Στα βουλεβάρτα του ξεδιάντροπου βοναπαρτισμού
[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 14.10.21 ]Η αναισχυντία είναι εκείνη η ιδιαίτερη κατάσταση κατά την οποία το άτομο δεν ενδιαφέρεται για τα συναισθήματα που προκαλεί στον περίγυρο. Συγγενεύει με τον εγωισμό, αφού όλα περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό, συγγενεύει και με τον φιλοτομαρισμό, αφού χαρακτηρίζεται από τη διαρκή προσήλωση στο ίδιο συμφέρον και την παντελή έλλειψη έγνοιας για τον Άλλον.
Ο Αριστοτέλης λέει, στα Ηθικά, πως αναίσχυντος είναι ο “μηδεμιάς φροντίζων δόξης”, εκείνος δηλαδή που δεν δίνει δεκάρα για τη γνώμη κανενός. Ο Πλάτωνας πάλι, στους Όρους, λέει πως η αναισχυντία είναι “έξις ψυχής υπομονετική αδοξίας ένεκα κέρδους”, το ιδίωμα δηλαδή του ανθρώπου να μην κόπτεται για την κακή του φήμη εφόσον κερδίζει. Μαζί του μάλλον συμφωνεί και ο Θεόφραστος, στους Χαρακτήρες, ο οποίος τελειώνει το σχετικό σημείωμα (Αναισχυντίας) με το ειρωνικό “Κακίζεις; ουδεμία σοι χάρις”, που πάει να πει “τι τσαντίζεσαι; δεν σου χρωστάω τίποτα”.
Το ιδίωμα της αναισχυντίας, νεοελληνιστί της ξεδιαντροπιάς, το διαθέτουν πλείστοι/ες όσοι/ες, των πολιτικών αντρών και γυναικών μηδέ εξαιρουμένων. Να κάνεις, ας πούμε, πράγματα βλαπτικά για μεγάλα κομμάτια του κοινωνικού συνόλου και να τα παρουσιάζεις ως επωφελή, είναι ξεδιαντροπιά. Να κάνεις γενικές δοκιμές σε διάφορα κοστοβόρα καινοφανή, με δημόσιο χρήμα, αυτά να αποτυγχάνουν, και να μη σε νοιάζει, είναι ξεδιαντροπιά επίσης. Να συνεχίζεις δε και με άλλα, σαν να μην τρέχει τίποτε, δεν είναι μόνο “καταφρόνησις δόξης”, περιφρόνηση της κοινής γνώμης δηλαδή. Είναι εκείνο το “αισχρού ένεκα κέρδους” του Θεόφραστου που μπαίνει στη μέση: κέρδος που δεν είναι μονοσήμαντα υλικό, δεν αφορά μόνο τα “φράγκα”. Έχει να κάμει με μιαν ευρύτερη ιδιοκτησιακή αντίληψη, που αφορά όλον τον περιβάλλοντα χώρο, φυσικό και κοινωνικό. Διότι “αισχρό κέρδος” είναι να θέλεις σώνει και καλά ν’ αφήσεις αποτύπωμα, “αισχρό κέρδος” είναι, δίχως να λογαριάζεις πόσα θα χαλάσεις, να επιμένεις σε διάτρητες κατασκευές.
Η ξεδιαντροπιά πάει χέρι χέρι με τον ηγεμονισμό. Ο Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης, ας πούμε, ο ανιψιός του Μεγάλου Ναπολέοντα, αφού κέρδισε τις εκλογές, με την ξεδιαντροπιά του ηγεμόνα που τον διακατείχε, κατάργησε τη γαλλική δημοκρατία και στέφτηκε αυτοκράτορας (1851). Κι ενώ το αίμα των εργατών, μετά το πέρας των λεγόμενων “τριών αιματηρών ημερών”, δεν είχε καλά καλά στεγνώσει στους δρόμους των Παρισίων, αποφάσισε να φτιάξει νέα βουλεβάρτα.
Τα βουλεβάρτα εκείνα θεωρήθηκαν εργαλεία διείσδυσης του κεφαλαίου σε λαϊκές περιοχές της πρωτεύουσας. Με τη δημιουργία τους καταστράφηκαν διάφορες “διαβολικές” συνομοταξίες πολιτών, όπως των βυρσοδεψών επί παραδείγματι, οι οποίες, συχνά πυκνά, χαλούσαν την αστική γαλήνη. Η αρχιτεκτονική τους και ο μνημειακός χαρακτήρας τους απηχούσε την παντοδυναμία του αυτοκράτορα και την κοινωνική και πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης
Αλλά τα νέα βουλεβάρτα ήταν, πρωτίστως, δημόσιες επενδύσεις, σχεδιασμένες όμως για να προωθήσουν τα ιδιωτικά κέρδη. Κι επειδή, κατά Χομπσμπάουμπ, μπαίνουμε πια στη λεγόμενη “εποχή του κεφαλαίου”, ο χαρακτήρας της πόλης αλλάζει, η οποία εκπίπτει σε χώρο εμπορικών μοναχά δραστηριοτήτων, κατάσταση που αποκλείει τον λαό. Κι όπως ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης ήταν λάτρης της τρυφής, το υπόδειγμά του ακολούθησε, μιμητικά, η κυρίαρχη αστική τάξη.
Ιδεολογικοί απόγονοι της λουδοβίκειας πρακτικής υπάρχουν πολλοί, παντού στον κόσμο. Είναι αυτοί “της οικογενείας” με τα κληρονομικά δικαιώματα, οι πορφυρογέννητοι. Που αυταρχικά κι αυθάδικα θαρρούν πως ο κόσμος τους ανήκει κι οι λαοί τους χρωστάνε. Σπαταλούν χρήμα, χτίζοντας, γκρεμίζοντας και πάλι απ’ την αρχή, δίχως να δίνουν λογαριασμό.
Στο δήμο της Αθήνας, ο ανιψιός, ο γιος κι ο εγγονός, ο μαστροχαλαστής, ουδόλως κόπτεται για το φιάσκο του Περιπάτου του και την κακή του φήμη. Έχει να ονειρεύεται τα βουλεβάρτα του, μετά βαΐων και πλατάνων, λησμονώντας πως έχει ο καιρός γυρίσματα.