Τα 16 δις δραχμές που αγόρασαν τις εκλογές του 2000

[ ARTI news / Ελλάδα / 14.02.19 ]

Ο Κ. Σημίτης και το ΠΑΣΟΚ κέρδισαν τις εκλογές του 2000 ανατρέποντας τα προγνωστικά. Ποιο ρόλο, άραγε, έπαιξαν σ’ αυτό τα 16 δις δραχμές που οι εταιρίες χορήγησαν στο τότε κυβερνών κόμμα σύμφωνα με τον Θ. Τσουκάτο; Καθοριστικό. Αλλά τότε, αφού η εκλογική διαδικασία είναι σικέ, για ποια δημοκρατία μιλάμε;

Ε, λοιπόν, το χρήμα κερδίζει τις εκλογές. Το λέγαμε από παλιά, αναφέροντας όσα συμβαίνουν στις ΗΠΑ. Οι εκλογές δεν έχουν κανένα νόημα, επισημαίνει εδώ και πολλά χρόνια ο Νόαμ Τσόμσκι, γιατί η αντιπροσώπευση εξαντλείται μόνο στην εκπροσώπηση των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων.

Έτσι, η ρουσωική θέση «για μία κυβέρνηση του λαού από το λαό για το λαό» στη σημερινή εποχή είναι μέγας μύθος, καθώς δεν εκλέγει ο λαός –για την ακρίβεια το εκλογικό σώμα- αλλά εκείνοι που καταφέρνουν να εξαγοράσουν τα «πακέτα ψήφων» των «κάτω», δηλαδή οι πλούσιοι. Αυτό δεν το λέμε εμείς, αλλά ο Λέστερ Θόροου, σύμβουλος του Μπιλ Κλίντον.

Από την πλευρά του ο οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν θεωρεί ότι το πολιτικό σύστημα λειτουργεί συνολικά «προς όφελος λίγων μεγάλων συμφερόντων». Ο πολιτικός ανταγωνισμός έχει καταστεί πλέον ένας ανταγωνισμός στη διαφθορά(όχι δεν μιλάει για την Ελλάδα ο Κρούγκμαν αλλά για τις ΗΠΑ, οι οποίες τελικά θα αναγορεύσουν πρόεδρο έναν από τους «πάνω», έναν δικό τους, τον Τραμπ). Για να υπάρξει ο ανταγωνισμός στη διαφθορά χρειάζονται μηχανισμοί-θεσμοί και μία κουλτούρα διακομματικής διαχείρισης της διαφθοράς. Αυτό συνέβαινε επί πολλά χρόνια από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ. Και τα δύο κόμματα είχαν αποδεχθεί το «πλαίσιο της διαφθοράς», το οποίο δημιούργησαν μαζί με τις μεγάλες επιχειρήσεις, κυρίως ξένες, όπως η Zimens, η Novartis κ.ά. Ουσιαστικά οι μεγάλες επιχειρήσεις «αγόραζαν» το αποτέλεσμα των εκλογών. Τα 16 δις μοιράζονταν στα μέσα ενημέρωσης, στα ενοίκια προεκλογικών κέντρων, στο εκλογικό υλικό, στις μετακινήσεις οπαδών και ψηφοφόρων, στην εξαγορά διαμορφωτών της κοινής γνώμης(διανοούμενων και δημοσιογράφων αρθρογράφων) κ.ά.

Αλλά η διαφθορά είναι ένα σύνθετο σύστημα και για να λειτουργήσει χρειάζεται, επίσης, τη διάβρωση εκείνων των κοινωνικών κανόνων και θεσμών στους οποίους στηρίζεται η εικονική «σχετική ισότητα». Αυτούς τους θεσμούς το χρήμα (η διαφθορά) τους υπονομεύει και ουσιαστικά τους αντικαθιστά μ’ ένα δίκτυο παράλληλων θεσμών με οσμή μαφίας μέσω των οποίων αμείβονται οι νομιμόφρονες και τιμωρούνται οι διαφωνούντες. Οι θεσμοί αυτοί προμηθεύουν στα συστημικά κόμματα εξουσίας και στους υπάκουους πολιτικούς τους απαραίτητους πόρους (χρήματα, πρόσβαση στα ΜΜΕ) για να κερδίζουν τις εκλογές, αλλά και ασφαλή καταφύγια στην περίπτωση αποτυχίας(θέσεις των πολιτικών σε πανεπιστήμια, εταιρείες).

Οι ίδιοι θεσμοί (πανεπιστήμια, ινστιτούτα, ΜΜΕ, ΜΚΟ) συντηρούν το μεγάλο ετοιμοπόλεμο στρατό διανοουμένων και ακτιβιστών που θα εκλαϊκεύουν και θα ενισχύουν αντιλήψεις όπως περί της αχρηστίας του κράτους και κυρίως του κοινωνικού κράτους, της ανάγκης μείωσης των μισθών και των συντάξεων, ή της φορολογικής ελάφρυνσης των επιχειρήσεων κ.ά.

Το πολιτικό σύστημα, συνεπώς, αντλεί κατ’ επίφαση τη δημοκρατική νομιμοποίησή του από τους πολλούς, ενώ στην πραγματικότητα νομιμοποιείται από την υλική στήριξη των υπερπλούσιων. Το ιδεολογικό προκάλυμμα αυτής της προσομοιωμένης δημοκρατίας είναι η άποψη πως ο πλούσιος (Ροβινσώνας) και ο φτωχός εργαζόμενος (Παρασκευάς) αντί να βλάπτουν ο ένας τον άλλο, μπορούν να συνεννοούνται για να χρησιμοποιήσουν όσο το δυνατόν καλύτερα τις ιδιαίτερες ικανότητές τους! Εδώ εδράζεται ο μύθος της "σχετικής ισότητας". Σημαντικός είναι ο ρόλος των διανοούμενων στη διαμόρφωση αυτής της ψευδούς εικόνα, οι οποίοι επικαλούνται αδιαλείπτως τη δημοκρατία, όπως ο Ταρτούφος τα ονόματα των αγίων, υποστηρίζοντας ότι υπάρχει ισότητα ανάμεσα στον κοινό άνθρωπο και τους ισχυρούς ως προς το δικαίωμα να «ζήσει κάποιος τη ζωή του»! Είναι αυτοί για τους οποίους η «σοφία» είναι ο κοινός νους που περιλαμβάνει τις δύο πνευματικότητες, αυτή του λογιστή κι εκείνη του εφόρου. 
Όλοι αυτοί, όμως, βλέπουν τη σημερινή κατάσταση απ’ έξω, όπως ο γιατρός τον ασθενή, όπως βλέπει τον άνεργο εκείνος που είναι βέβαιος για τη δουλειά του. Αυτή είναι μία «έξωθεν» δημοκρατία, είναι μία απάνθρωπη δημοκρατία, είναι ολιγαρχία και για τους αποκλεισμένους, για τους άνεργους, τους ανέστιους, τους μετανάστες είναι ένας ολοκληρωτισμός.

Η πλήρης αδυναμία της αριστεράς να αναλύσει τα νέα δεδομένα και η αποδοχή από τη σοσιαλδημοκρατία αυτού του συστημικού ολιγαρχικού πλαισίου έχει ως αποτέλεσμα οι αποκλεισμένοι να καταφεύγουν στο μόνο χώρο που παρουσιάζεται ως αντισυστημικός, στην ακροδεξιά. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη (οι ΗΠΑ προηγήθηκαν).

Τελικά από τη «δημοκρατία του standing», από τη δημοκρατία της αέναης ανάπτυξης, της ευφορικότητας και της θέσης ότι δια της ποσότητας θα επέλθει η αυτόματη εξίσωση και η ευημερία για όλους, βρισκόμαστε ενώπιον της «δημοκρατίας του φόβου», της «δημοκρατίας» της έκτακτης ανάγκης, της δημοκρατίας της καθήλωσης και ενός κόσμου όπου ο Όργουελ και ο Χάξλεϋ ισχύουν ταυτόχρονα.
Μπορεί, άραγε, να υπάρξει μία άλλη προοπτική από αυτή της ολιγαρχικής δημοκρατίας και τη ροπή της προς το φασισμό;

Θα το ξαναπούμε, αν ο Μάης του 1968 ήταν μία αντίδραση στην επιχείρηση αλλαγής των πολιτιστικών κωδίκων, το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Τότε είχαμε την αναγνώριση του ατόμου μέσα από την ηθική της συλλογικής Πράξης για έναν καλύτερο κόσμο. Σήμερα, έχουμε την αμυντική δράση απέναντι στην προσπάθεια εξαφάνισης της δημοκρατίας, των ουσιαστικών πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων καθώς και της ανοιχτής συλλογικότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας.