Τι να έγινε ο ποιητής;

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 17.02.22 ]

Δεν βγαίνω στην αυλή μου τον χειμώνα, μου είπε. Τον αφήνω να κάνει τη δουλειά του. Αυτό που ξέρει. Ούτε τα φύλλα μαζεύω. Περνάει καμιά φορά η Αλεξάνδρα, ο άγγελος του Γκρέκο (έτσι δεν τη λες;) και χορεύει ανάμεσά τους. Εγώ βγαίνω μετά, όταν τελειώσει, κι αναλαμβάνω να φυτέψω τα καινούργια. Αγάπανθους, μυοσωτίδες και χρυσαλιφούρφουρα. Παραξενιές! Τι να κάνουμε; Διεκδικώ να είμαι όσο παράξενη γουστάρω, γι’ αυτό με κάνεις και παρέα. Πιες τον καφέ σου τώρα κι άμα θες σου τον «γυρίζω» κιόλας, είπε και τράβηξε μια ρουφηξιά. Δεν ήθελα.

Φεύγοντας είδα στην αυλή της πουλί νεκρό πάνω στο χώμα. Μονάχα το ένα του φτερό είχε μείνει σαν βεντάλια σακατεμένη. Κάποιο παιδί; Μια γάτα ίσως; Αυτοπροσώπως ο χειμώνας ή ερασιτέχνης άνθρωπος; Ποιος ξέρει;

Έσκυψα. Το πήρα στα χέρια μου. Μονάχα το ένα το φτερό είχε απομείνει από το άλλοτε πουλί. Δηλωτικό για την ταυτότητα ή την καταγωγή, κανένα. Μονάχα ένα φτερό σακατεμένο. Έσκαψα με τα δάχτυλα το χώμα, να το σκεπάσω, να μην το δει όταν αποφασίσει πως είναι ώρα να βγει στην αυλή της. Να μην το δει η Αλεξάνδρα αν έρθει να χορέψει μες στον κήπο. Εσύ τι θα ’κανες;

Ποιητές Φτωχοί λαθρεπιβάτες πάνω στις φτερούγες των πουλιών

την ώρα που πέφτουν χτυπημένα.

έγραφε στα χειρόγραφα του φθινοπώρου ο Λειβαδίτης.

Τι να έγινε άραγε ο ποιητής; Γλίτωσε αυτός τουλάχιστον;

Μη με ξυπνήσεις. Δεν θα πάω για δουλειά.