Τ. Μαν-Ε. Έσσε: Συνοδοιπόροι στην «κοιλάδα των δακρύων»
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 04.07.23 ]Η Ευρώπη είναι «μίζερη», αλλά πολύ ζωντανή, «Πιο πολύ "ζωντανή" ίσως από αυτήν εδώ την κραταιή χώρα (σ.σ.: τις ΗΠΑ), όπου τυφλές, ξεπερασμένες δυνάμεις αντιστέκονται με άγρια επιμονή στις νέες ανάγκες και που προφανώς θα αφήσουν τη χώρα να αναπληρώσει όλες τις εμπειρίες της Ευρώπης – ακόμα και το φασισμό. Ο Τρίτος Παγκόσμιος πόλεμος διστάζει να έρθει, θα έρθει όμως- μετά από μας, μετά από μας, ας το ελπίσουμε». Αυτά έγραφε το 1946 από την Αμερική την οποία είχε επιλέξει ως τόπο της αυτοεξορίας του ο Γερμανός συγγραφέας του «Μαγικού Βουνού», Τόμας Μαν (1875-1955), στον επίσης συγγραφέα και φίλο του Έρμαν Έσσε (1877-1962).
Την ίδια εποχή, ο δεύτερος έγραφε στην «Ευχαριστήρια επιστολή…» του: «Και η ετοιμοθάνατη Ευρώπη μας, αφού έχει παραιτηθεί πλήρως από τον ηγετικό και ενεργητικό της ρόλο, θα γίνει ίσως και πάλι μια έννοια γεμάτη υψηλή αξία, μια γαλήνια δεξαμενή, ένας θησαυρός των πολυτιμότερων αναμνήσεων, ένα καταφύγιο των ψυχών»! (σ.σ. ο Χέρμαν Έσσε δεν ήταν και τόσο... προφήτης).
Ο δια αλληλογραφίας διάλογος των δύο μεγάλων συγγραφέων και φίλων θα μπορούσε να είναι σημερινός! Η αναφορά, μάλιστα, του Έσσε στη στάση των «πνευματικών ανθρώπων» και της λεγόμενης «πολιτικοποίησης του πνεύματος» είναι εκπληκτικά επίκαιρη. «Έτσι κάθομαι», γράφει, «σε έναν από τους ψηλότερους ορόφους του οικοδομήματος… και καταλαβαίνω από ένστικτο, το μυρίζομαι, ότι κάπου κάτω έχει πιάσει φωτιά, ότι ολόκληρο το οικοδόμημά μας απειλείται και βρίσκεται σε κίνδυνο και ότι τώρα αυτό που πρέπει να κάνω δεν είναι να αναλύω τη μουσική ή να διαφοροποιώ τους κανόνες του παιχνιδιού αλλά να τρέξω εκεί που βγαίνει καπνός». Το ένστικτο, η διαίσθηση, η υψηλή πνευματικότητα σε συνδυασμό με την υπερευαισθησία του Έσσε δημιουργούν τις συνθήκες για προβλέψεις, οι οποίες μοιάζουν σχεδόν «προφητείες»! «Γίνεται πόλεμος (…) αυτό θα είναι μονάχα η αρχή. Ίσως να γίνει μεγάλος πόλεμος, πολύ μεγάλος πόλεμος. Αλλά κι αυτό θα είναι μονάχα η αρχή. Το καινούργιο αρχίζει και το καινούργιο θα είναι φοβερό για όσους είναι προσκολλημένοι στο παρελθόν. Τι θα κάνεις;… Θα ταχθώ υπέρ του καινούργιου, δίχως να θυσιάσω το παλιό». Το κείμενο αυτό γράφτηκε το 1914! Όλα τα παραπάνω παρατέθηκαν για να καταδειχθεί το «βλέμμα» των δύο μεγάλων συγγραφέων, η καθαρή θέαση των πραγμάτων και του κόσμου. Και οι δύο αντιστάθηκαν στην χιτλερική Γερμανία, έφυγαν από την πατρίδα τους, αυτοεξορίστηκαν. Αλλά, κυρίως, προείδαν και προειδοποίησαν. Γράφει ο Χέρμαν Έσσε στον Τόμας Μαν το 1931: «Αυτό το κράτος (σ.σ.: η Γερμανία), που στερείται ερείσματος και πνεύματος δημιουργήθηκε από το κενό, από την εξάντληση που υπήρχε μετά τον πόλεμο. Τα λίγα καλά πνεύματα της "Επανάστασης" που δεν ήταν επανάσταση, θανατώθηκαν με την επιδοκιμασία του ενενήντα εννέα τοις εκατό του λαού. Τα δικαστήρια είναι άδικα… ο λαός εντελώς παιδαριώδης. Η Γερμανία δεν κατάφερε να κάνει την επανάστασή της και να βρει τη δική της μορφή…».
Οι δύο συγγραφείς γνωρίστηκαν το 1904, όταν τους φιλοξένησε στο Μόναχο ο εκδότης τους Σ. Φίσερ, και δεν σταμάτησαν να επικοινωνούν ειμή μόνο με την επέλευση του θανάτου του Τόμας Μαν το 1955. Εκτός από την κοινή στάση τους κατά του χιτλερικού καθεστώτος και του πολέμου, αναπτύχθηκε μεταξύ τους και μία ιδιαίτερη λογοτεχνική «συγγένεια». Για τη φιλία τους ο Χέρμαν Έσσε θα γράψει: «Μπορούμε εύκολα να αποκτούμε φίλους, σπάνια τούτο με δυσκόλεψε, φίλοι όμως οι οποίοι να μας γνωρίζουν και να μας καταλαβαίνουν όχι μονόπλευρα αλλά σχεδόν απόλυτα δεν βρίσκονται εύκολα…». Και για το έργο του Τόμας Μαν: «…μας κάνει να νοιώθουμε ότι δεν είναι απλώς ένας λαμπρός συγγραφέας… αλλά και ένας εξίσου πιστός, σταθερός, δοκιμασμένος χαρακτήρας… Δεν θέλησε να είναι ποτέ η αντιμπουρζουάδικη ‘’μεγαλοφυΐα’’, δεν θέλησε να παραστήσει τον σπουδαίο, δεν θέλει να θρυμματίσει τις πατροπαράδοτες αρχές, είναι ένας ικανός και αντάξιος κληρονόμος και γόνος της αστικής γερμανικής κουλτούρας – μιας κουλτούρας δηλαδή που δεν είναι πλέον του συρμού και που αυτή την εποχή εμπαίζεται από ένα μέρος της νεολαίας, ωστόσο όμως εκείνης της κουλτούρας από την οποία ξεπήδησαν όχι μόνο ο Γκαίτε και ο Χούμπολτ, ο Σίλερ και ο Χαίντερλιν… αλλά και ο Νίτσε και ο Μαρξ».
Για τον Έσσε, ο Μαν είναι ένας αστός με τη θετική έννοια και όχι ένας μικροαστός. Ωστόσο κρίνει σκόπιμο να διαχωρίσει τη θέση του σχετικά με την αγάπη του Μαν για τον Βάγκνερ. Για τον Τ. Μαν, το έργο του Έσσε έχει τις ρίζες του στον γερμανικό ρομαντισμό με την άλλοτε παράξενη μοναχικότητα και άλλοτε τη χιουμοριστική, στρυφνή και κάποτε μυστικιστική και νοσταλγική αποστασιοποίησή του από το χρόνο και τον κόσμο. Σε σχέση με μένα ο Έσσε «υπερτερούσε σε εγκαίρως αποκτηθείσα ψυχική ελευθερία, για την απόλυτη φιλοσοφική αποστασιοποίησή του από την όποια γερμανική πολιτική…» γράφει ο Τ. Μαν. Ο ένας γιος αστών εμπόρων –Τ. Μαν- και ο άλλος γιος ιεραποστόλων –Ε. Έσσε-, όταν πρωτοσυναντήθηκαν «τα ρούχα τους δεν έμοιαζαν», παρατηρούσε αργότερα ο Μαν, αλλά μόνο σε αυτά δεν έμοιαζαν, καθώς έγινε ο ένας για τον άλλον ο συνοδοιπόρος και «η παρηγοριά του ονείρου, του παιχνιδιού και της μορφής».