Τα λαγουδάκια

[ Αθηνά Παπανικολάου / Ελλάδα / 04.03.22 ]

Δίπλα της είχε μόνιμα τη βαλίτσα. Ανοίξτε την παρακαλώ, είπε με βλοσυρό βλέμμα ο οπλισμένος συνοριοφύλακας. Έσυρε αργά, κουρασμένα το φερμουάρ και σήκωσε το καπάκι της. Ξαφνικά κίτρινο φως ξεχύθηκε από τα σπλάχνα της, πλημμύρισε το μικρό φυλάκιο κι έκανε τον φρουρό να πισωπατήσει τρομαγμένος. Αμέτρητοι ηλίανθοι αιωρήθηκαν στον αέρα γέρνοντας τα κίτρινα πρόσωπά τους στον στρατιώτη, ολόχρυσα στάχυα υποκλίνονταν και μαζεύονταν σε θημωνιές στις αραχνιασμένες γωνίες, εκατοντάδες λουλούδια λιβάνιζαν κάνοντας πηχτό τον αέρα που ανάσαινε μέσα στο κράνος του.

Τέτοιο πράγμα δεν είχε ξαναζήσει στη ζωή του ο φρουρός. Κιτρίνισε κι ο ίδιος από το απροσδόκητο θέαμα. Δέος, φόβος τον κατέλαβε. Δεν ήξερε τι να πει και πώς να αντιδράσει.

Πάνω στην πρώτη σειρά τακτοποιημένα τα ζιπουνάκια, τα πλεχτά γαλάζια σοσόνια με τις πλουμιστές φουντίτσες για δέσιμο κι οι σελτέδες για το άλλαγμα της πάνας. Κάτω από αυτά, διπλωμένα με τάξη μοσχοβολούσαν σαπούνι τα σεντόνια της κούνιας. Χοροπηδούσαν πάνω τους τα απλικαρισμένα λαγουδάκια, άλλα μασουλούσαν όρθια στα πίσω πόδια τα καρότα τους κι άλλα κρύβονταν μέσα στα στάχυα ή ζευγάρωναν στις μικρές μαξιλαροθήκες, τις στολισμένες με δαντέλα και άγρια άνθη στη θέση που το μωρό θα ακουμπούσε το κεφαλάκι του.

Εννιά μήνες κεντούσε η Λουντμίλα τους απέραντους αγρούς της πατρίδας της. Ηλίανθοι, παπαρούνες, νάρκισσοι κι ανεμώνες, άγριες τριανταφυλλιές και σμέουρα, χωράφια με κριθάρι και καλαμπόκια, νυφίτσες και λαγοί, κοκοράκια της αυλής κι αλεπούδες των βουνών, δάση και ποτάμια, ο ίδιος ο Δνείπερος είχε απλώσει τα καθαρά νερά του στο πάπλωμα που τα χέρια της είχαν ράψει και τώρα το κρατούσαν σφιχτό μπογαλάκι κουνώντας το πέρα δώθε. «Νάνι νάνι, κοιμήσου Σάσουσκα, κοιμήσου μικρό μου, μην κλαις άλλο, νάνι νάνι…»

Το διαβατήριο του παιδιού, είπε ο στρατιώτης, μισότυφλος απ’ την κίτρινη εισβολή.

Η Λουντμίλα έχωσε το χέρι της στη βαλίτσα, ανασήκωσε τα μωρουδιακά κι έβγαλε μια κουδουνίστρα με τρία χρώματα, τρεις σφαίρες γεμάτες μικρούς κάλυκες που ηχούσαν σε κάθε της τραγούδι. Πάρε, του είπε γελώντας, κι εκείνος έγειρε και ξάπλωσε σε άλικο χαλί, σπαρμένο με όλα τα άνθη.

Η Λουντμίλα τώρα τραγουδούσε το νανούρισμα που έλεγε στον γιο της το βράδυ που έπεσε η ρουκέτα, πέρα μακριά, ανατολικά του Δνείπερου, τη νύχτα που δραπέτευσαν από το δάσος λουλούδια, πουλιά, λαγοί και αλεπούδες παίρνοντας μαζί τους και τον δικό της Σάσουσκα.

Στα μάτια του φρουρού, πριν κλείσουν για πάντα, πετάρισε ένα πουλί και σαν να του φάνηκε για λίγο, για ένα μόλις δευτερόλεπτο, πως ένας λαγός πηδούσε πάνω κάτω στο στήθος του.