με πλήρη αθωότητα.
Και σαν την έβλεπαν, πεινασμένο ζωάκι να ορμάει πάνω στο πιάτο της το μεσημέρι στο συσσίτιο: « Τι φαΐ φάγατε χτες την Κυριακή στο σπίτι σας Χαρίκλεια;» «Τραχανά με λίγο μπέρδεμα! Έφαγα το μπέρδεμα και παράτησα τον τραχανά. Κι η μάνα μ’ με κοπάνησε». Γιατί το «μπέρδεμα» βεβαίως ήτανε το κρέας.
…………………………………………………………………………………..
Στη δασκαλοκόρη άρεσε να «μπαίνει» με τη φαντασία της, στη ζωή των άλλων. Αυτό, αποτελούσε την πιο αγαπημένη της απασχόληση, όταν έκλεινε τη γνώση της ημέρας στη σχολική της σάκα. Κι όταν αυτό δε γινόταν μέσα από τα μυθιστορήματα που ξεκοκκάλιζε δίπλα στη στιά , γινόταν με το βλέμμα στραμμένο στην απέναντι ρούγα. Γιατί αυτή είχε το «ζουμί». Η άλλη η δική της –ας πούμε- ήταν αδιάφορη και ήσυχη, σαν την ευπρέπεια. Αντίθετα από την άλλη, τη διαφορετική, όπου οι φωνές, τα «σκουσμάρια» -όπως τα λέγανε- δίναν και παίρναν. Συχνά, κατέληγαν σε καυγάδες, κι όταν το πράγμα χόντραινε, ούτε κι εκείνη ήθελε ν’ ακούει τη συνέχεια. Γιατί τα κλάματα της Χαρίκλειας και των αδερφών της, της τρυπούσαν την καρδιά.
Τη γριά Κατίγκω, τη μάνα των κοριτσιών σπάνια τη βλέπανε από τη δική της μεριά. Γριά. Γριά δεν ήταν, έτσι όμως τη λέγανε, σαράντα τόσο χρονώ γυναίκα, σγουφτή, μαραγκιασμένη από τα βάσανα και τα δέκα περίπου παιδιά που από τα δεκαπέντε της, αράδιαζε το ένα μετά το άλλο. Παρόμοιας κοπής κι ο σύζυγος, αυτός χειρότερα από κείνη, καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερος, ουδέποτε εμφανιζόταν σε «κόσμου κοινωνία», βατοκρυμμένος, σαν που ’λεγε η νόνα της.
Από την ασφάλεια λοιπόν της ταχτοποιημένης τους ζωής, αυτής και των ομοίων της, παρακολουθούσε το δασκαλοπαίδι την «άλλη ζωή», τη δύσκολη και διαφορετική, και έπλεκε στο μυαλό της τις περιπέτειες ενός κόσμου αλλιώτικου. Πώς ταίριαξε την περίοδο εκείνη την ιστορία της Φραγγογιαννούς με κείνη της Κατίγκως και των παιδιών της, ούτε που το κατάλαβε! Να έφταιγε ίσως το αγγελοπαρμένο πρόσωπο της γυναίκας που έμοιαζε να μη φοβάται ανθρώπου μάτι; Μήπως πάλι το κατσικίσιο της πήδημα από ράχη σε ράχη, καθώς σαλάγαγε τα δικά της τα ζωντανά, της θύμιζε το αλαφιασμένο ροβόλημα της ηρωίδας του Παπαδιαμάντη, καθώς έτρεχε να ξεφύγει από τους χωροφυλάκους; Ή μήπως πάλι οι κρυφές κουβέντες που έτυχε να πάρει ένα βράδυ τ’ αυτί της από τους γονείς της, είχαν συμβάλλει πιο πολύ;
«Ξεγεννάει κι η ίδια. Είχε μάθει από τη μάνα της που ήτανε μαμή», έλεγε η μάνα της ψιθυριστά. Και συνέχιζε με τρόπο που μόλις ακουγόταν «Βέβαια, ξέρεις για ποιες περιπτώσεις»!
«Σαχλαμάρες. Μην ακούς τι λένε», την απόπαιρνε ο πατέρας της που το κουτσομπολιό δεν το είχε με τίποτε.
«Τα μωρά τα… Άσε. Και μετά στο ρέμα. Ούτε να το σκέφτομαι. Να τα φαν τα σκυλιά».
…………………………………………………………………………………………….
Η Άνοιξη είχε μπει για τα καλά, ο τόπος είχε πρασινίσει. Κι αυτή δε χρειαζόταν πια, να «βάζει αυτί», ο κόσμος πλέον έβγαινε έξω, άνθρωποι και ζώα, έσμιγαν τις φωνές τους στην ύπαιθρο. Από τότε που οι κρυφοκουβέντες των γονιών της τής επιβεβαίωναν κατά έναν τρόπο κάποιες μαγικές, διαβολικές υπερδυνάμεις της Κατίγκως, την παρατηρούσε μ’ έναν τρόπο εμμονικό. Κι αυτή και τα κορίτσια της, καθώς τα σερνικά, πολύ λιγότερα από τα θηλυκά, ακολουθούσαν τον πατέρα τους στις δουλειές. Κι από τη Χαρίκλεια, τη μοναδική που έρχονταν σχολείο προσπαθούσε να μάθει «νέα». Έτσι, έμαθε και για τη μεγάλη, την αδερφή της τη δεκαπεντάχρονη Μέλπω.
«Η μάνα την κοπανάει γιατί τρώει κρυφά κι επρήστη η κοιλιά της. Βρώμα την ανεβάζει, βρώμα την κατεβάζει», της είπε μια μέρα με θλιμμένα μάτια, η φιλενάδα. «Της έφτιακε και κάποια βοτάνια, να πει να ξεπρηστεί. Αλλά εδαύτη τίποτα. Όσο πάει και πρήσκεται χειρότερα»
…………………………………………………………………………………………..
Το βράδυ που η Κατίγκω ξεγέννησε την κόρη της, ήταν θέρος, του Αγιαννιού. Τα σχολεία είχαν κλείσει, τα ξενύχτια επιτρέπονταν και για τα παιδιά της ηλικίας της, ως ένα βαθμό. Είχαν ξένους στο σπίτι, τους είχαν «τραπέζι» , αλλά αυτή κατά το συνήθειο της είχε βγει στην πίσω μεριά κατά το ρέμα. Φεγγάρι ολόγιομο, χαρά θεού. Και τότε άκουσε τη φωνή. Αλλόκοτη, έσκιζε τον αέρα. Δεν ήταν βογγητό πόνου, ούτε απελπισίας, ήταν κάτι πέρα απ’ αυτά. Σα να άνοιγε στη μέση η νύχτα. Έτσι της φάνηκε στ’ αυτιά. Και σιμά σ’ αυτό η στριγκή φωνή της Κατίγκως, αυτή τη γνώρισε αμέσως.
«Βγάλ’ το σκασμό μωρή πούργα. Και θα στο δώσω να το φας το μπαστάρδι αποσπερού»
Ήταν σα να την χτύπησε κεραυνός την ίδια. Έτσι διπλωμένη στα δυο, σα να πονούσε αυτή, με βουλωμένα τ’ αυτιά να μην ακούει. Να μην ακούει τι; Τη ζωή που ερχόταν μ’ αυτό τον τρόπο; Το κλάμα του νιογέννητου που δεν πρόλαβε ν’ αποσώσει; Τη ζωή που διακόπηκε αμέσως μετά, στη σιγαλιά της νύχτας; Ή τον ξεψυχισμένο θρήνο «Μάνα το παιδί. Δώσ’ μου το μια στάλα»!
……………………………………………………………………………………………
Μέρες μετά, πλακώσαν οι χωροφυλάκοι και στο δικό τους χωριό.
Τα υπόλοιπα τα συζητούσαν όλο το καλοκαίρι. Το νιογέννητο, μισοφαγωμένο απ’ τα σκυλιά, το βρήκαν οι χωρικοί. Η μάνα του η Μέλπω, δεν έβγαλε πέρα τη λεχωνιά, ξεψύχησε κάποια βράδια μετά, αφού την πήγαν στο νοσοκομείο. Είχε χάσει πολύ αίμα. Λέγανε.
Και η φίλη της Χαρίκλεια, δεν ξαναφάνηκε στη δική τους ρούγα ποτέ. Αφού η μάνα της πια θα φύλαγε τη φυλακή, αυτή έπρεπε να φυλάξει τα μικρότερα παιδιά. Κορίτσια τα περισσότερα.
……………………………………………………………………………………………
Κι αυτή. Δεν ξανακοίταξε κατά το ρέμα. Ακόμη κι όταν κατέβαινε με τον πατέρα της να μαζέψει τ’ αυγά, αμίλητη και σοβαρή, δε σήκωνε το βλέμμα κατά κει.
Μια μόνο φορά, καθώς απομακρυνόταν νόμισε πως άκουσε κλάμα μωρού να έρχεται από το ρέμα. Αλλά ο μπαμπάς της γύρισε και της είπε: «Κάποια γάτα θα γέννησε απόψε»
Πιθανές άγνωστες λέξεις
Γρατσαλωμένες: γραπωμένες
Τρεμοκουκουράνε: τρέμουν από το κρύο
Στια: φωτιά (εστία)
Σκουσμάρια: φωνές
Βατοκρυμμένος: άνθρωπος ακοινώνητος
Αγγελοπαρμένη: αλλοπαρμένη
Πούργα: παλιογυναίκα
Αποσπερού: απόψε