Πρίμο Λέβι: Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 11.04.19 ]Το πρωί της 11ης Απριλίου 1987, ο συγγραφέας και χημικός Πρίμο Λέβι υποδέχεται στην πόρτα του διαμερίσματός του τη θυρωρό, η οποία του παραδίδει την αλληλογραφία του. Την ευχαριστεί θερμά, μπαίνει στο σπίτι, αλλά, μερικά λεπτά αργότερα, ξαναβγαίνει. Στέκεται για λίγο στο κεφαλόσκαλο, ύστερα περνάει το πόδι του πάνω από την κουπαστή της σκάλας και αφήνει το σώμα του να πέσει στο κενό, από τον τρίτο όροφο. Χωρίς μία εξήγηση. Η ζωή που διακρίνονταν και κατευθύνονταν από μία λαμπρή λογική, χάνεται μ’ έναν παράδοξο και σκοτεινό τρόπο. Ο Λέβι, σύμφωνα με τη βιογράφο του Μύριαμ Ανισσίμοφ, ήταν «αισιόδοξος» με τη φιλοσοφική έννοια του όρου, διότι ήταν θαυμαστής του γαλλικού Διαφωτισμού και του ιταλικού γιακωβινισμού. Με άλλα λόγια πίστευε στη λογική και στον άνθρωπο και διατήρησε αυτή την πίστη του παρά τη φοβερή εμπειρία του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Η αυτοκτονία του ήρθε να διαψεύσει κατά κάποιο τρόπο τις πεποιθήσεις του αυτές. Οι εξηγήσεις που δόθηκαν για τον αυτοχειριασμό του πολλές, μεταξύ αυτών η απελπισία από τη θέση που διατύπωσε ο Φωρισσόν και με την οποία αμφισβήτησε την γενοκτονία των Εβραίων από τους ναζί καθώς και την ύπαρξη των θαλάμων αερίων. Κατ’ άλλους, ο Λέβι στο τέλος της ζωής του ανέπτυξε ένα αίσθημα ενοχής που δημιουργήθηκε σε όλους τους επιζώντες των στρατοπέδων συγκέντρωσης και συμπυκνώνονταν στο ερώτημα: «Γιατί να ζήσω εγώ;». Η πίστη στη Θεία πρόνοια μπορούσε, μ’ έναν τρόπο, να αντισταθμίσει αυτό το ενοχικό συναίσθημα, αλλά ο Λέβι δεν πίστευε σ’ αυτή. Ο Θεός είχε πεθάνει γι’ αυτόν στο Άουσβιτς. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι η μεγάλη του διάψευση ήταν η εξέλιξη του κράτους του Ισραήλ. Είναι γεγονός πως ο ίδιος ο Λέβι, ενώ προσέφερε το αίμα του για τους πληγωμένους ισραηλινούς του πολέμου των έξι ημερών, το 1967, καταδίκασε την εισβολή των ομοεθνών του στον Λίβανο το 1982. Σύμφωνα με τη βιογράφο του, ο Λέβι είχε τη ρομαντική εικόνα, που τροφοδοτούνταν από τους σοσιαλιστές, σιωνιστές Εβραίους του 19ου αιώνα, ότι το κράτος του Ισραήλ θα «ιδρύονταν από ευγενείς αγρότες οι οποίοι θα οδηγούσαν τα ευγενικά βόδια τους, τραγουδώντας επαναστατικά τραγούδια. Ονειρεύονταν μία φανταστική χώρα την οποία διακρίνουμε πολύ καλά στο μυθιστόρημά του ‘Τώρα ή ποτέ’... Αλλά, βεβαίως, εξεπλάγη τρομερά όταν είδε το Ισραήλ να γίνεται μία σύγχρονη χώρα που διεξάγει πολέμους των οποίων την αναγκαιότητα δεν καταλάβαινε πάντοτε».
Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος
Ο Αντόρνο έλεγε ότι μετά το Άουσβιτς «δεν μπορούμε να γράψουμε ποίηση». Ο Λέβι είχε άλλη άποψη: «Η εμπειρία μου αποδεικνύει το αντίθετο», έλεγε. «Όταν μιλώ για ‘ποίηση’ δεν σκέφτομαι καθόλου λυρικά. Αυτή την εποχή, θα επαναδιατύπωνα ως εξής τη φράση του Αντόρνο: Μετά το Άουσβιτς, δεν μπορούμε πλέον να γράψουμε ποίηση ειμή μόνο για το Άουσβιτς». Και συμπλήρωνε, λέγοντας πως «πρέπει κανείς ή να διηγείται την πραγματικότητα των στρατοπέδων συγκέντρωσης ή να σωπαίνει».
Το βιβλίο του Λέβι «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» αν και πέρασε απαρατήρητο το 1947 που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά, ωστόσο από το τέλος της δεκαετίας του ’60 και ύστερα, έγινε ένα από τα πλέον διαβασμένα βιβλία. Η γραφή για τον Λέβι είναι μία μέθοδος ψυχοθεραπείας πάνω στον εαυτό του, η οποία θα του επιτρέψει να απελευθερωθεί εσωτερικά. Συγκλονισμένος από το γεγονός της επιβίωσής του θα νοηματοδοτήσει την ύπαρξή του επιφορτίζοντάς την με την αποστολή της μαρτυρίας για όσους χάθηκαν και της μετάδοσης της αλήθειας σε όσους δεν γεννήθηκαν ακόμη. Όμως δεν κραυγάζει, απλώς καταθέτει νηφάλια, όπως ο μάρτυρας μπροστά στο δικαστήριο.
Ο Λέβι καταγράφει τη βιωμένη εμπειρία του στο Άουσβιτς, τις καθημερινές καταστάσεις και τις συμπεριφορές τόσο των φυλακισμένων όσο και των «φυλάκων» τους με τρόπο ακριβή, σχεδόν δοκιμιακό, φοβερά απλό, χωρίς ίχνη λογοτεχνικότητας, πάθους και ηθικοπλασίας. Το κεντρικό του θέμα είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Πως άνθρωποι μπόρεσαν να αρνηθούν την ανθρώπινη υπόσταση σε υπάρξεις του ίδιου είδους. Οι καταδικασμένοι σε θάνατο πεθαίνουν άδοξα, δεν έχουν το δικαίωμα στην παραμικρή χειρονομία που θα μπορούσε να τους τιμήσει, οδηγούνται στο θάλαμο αερίων γυμνωμένοι τόσο από τα ρούχα τους όσο και από την ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους. Ο φυλακισμένος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Εβραίος βρίσκεται ξαφνικά σ’ έναν καφκικό κόσμο όπου τίποτα δεν μπορεί να γίνει λογικά κατανοητό: Το στρατόπεδο είναι ένας τρομερός πύργος της Βαβέλ όπου οι διαταγές δίνονται με ουρλιαχτά που κανείς φυλακισμένος δεν καταλαβαίνει. Όλα είναι εχθρικά: οι φύλακες, οι υπεύθυνοι των μπλοκ (Kapos), η εξαντλητική εργασία στο χιόνι, το κρύο στις παράγκες. Η βάπτισή τους θα γίνει μ’ ένα τατουάζ. Το όνομα του Πρίμο Λέβι εφεξής θα είναι 174517.
Αλλά το απάνθρωπο δεν βρίσκεται εκεί που πιστεύουμε. Η πλήρης «αποανθρωποποίηση» βρίσκεται από την πλευρά των ναζί-βασανιστών. Οι Γερμανοί ήταν οι μετρ των ευφημισμών. Όταν εκτελούσαν κάποιον, μιλούσαν για την «τελική λύση», ενώ όλοι οι κρατούμενοι όφειλαν να παρακολουθήσουν την εκτέλεση χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν. Τα «τελετουργικά» των κρατουμένων αντιθέτως θα επιδιώξουν να αντισταθμίσουν τα αποτελέσματα αυτής της «αποανθρωποποίησης». Ο Λέβι καταγγέλλει το ψεύδος του συστήματος, την κτηνώδη ιδεολογία του, τον σαδισμό του αλλά χωρίς εκδικητικότητα. Η πληγή εξακολουθεί να είναι χαίνουσα στην ψυχή του αλλά δεν δηλητηριάστηκε ποτέ. Όταν κάποτε μάλιστα τον ρώτησαν πως επιβίωσε, απάντησε: «Είμαι υπερβολικά ανθρώπινος, σκέφτομαι ακόμα υπερβολικά». Στο βιβλίο του γράφει: «Να καταστρέψεις έναν άνθρωπο είναι δύσκολο, περίπου τόσο όσο και να τον δημιουργήσεις». Ακόμα, σημαντικό ρόλο στην επιβίωση διαδραματίζει «το βλέμμα του άλλου», η φιλία: «Το αίσθημα της ύπαρξής μας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το βλέμμα των άλλων πάνω μας: επίσης μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως απάνθρωπη την εμπειρία εκείνου που έζησε μέρες κατά τις οποίες ο άνθρωπος ήταν ένα αντικείμενο στα μάτια του ανθρώπου». Στην αμοιβαία αναγνώριση μέσω της φιλίας οφείλεται εν πολλοίς η μη εγκατάλειψη στο θάνατο, η επιβίωση. Ένα από τα κεντρικά θέματα του βιβλίου «Εάν αυτός είναι ο άνθρωπος» είναι η έλλειψη επικοινωνίας ως παράγοντας της κατάρρευσης. Αντιθέτως, η επικοινωνία μεταξύ των κρατουμένων και η αλληλοστήριξή τους είναι τα μόνα μέσα που επιτρέπουν την ελπίδα της επιβίωσης και της μη ηθικής κατάρρευσης.
Η φυσική και ψυχολογική αποδόμηση των κρατουμένων, στερημένων από κάθε αξιοπρέπεια και ταυτότητα, οδηγεί τους επιβιώσαντες σ’ ένα φοβερό αίσθημα ενοχής: «Γιατί εγώ δεν είμαι νεκρός»; Πολλοί θα αυτοκτονήσουν κατά την άφιξη των ρωσικών στρατευμάτων, ανίκανοι να αντέξουν το βάρος της ζωής τους σ’ ένα χώρο χιλιάδων νεκρών. Η διαπίστωση-μαρτυρία του Λέβι είναι συγκλονιστική: «Εκείνος που σκοτώνει είναι ένας άνθρωπος, εκείνος που υφίσταται μία αδικία είναι ένας άνθρωπος. Αλλά εκείνος που φθάνει ως το σημείο να μοιραστεί το κρεβάτι του με ένα πτώμα, αυτός εδώ δεν είναι πια ένας άνθρωπος».
Το μίσος των Γερμανών εναντίον των Εβραίων
Ο Πρίμο Λέβι απέδιδε το μίσος των Γερμανών εναντίον των Εβραίων στην κατηγορία των χριστιανών ότι «οι Εβραίοι θανάτωσαν τον υιό του Θεού», στη θεωρία των «κατώτερων φυλών», αλλά και στην εισδοχή των Εβραίων με επιθετικό τρόπο στις κοινωνίες και κυρίως στις οικονομίες των Προτεσταντών, όπως συνέβη στην Πρωσία. Μετά την κατάκτηση από τον Ναπολέοντα, όμως, αναπτύχθηκε ένας φοβερός εθνικισμός, που προκλήθηκε από τον Ρομαντισμό αλλά και φιλοσόφους όπως ο Χέγκελ και ο Φίχτε, και ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα την σκλήρυνση της στάσης απέναντι στους μη χριστιανούς. Είναι χαρακτηριστικό το δοκίμιο που δημοσίευσε ο Ρ. Βάγκνερ το 1851(με ψευδώνυμο) και είχε τον τίτλο «Η ιουδαϊκότητα στη μουσική». Έγραφε σ’ αυτό για τους Εβραίους: «εισχωρούν παντού, καταλαμβάνουν τις καλύτερες θέσεις στην κοινωνία (και) με την διαφορετική κουλτούρα τους υποσκάπτουν τα θεμέλια του Κράτους». Πρόκειται για την ασυμφωνία μεταξύ Ελλήνων και Εβραίων, αισθησιακότητας και πνευματικότητας, Αθήνας και Ιερουσαλήμ έγραφε ο Άλμπρεχτ Μπετζ στο βιβλίο του για τον Γερμανοεβραίο ποιητή Χάιν (Heine), ο οποίος προείπε ότι «αυτοί που καίνε τα βιβλία θα καταλήξουν αργά ή γρήγορα να καίνε ανθρώπους».
«Τώρα ή ποτέ»
Ο Πρίμο Λέβι θεωρούσε το βιβλίο του «Τώρα ή ποτέ» ως το πρώτο του μυθιστόρημα. Σ’ αυτό, μία ομάδα παρτιζάνων, ρωσοεβραίοι και εβραίοι της Πολωνίας στην πλειοψηφία τους, μάχονται σε όλα τα μέτωπα. Εκκινούν από τη Λευκορωσία και διασχίζουν όλη την Ευρώπη, αναζητώντας τη γη της επαγγελίας που την έχουν χάσει εδώ και δύο χιλιετίες. Αντιμετωπίζουν τρομερές δοκιμασίες, κινδυνεύουν να χαθούν κάθε στιγμή, στις στέπες, στους πάγους και παντού συναντούν ίχνη από το μίσος των ναζί εναντίον των Εβραίων. Όταν φθάνουν στο Μιλάνο, στο τέλος του πολέμου, και μέσω μιας ιταλικής εβραϊκής οργάνωσης θα δοθεί το σύνθημα: Τώρα πρέπει να πάμε στην Παλαιστίνη ή ποτέ.
Ο Λέβι διαφοροποιεί ελάχιστα τη γλώσσα του σε σχέση με το «Αυτό είναι ο άνθρωπος». Εξακολουθεί να κρατάει έναν τόνο ψυχρό, αποστασιοποιημένο, ουδέτερο. Παρατηρεί χωρίς καμία συγκινησιακή έξαρση. Το πνεύμα του επιστήμονα χημικού ακολουθεί τη γραμμικότητα, δεν προδίδει ούτε τις χρονολογίες ούτε τους τόπους. Όταν θέλει να δώσει ζωή στους ήρωές του, αυτοί παραμένουν μονοδιάστατοι, σχεδόν δεν ζουν μέσα στο σώμα τους. Όλοι οι διάλογοι ως απεικονίσεις των σκέψεων των ανταρτών περιστρέφονται γύρω από τον αγώνα.
Ο φασισμός είναι εδώ
Ο Λεβί διαπιστώνει ότι «ο φασισμός προϋπήρχε του Χίτλερ και του Μουσολίνι και εξακολουθεί να υπάρχει, έκδηλα ή άδηλα, και μετά την ήττα του στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Παντού, στον κόσμο, όπου αρχίζουμε με την κατάπνιξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου και του δικαιώματός του στην ισότητα, ολισθαίνουμε ταχύτατα στο σύστημα των στρατοπέδων συγκέντρωσης...».
Η εξέλιξη του κράτους του Ισραήλ, ειδικά μετά το 1982, κατέθλιψε τον Λέβι. Αυτός που προσέφερε το αίμα του για τους πληγωμένους ισραηλινούς του πολέμου των έξι ημερών, το 1967, καταδικάζει τώρα με κατηγορηματικό τρόπο την εισβολή των ομοεθνών του στον Λίβανο. Η ρομαντική εικόνα, που τροφοδοτούνταν από τους σοσιαλιστές Εβραίους του 19ου αιώνα, για το κράτος του Ισραήλ έχει διαψευστεί πλήρως. Η δισχιλιετής οδύσσεια των Εβραίων -μαρτύρων αντί για τη «χώρα της επαγγελίας» κατέληξε κατά ειρωνικό τρόπο σε μία άτεγκτη πολεμική μηχανή.