Ροβεσπιέρος: Μια επανάσταση με καφεΐνη
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 05.05.16 ]Σαν σήμερα το 1758 γεννήθηκε ο δικηγόρος, Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος, από τις ηγετικές προσωπικότητες της γαλλικής επανάστασης. Και μ' αυτή την αφορμή επιχειρούμε να αναζητήσουμε τι έχει απομείνει από την έννοια της επανάστασης. Προς τούτο ανατρέχουμε στην παρουσίαση κειμένων και την μελέτη του Σλαβοϊ Ζίζεκ "Ροβεσπιέρος: Αρετή και τρομοκρατία" (Εκδόσεις του Εικοστού πρώτου).
Ο κομμουνισμός τελείωσε το 1989; «Όχι» απαντά ο Σλαβόι Ζίζεκ, επικρίνοντας τους «φιλελεύθερους αναθεωρητές» που υποστήριξαν ότι το 1989 «σημείωνε το τέλος μιας εποχής η οποία άρχισε το 1789, την τελική αποτυχία του κρατικιστικού-επαναστατικού μοντέλου που εμφανίστηκε αρχικά στο προσκήνιο με τους Ιακωβίνους». Ούτε το τέλος της Ιστορίας επήλθε το 1989(Φουκουγιάμα) ούτε το τέλος της επανάστασης. Ο Ζίζεκ θεωρεί ότι όλα αυτά είναι μία προσπάθεια για «να εξαλείψουμε τα ίχνη (σ.σ. της επανάστασης) όσο το δυνατό πιο εξονυχιστικά». Και ότι οι «ευαίσθητοι φιλελεύθεροι» επιζητούν «μια επανάσταση χωρίς καφεΐνη, μια επανάσταση που να μη μυρίζει επανάσταση». Αλλά ποια είναι η «καφεΐνη» της Γαλλικής Επανάστασης σύμφωνα με τον Ζίζεκ; Το 1793, η Τρομοκρατία. Πρώτο συμπέρασμα, λοιπόν, δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε το 1789 από το 1793. Γιατί η τρομοκρατία του 1793 ήταν απαραίτητη για την προάσπιση της επανάστασης (της «αρετής») του 1789 και τις αρχές της, την ισότητα, τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι ελευθερίες.
Πως τα αντιλαμβάνεται όλα αυτά η Αριστερά σήμερα; Μετά το 1990 η Αριστερά αισθάνεται μια «ορισμένη ντροπή» για τον κρατικό συγκεντρωτισμό και την ιακωβίνικη κληρονομιά της επανάστασης και επιζητεί να επαναπροσδιοριστεί, απαλλαγμένη από το «ιακωβίνικο πρότυπο». Αυτό είναι το «πνεύμα της εποχής», το οποίο ο Ζίζεκ υποβιβάζει στην έννοια του «γούστου», στην οποία όμως προσδίδει συγχρόνως την ιστορική βαρύτητα μιας «θεμελιώδους ιδεολογικής διάθεσης». Στην εποχή της απροσδιοριστίας και των πολλαπλών «αληθειών», η μία και μοναδική Αλήθεια(το πεπρωμένο της ελευθερίας) του Ροβεσπιέρου δεν υπάρχει. «Η τελευταία μπορεί να πραγματωθεί μόνο με τρομοκρατικά μέσα». Πιο συγκεκριμένα, σε κατάσταση ειρήνης, η αρετή πρέπει να είναι σύμφωνα με τον Ροβεσπιέρο το χαρακτηριστικό της «λαϊκής κυβέρνησης». Όταν, όμως η κατάσταση είναι επαναστατική(έκτακτη ανάγκη), τότε η «λαϊκή κυβέρνηση» οφείλει να κινείται συγχρόνως με αρετή και τρόμο(άτεγκτη δικαιοσύνη). Ο τρόμος χωρίς την αρετή είναι ολέθριος. Στις έκτακτες καταστάσεις η επιείκεια και η συγχώρεση ισοδυναμούν με βαρβαρότητα. Σ’ αυτές τις περιστάσεις το έγκλημα πρέπει να τρομοκρατείται(«Για να προσφέρεις ασφάλεια στην αθωότητα πρέπει να τρομοκρατήσεις το έγκλημα»). Ποια όμως είναι η Αρετή; Τι είναι αυτό που προασπίζεται η τρομοκρατία; Πρέπει κανείς να διαβάσει τους λόγους του Ροβεσπιέρου, που παραθέτει ο Ζίζεκ, για να γίνει αυτό αντιληπτό. Να διαβάσει τη «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη» που πρότεινε ο Ροβεσπιέρος και τυπώθηκε με εντολή της Εθνικής Συμβατικής. Μόνο έτσι θα γίνει αντιληπτό ότι η τρομοκρατία δεν αφορούσε ένα «πουκάμισο αδειανό» ή τα πάθη ενός ανθρώπου.
Υπ’ αυτή την οπτική ο Ζίζεκ προτείνει ειδικά στη ριζοσπαστική Αριστερά να αποδεχτεί το «τρομοκρατικό», το ιακωβίνικο παρελθόν της, με κριτικό τρόπο. Τι σημαίνει με κριτικό τρόπο; Να αποδεχτούμε τον «ορθολογικό πυρήνα» της ιακωβίνικης τρομοκρατίας(που είναι πάντως αντιπολεμική). Αυτή η τρομοκρατία αποκαλείται «χειραφετητική τρομοκρατία». Για να συμβεί όμως αυτό πρέπει να αποδεχτούμε την τρομοκρατία ως «θεϊκή βία»(Μπένγιαμιν) χωρίς τη σκοταδιστική της μυθοποίηση. Η τελευταία συμβαίνει όταν δεν συνδέουμε τη βία με ένα «υπαρκτό ιστορικό φαινόμενο»(εδώ ισχύει το «συγκεκριμένο»). Με άλλα λόγια, «όταν αυτοί που βρίσκονται έξω από το δομημένο κοινωνικό πεδίο χτυπούν ‘’τυφλά’’ (σ.σ. όπως το Δεκέμβριο στην Αθήνα), απαιτώντας και εφαρμόζοντας μια άμεση δικαιοσύνη/εκδίκηση, αυτό είναι ‘’θεϊκή βία’’… (τα πλήθη) Σαν τις βιβλικές ακρίδες… χτυπά απ’ το πουθενά, ένα μέσο δίχως σκοπό…». Εδώ ισχύει το vox populi, vox dei(φωνή λαού, φωνή θεού). Ή με τα λόγια του Ροβεσπιέρου «Η αλήθεια, αναμφίβολα, έχει τη δύναμή της, έχει την οργή της, τον δεσποτισμό της…». Γι’ αυτό μια επανάσταση χωρίς την υπερβολή της, ενταγμένη σε κανόνες και θεσμίσεις, είναι μία «επανάσταση χωρίς επανάσταση», μια «επανάσταση» που έχει περιορισμένους στόχους.
Η ιακωβίνικη τρομοκρατία(έστω με κριτικό τρόπο-χειραφετητική τρομοκρατία) μπορεί να «επαναληφθεί» στο σημερινό διαφορετικό ιστορικό περιβάλλον; Ναι, απαντά ο Ζίζεκ, αρκεί «να περάσουμε από την ανθρωπιστική τρομοκρατία (του Ροβεσπιέρου) στην αντιανθρωπιστική (ή μάλλον απάνθρωπη) τρομοκρατία». Η τελευταία (όπως και η πρώτη) δικαιώνεται «αν η κοινωνία που θα αναδυθεί μέσα απ’ αυτήν αποδειχθεί αληθινά ανθρώπινη». Για τον Ζίζεκ ισχύει το «ανθρωπισμός ή τρομοκρατία», όπου ο θετικός όρος δεν είναι ο ανθρωπισμός αλλά η τρομοκρατία. Ο ανθρωπισμός θεμελιωμένος στο «αγάπα τον πλησίον σου» απορρίπτεται, καθώς αναδύεται ο λακανικός «απάνθρωπος πυρήνας του πλησίον». Γιατί εντάξει να είμαστε ανθρωπιστές αλλά να μην ξεχνούμε ότι τα άτομα δεν είναι αυτόνομα υποκείμενα, αλλά στοιχεία μιας δομής που έχει τους νόμους της(ο θεωρητικός αντιανθρωπισμός του Αλτουσέρ). Ακόμη χειρότερα ο πυρήνας της ανθρώπινης φύσης είναι απάνθρωπος(αυτό δεν πρέπει να μας διαφεύγει). Αυτή «η απάνθρωπη διάσταση αποτελεί συγχρόνως το έσχατο στήριγμα της ηθικής»(Λακάν). Με άλλα λόγια, έχουμε την απάνθρωπη διάσταση όταν από ένα άτομο αφαιρείται η «προσωπικότητα». Δεν θα αναφερθώ στην ανάλυση του Εγώ του Ροβεσπιέρου (παρέκβαση Ζίζεκ) που ουσιαστικά μιλάει για τον de l’ un, την εξαίρεση, τον Αφέντη, αυτόν που δεν φοβάται να πεθάνει, και αυτό ακριβώς τον κάνει ξεχωριστό(παλιότερο βιβλίο του Ζίζεκ όπου αναλύει τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αλλά κρατάμε ότι κάθε αυθεντικός επαναστάτης πρέπει να είναι ο de l’ un, να σιχαίνεται «τη σκόνη που με αποτελεί και σας μιλά»(Σαιν-Ζυστ). Αυτή είναι μία «απάνθρωπη» διάσταση του ζεύγους Αρετή-Τρομοκρατία. Μια άλλη είναι η απόρριψη της συνήθειας. Η «συνήθεια» είναι οι τυπικοί και κυρίως οι άτυποι κανόνες μιας κοινωνίας. Η αλήθεια της συνήθειας με βάση την οποία κρίνουμε το σωστό ή το λάθος, το δίκαιο και το άδικο πρέπει να υπερκεραστεί. Κάθε τι, όπως η ισότητα, πρέπει να αντιμετωπίζεται συγκεκριμένα. Με άλλα λόγια, κάθε τι πρέπει να κρίνεται ανατρέχοντας «στα θεμέλια της οικονομική ταξεως(ιδιωτική ιδιοκτησία κλπ)», ότι το πρόβλημα της ελευθερίας εμπεριέχεται στις κοινωνικές σχέσεις, που δεν είναι καθόλου «απολίτικες» και πολύ περισσότερο «φυσικές». Η κριτική συνεπώς του Ζίζεκ στην ιακωβίνικη τρομοκρατία είναι πως δεν εδράζονταν στις οικονομικές σχέσεις και την αλλαγή της υλικής βάσης τους.
Εδώ λαμβάνονται αποστάσεις και επικρίνεται το «σταλινικό φαινόμενο» που αναγάγει τα πάντα στον «μεγάλο Άλλο», που εν προκειμένω είναι η «γενική βούληση» μέσω της πλειοψηφίας. Η «γενική βούληση» έρχεται να δικαιώσει μια μετα-απόφαση, τον «κομμουνιστικό παράδεισο», με βάση τον οποίο (αποτέλεσμα) κρίνεται ο καθένας. Εδώ έχουμε μία αντιστροφή, ενώ ο προτεσταντικός ντερμινισμός(προορισμός) είναι μία προαπόφαση του Θεού, στον σταλινικό κομμουνισμό έχουμε τον ίδιο ντετερμινισμό αλλά από το «αποτέλεσμα». Έτσι, η ενδεχομενικότητα γίνεται αναγκαιότητα. Η νίκη των Μπολσεβίκων εμφανίστηκε ως αναγκαιότητα. Στην περίπτωση του Στάλιν η κρίση με βάση το αποτέλεσμα, την «προοπτική της τελικής κρίσεως», του κομμουνισμού, έχουμε την «αντικειμενική ενοχή», το «αντικειμενικό νόημα» των πράξεων ενός ατόμου, που μπορεί να είναι έντιμο αλλά παραταύτα «αντικειμενικά ένοχος», αφού αντικειμενικά οι πράξεις του εξυπηρετούν τις αντιδραστικές δυνάμεις. Ποιος θα κρίνει τι σημαίνουν «αντικειμενικά» οι πράξεις; Το Κόμμα. Η πίστη στην προοπτική του κομμουνισμού γίνεται έτσι ο «μεγάλος Άλλος» που είναι ο γνώμονας κρίσης των πάντων. Εδώ ο Ζίζεκ επικρίνει την επίκληση του καθήκοντος προς τον «μεγάλο Άλλο» είτε είναι Θεός είτε το Κόμμα είτε η Πατρίδα για την απόσειση των ατομικών ευθυνών. Αντίθετα, το υποκείμενο είναι υπεύθυνο γιατί «πρέπει να αναλάβει την ευθύνη να μεταφράσει το αφηρημένο παράγγελμα του ηθικού Νόμου(σ.σ. Καντ) σε μία σειρά συγκεκριμένων υποχρεώσεων». Άρα δεν είναι δικαιολογία η εκπλήρωση του καθήκοντος. Αντιθέτως, φορές πρέπει να μην εκπληρούται, όπως στην περίπτωση της επανάστασης, που αλλιώς, σύμφωνα με τον Λένιν, θα έπρεπε να είναι μία επανάσταση κατ’ εξουσιοδότηση, που θα πάρει δηλαδή άδεια προς τούτο. Η επανάσταση εξουσιοδοτείται μόνο από τον εαυτό της. Αυτή είναι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ μιας πραγματικά χειραφετητικής πολιτικής και μία πολιτικής του στάτους κβο και του φόβου(που ζητάει εγγυήσεις για την επανάσταση). Απέναντι σ’ αυτή τη «βιοπολιτική» του φόβου, ο Ζίζεκ επαναπροτείνει τη «δικτατορία του προλεταριάτου» σαν την μόνη ηθική επιλογή σήμερα. Εδώ έχουμε μια ερμηνεία του Λένιν σύμφωνα με την οποία η δικτατορία του προλεταριάτου(των εκτός της κοινωνικής δομής, των απόκληρων, των υπεράριθμων, της καθολικότητας) στρέφεται εναντίον της «αστικής λογικής» και της δημοκρατικής ψευδαίσθησης που παράγει μέσω των εκλογών. Η «δικτατορία του προλεταριάτου», του Όλου, της καθολικότητας είναι «ένα άλλο όνομα για τη βία της ίδιας της δημοκρατικής έκρηξης», το σημείο όπου η κρατική εξουσία γίνεται παράνομη. Η τρομοκρατική αυτή διάσταση της δημοκρατίας είναι η βίαιη εξισωτική επιβολή των «τίποτα», των «πουθενά», η βίαιη επιβολή μιας νέας τάξης τόσο πολιτικά όσο και στην καθημερινή ζωή(στο δεύτερο απέτυχε και η ιακωβίνικη και η σοβιετική και κινέζικη επανάσταση). Εδώ ο λαός εκλαμβάνεται μόνο στην έκρηξή του, ήτοι ως «το συμβάν του γίγνεσθαι-Λαός».
Μετά απ’ όλα αυτά και μ’ ένα άλμα ο Ζίζεκ θέτει ως στόχο την «απειλή της οικολογικής καταστροφής» και προτείνει τα τέσσερα επίπεδα του Μπαντιού(αυστηρή εξισωτική δικαιοσύνη, τρομοκρατία όσων παραβιάζουν τα μέτρα, βολονταρισμός-ενάντια στη λογική της καπιταλιστικής ανάπτυξης- και η εμπιστοσύνη στο λαό. Εντέλει, ο Ζίζεκ επαναφέρει έναντι του ισχύοντος «καιροσκοπικού ρεαλισμού» την απλή πίστη στην Ιδέα της ελευθερίας, όπως αυτή του Ροβεσπιέρου στην εποχή του.