Ποιος σκότωσε τον Μαρίνο Αντύπα;

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 14.03.21 ]

 Ο Μαρίνος Αντύπας γεννήθηκε το 1872 στο χωριό Φερεντινάτα της Κεφαλονιάς. Ο πατέρας του ήταν μαρμαροτεχνίτης. Τελείωσε το Ελληνικό Σχολείο και το Γυμνάσιο στο Αργοστόλι και το 1890 εγγράφεται στη Νομική σχολή της Αθήνας. Εκεί έρχεται σε επαφή με τον «Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο» που ίδρυσε την ίδια χρονιά ο Σταύρος Καλλέργης. Ο Αντύπας αναλαμβάνει την οργανωτική δουλειά του Συλλόγου και προσπαθεί να οργανώσει τους υπαλλήλους των οινοπαντοπωλείων. Συγκεκριμένα, όπως διαβάζουμε σε «πρόσκληση» που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ», την Δευτέρα 25η Δεκεμβρίου 1895, «Προσκαλούνται άπαντες οι υπηρέται των Οινοπαντοπωλών μικροί τε και μεγάλοι, όπως παρευρεθώσιν εις την πλατείαν του Θησείου ημέραν Δευτέραν 25 Δεκεμβρίου και ώραν 3ην μ.μ. όπως συσκεφθώσι περί ιδρύσεως Σωματείου, θα αναπτύξη δε τας βάσεις αυτού ο κ. Μαρτίνος Αντύπας φοιτητής της Νομικής»[1]. Η πρόσκληση γίνεται για την ημέρα των Χριστουγέννων! Την ίδια ημέρα, ήτοι την παραμονή, ο «Εκδότης Βιβλιοπώλης» Αναστάσιος δ. Φέξης ανακοινώνει τη δημοσίευση σε 40-50 «δεκάλεπτα» φυλλάδια του έργου του Ι. Μίλτωνος «Ο απολεσθείς παράδεισος» σε μετάφραση Παύλου Γρατσιάτου. Ο Μίλτον είχε αποκαταστήσει το διάβολο ως «επαναστάτη» για να εκφράσει στο φαντασιακό των πολιτών ότι η ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης δεν ήταν δαιμονικό γεγονός. Από εδώ προέκυψε και το νεωτερικό «δαιμονιακό ύψιστο», αλλά και οι αποκαλούμενοι «καταραμένοι» της λογοτεχνίας και της ζωής. Με άλλα λόγια στο φαντασιακό των ανθρώπων μέσω της αλλαγής της εικόνας του διαβόλου διαμορφώνεται ένας πιο δημοκρατικός ουρανός που μπορεί να έχει την αντιστοιχία του στη Γη. Έτσι, λοιπόν, έχουμε μια πίστη σ’ ένα εκείθεν απολυταρχικό και στη συνέχεια μία πίστη σ’ έναν μελλοντικό κόσμο, που δεν έρχεται ποτέ, αλλά που εκδημοκρατίζεται, καθώς αναγνωρίζει τους «κάτω», τους καταραμένους, τους απόκληρους. Συνεπώς, η ζωή εξακολουθεί να «διαβάζεται» με τα γυαλιά των λογής πίστεων-επινοήσεων, από τους αιματηρούς μανιχαϊσμούς των βιρτουόζων του πνεύματος, των «ιδεοπρακτών», των «μηχανικών ψυχών» και των ουροβόρων του πνεύματος, αλλά και των «αντι-αγίων». Οι τελευταίοι, οι αντάρτες-άγιοι είναι αυτοί που αρνούνται την εξουσία-αυθεντία της αγιοσύνης τους, αυτοί που παραμένουν αιρετικοί, αντινομικοί, ετερόδοξοι, δηλώνοντας έτσι την πολυσημία της ζωής. Τέτοιος ήταν ο Αντύπας.  

Όταν ξεσπά η κρητική επανάσταση κατεβαίνει εθελοντής στην Κρήτη όπου τραυματίζεται στο στήθος και επιστρέφει στην Αθήνα για να αναρρώσει. Ήδη είναι γνωστός στην πρωτεύουσα όπου η εφημερίδα Ακρόπολις (10 Μαρτίου 1897) τον παρουσιάζει ως «γνωστοτάτη φυσιογνωμία έν Αθήναις. Με την πελωρίαν ρεμπούμπλικάν του, την λεοντώδη μορφή του και το ανδρικώτατον παράστημά του ετάραξε τους αθηναϊκούς κύκλους»[2].

Στις 14 Σεπτεμβρίου 1897 ο Αντύπας μιλάει στο συλλαλητήριο στην Ομόνοια και ασκεί σφοδρή κριτική εναντίον του Παλατιού και ειδικά εναντίον του διαδόχου και των πριγκίπων για τη στάση τους στον πόλεμο και την ταπεινωτική ήττα του ίδιου έτους, ενώ καταφέρεται εναντίον των διαπραγματεύσεων που επιβάλλουν οι Μεγάλες Δυνάμεις και ζητά τη συνέχιση του πολέμου μέχρις εσχάτων. Το παλάτι διέταξε τη σύλληψή του για «διέγερση του λαού» και εξύβριση του διαδόχου και των Μεγάλων Δυνάμεων! Προφυλακίστηκε για ένα τρίμηνο, ενώ η δίκη του έγινε στις 8 Γενάρη 1898, όπου και καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκιση. Τον χαρακτήρισαν «επικίνδυνο» και τον οδήγησαν στις φυλακές της Αίγινας σε συνθήκες πλήρους απομόνωσης. Σε περίπτωση που θα ερχόταν σε επαφή με κάποιον, θα κρατούνταν μονίμως στο κελί του και θα ετίθετο «υπό άναλον δίαιτα».

Το 1898 αποφυλακίζεται και επιστρέφει στο Αργοστόλι. Συστήνει σοσιαλιστική ομάδα και κυκλοφορεί την εβδομαδιαία εφημερίδα «Ανάστασις»(29 Ιουλίου 1900) με υπότιτλο «εφημερίς ανθρωπιστική». Η κυκλοφορία της εφημερίδας διακόπτεται και ο Αντύπας συλλαμβάνεται.

Τον Απρίλιο του 1903 επισκέπτεται το Βουκουρέστι όπου βρισκόταν ο πλούσιος θείος του, από την πλευρά της μητέρας του, Γεώργιος Σκιαδαρέσης. Ο Αντύπας πείθει το θείο του να επενδύσει σε αγροτική γη στην Ελλάδα. Έτσι, ο Σκιαδαρέσης και ο επίσης κεφαλλονίτης Αριστείδης Μεταξάς αγοράζουν 300 χιλιάδες στρέμματα στην περιοχή του Πυργετού και του Λασποχωρίου(Ομολίου). Στο Σκιαδαρέση ανήκε το ένα τέταρτο και τα υπόλοιπα τρία στον Μεταξά.

Τον Ιούνιο του 1904 ο Αντύπας επιστρέφει στο Αργοστόλι και στις 3 Ιουλίου επανεκδίδει την εφημερίδα «Ανάστασις». Δημιουργεί δε μια παιδευτική λέσχη, το «Λαϊκόν Αναγνωστήριον Η Ισότης», που λειτουργούσε δίκην «λαϊκού σχολείου». Όμως στις 10 Ιουλίου συλλαμβάνεται και δικάζεται και πάλι, αυτή τη φορά από το Πλημμελειοδικείο Αργοστολίου, για εξύβριση του βασιλιά. Αυτή τη φορά όμως, αθωώνεται. Στις 14 Αυγούστου 1905 διοργανώνει συλλαλητήριο στους Στύλους του Ολυμπίου Διός(«εις τον τόπον τούτον τον ιερόν, όπου εσυμβολίζετο άλλοτε ο θεός της δυνάμεως και της ισχύος», απόσπασμα της ομιλίας του, εφημ. Εμπρός 15.8.1905) σε ένδειξη συμπαράστασης στην Κρητική Επανάσταση(Θέρισο). Ο Αντύπας μιλάει μπροστά σε είκοσι χιλιάδες διαδηλωτές.  Συλλαμβάνεται και πάλι και κρατείται για δύο μέρες. Θρυλείται ότι ο Αντύπας είχε επαφή με τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Στις εκλογές του 1906 θα είναι υποψήφιος βουλευτής Κραναίας και στις 11 Μαρτίου δημοσιεύει στην εφημερίδα «Ανάστασις» το «Πρόγραμμά μας» με έντονο το χρώμα της «ηθικής επανάστασης» που πρέσβευε. Για την ακρίβεια η πολιτική θεωρία του Αντύπα είναι ένα μίγμα σοσιαλιστικών και χριστιανικών ιδεών: «Ότι λοιπόν ο Σοσιαλισμός είναι αυτή η Αλήθεια, αυτή η Δικαιοσύνη, και ότι ο διδάξας τούτον είναι ο Χριστός, και ότι ολόκληρος εν τω Ευαγγελίω εμπεριέχεται τούτο είναι αναμφισβήτητον». Γι’ αυτό η θυσία(όπως στην περίπτωση του Χριστού) είναι κεντρικής σημασίας για τον Αντύπα καθώς «η πρόοδος της ιδέας έχει ανάγκην αυτοθυσίας και ότι το δέντρο του αγώνα ποτίζεται με αίμα…»[3].

Κεντρικής σημασίας για τον Αντύπα είναι η ευαγγελική ρήση «ο μισείς ετέρω μη ποιήσεις», καθώς «Η ελευθερία συνίσταται εις το να δύναται να πράττη παν ό,τι δεν βλάπτει τον άλλον(…), ώστε η εξάσκησις των φυσικών δικαιωμάτων παντός ανθρώπου δεν έχει άλλα όρια ειμή εκείνα τα οποία εξασφαλίζουσιν εις τα άλλα μέλη της Κοινωνίας την απόλαυσιν των αυτών δικαιωμάτων, τα όρια ταύτα μόνον υπό της γενικής θελήσεως όλων διαγράφονται»[4]. Υπ’ αυτή την οπτική της ελευθερίας το «Σοσιαλιστικόν Πολίτευμα» καταργεί τα προνόμια των «Βασιλέων και Αρχόντων αλλά και αυτό το κληρονομικόν δικαίωμα της περιουσίας αφαιρεί, και την δύναμιν του χρήματος καταργεί, και μίαν Κοινωνική τάξην καθορίζει εργαζομένην άνευ εξαιρέσεως και απολαμβάνουσαν άνευ διακρίσεως… Όλοι οι άνθρωποι εξίσου θα εργάζονται και αδελφικώς θα αλληλοβοηθώνται, ούτως δε πληρούται το του Χριστού ρηθέν «και ελεύσεται ημέρα καθ’ ην γενήσεται η ανθρωπότης μία ποίμνη εις ην εις θα είναι ποιμήν η Αγάπη και η Δικαιοσύνη»»[5]. Αγάπη και Δικαιοσύνη, αλλά πως; Με ποια μέσα ο Σοσιαλισμός «θα επιτύχη»; Διερωτάται ο Αντύπας αλλά φαίνεται να καταλήγει στο «βαθμηδόν»: «Ανεγείρων δηλαδή ολίγον κατ’ ολίγον τας Εργατικάς Τάξεις εκ του βορβόρου της πείνας και αμαθείας και κρημνίζων ανεπαισθήτως και συνεχώς το χρήμα και την Βασιλείαν θα φέρη αιφνιδίως εν μέσω των μειδιαμάτων τη Ανθρωπότητος το ΤΕΛΟΣ του ΤΥΡΑΝΝΟΥ»[6].  

Στο τελευταίο άρθρο του στην «Πανθεσσαλλική»(26.2.1907) που τιτλοφορείται «Τι είμαι» ο Αντύπας σημειώνει: «Είμαι σοσιαλιστής, όνομα και πράγμα, φέρω τον τίτλο μου πιστώς και υπερηφάνως. Πιστεύω ως παντοκράτορα, ποιητήν ορατών τε και αοράτων, την εργασίαν και ως ομοούσιον και αχώριστον τριάδα της ευτυχίας και της ειρήνης την ελευθερίαν, την ισότητα και την αδελφότητα. Φρονώ δηλαδή ότι, όπως το φως του ηλίου, ο αήρ, το ύδωρ κ.τ.λ. είναι εις την καθολικήν των ανθρώπων χρήσιν, ούτω και πάντα τα’ άλλα, όσα ο άνθρωπος χρειάζεται, δύνανται να καταστώσι κοινά, ίνα οι ατελείς και εγωιστικοί νόμοι, τους οποίους ενομοθέτησε η επίσης ατελής διάνοια του ανθρώπου, αντικατασταθώσι δια του τελειοτάτου και δικαιοτάτου του Ιησού, όστις παραγγέλλει «αγάπα τον πλησίον Σου ως σεαυτόν»…». 

Στους άμεσους στόχους του Προγράμματός του ο Αντύπας θέτει την πάταξη της διαφθοράς, την κατάργηση του ρουσφετιού και την επικράτηση της αξιοκρατίας, τον διαρκή έλεγχο όλων των φορέων της εξουσίας, τη συγκρότηση κομμάτων αρχών, τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, τη φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου, την εισαγωγή φόρου στα είδη πολυτελείας, την υιοθέτηση συμβάσεων εργασίας για την προστασία των ημερομισθίων των εργαζομένων, τη συγκρότηση ταμείων για τις συντάξεις, την αποκέντρωση, ένα νέο δικαστικό αλλά και εκλογικό σύστημα και την κατάργηση της στρατιωτικής θητείας. Για τους αγρότες ζητά να τους διανεμηθούν τα ακαλλιέργητα εδάφη που ανήκουν είτε στο Έθνος είτε στα μοναστήρια είτε στους τσιφλικούχους «αποζημιουμένων των κατόχων δι’ αναλόγου και δυνατής αποζημιώσεως δια δόσεων».

Οι μακροπρόθεσμοι στόχοι είναι η πλήρης ανατροπή του διοικητικού, πολιτικού και θρησκευτικού κατεστημένου, η καθαίρεση των βασιλιάδων και η δημιουργία μιας παγκόσμιας κοινωνίας ελευθερίας, ισότητας, αδελφότητας, χωρίς αφέντες και δούλους.             

Απευθυνόμενος και σ’ αυτούς που δεν θα τον ψηφίσουν τους λέει πως «ολίγον μας ενδιαφέρει ο χιτών του βουλευτικού αξιώματος», γιατί «η επανάστασις, ην ημείς εννοούμεθα, θα γίνη, και αν επιτύχωμεν και αν αποτύχωμεν…. Ζήτωσαν αι εργατικαί τάξεις, Ζήτω ο Κοινωνισμός»[7]. Αλλά τι είναι ο Κοινωνισμός της άμεσης πράξης του Αντύπα; Είναι ένα μίγμα που έχει ως βάση τον επτανησιακό ριζοσπαστισμό και δόσεις απ’ όλες τις τάσεις του ελληνικού σοσιαλισμού του 19ουαιώνα. Ο Αντύπας είναι ένας «πρωτοσοσιαλιστής» καθώς υιοθετεί σοσιαλιστικές αντιλήψεις των αποκαλούμενων «ουτοπικών» μαζί με απόψεις του Ένγκελς, της αναρχικής ιδεολογίας και του κλασσικού ευρωπαϊκού ανθρωπισμού. Και όλα αυτά έχουν ως συνδετικό αρμό την κοινοκτημοσύνη και την αγάπη του πρωτοχριστιανισμού αλλά και την ιδεολογία κάποιων κινημάτων με θρησκευτικό χαρακτήρα, όπως ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία και η Κομμούνα του Μίνστερ της Βεσταφαλίας το 1534. Αυτός ο κοινωνισμός της πράξης διαπνέεται από το πνεύμα της θυσίας προσώπων που αισθάνονται ότι επιτελούν την αποστολή του κοινωνικού αναμορφωτή και γι’ αυτό έχουν μία ισχυρή αίσθηση του δικαίου. 

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Αντύπας είναι υπέρ ενός χριστιανισμού της Αγάπης και της Κοινοκτημοσύνης αλλά είναι κατά της Εκκλησίας και κυρίως των μονών. Η συμπεριφορά των διάφορων μοναστηριών προς τους φτωχούς είναι οικτρή[8].

Μετά την αποτυχία του στις εκλογές, ο Αντύπας αφού βαφτίζει τις κόρες δύο φίλων του Αναρχία και Επανάσταση πηγαίνει στη Θεσσαλία, όπου αναλαμβάνει επιστάτης στα κτήματα του θείου του Γ. Σκιαδαρέση. Εκεί αρχίζει να γυρνάει τα χωριά και να μιλάει στους κολίγους και τους χωρικούς για τα δίκαια αιτήματά τους και το κοινωνιστικό του όραμα. Όπως ήδη προείπαμε ο θείος του Αντύπα, Γ. Σκιαδαρέσης είχε αγοράσει τα κτήματα με τον Α. Μεταξά, του οποίου επιστάτης ήταν ένας Ιωάννης Κυριακός από την Αιτωλοακαρνανία που πίεζε με τη συγκατάθεση του Μεταξά τους κολίγους και τους χωρικούς προκειμένου να αυξήσει τα κέρδη του. Ο Μαρίνος Αντύπας κατηγόρησε τον Κυριακό στον Μεταξά ως καταχραστή και εκβιαστή, ζητώντας να εκδιωχθεί από το τσιφλίκι, αλλά ο Μεταξάς αρνήθηκε. Έτσι, ο Κυριακός κατέστη εχθρός και υπονομευτής του Αντύπα. Όπως, όμως, είδαμε πριν, εχθροί του ήταν και οι βασιλείς, οι οποίοι είχαν κάθε συμφέρον για την εξόντωσή του αφού ξεσήκωνε τα πλήθη εναντίον τους. Μη λησμονούμε και το θρύλο που θέλει τον Αντύπα να συνεργάζεται με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Είναι ήδη γνωστό ότι έχει πάει δύο φορές εθελοντής στην Κρήτη. Την πρώτη φορά μάλιστα, είχε τραυματιστεί στο στήθος. Η υπόθεση, όμως, του Μακεδονικού Αγώνα έχει διττή σημασία καθώς συγκεντρώνει άτομα, συγκεκριμένα κολίγους, που έχουν καταφύγει στα βουνά, συστήνοντας συμμορίες, κυνηγημένοι από τους τσιφλικάδες μετά το νόμο ΒΧΗ΄ της 9ης Ιουλίου 1889 «περί εξώσεως δυστροπούντων ενοικιαστών» του Θεοτόκη. Συχνά οι συμμορίες αυτές χρησιμοποιούνται από το ελληνικό κράτος ως μέλη ανταρτικών επαναστατικών σωμάτων τόσο το 1897 όσο και κατά τον Μακεδονικό αγώνα. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι αυτοί οι «ληστές-αντάρτες» συγκρούονται με τις ομάδες των «αγροφυλάκων» -άλλες δηλαδή συμμορίες- που προσλαμβάνονται από τους τσιφλικάδες. Γι’ αυτό οι «ληστές-αντάρτες» έχουν τη λαϊκή στήριξη και πολλές φορές γίνονται θρύλοι.

Όμως, ο Αντύπας είχε κι άλλους εχθρούς, όπως τον τσιφλικά βουλευτή Αγαμέμνονα Σλήμαν, γιο του αρχαιολόγου, που κατηγόρησε τον Αντύπα στον Νομάρχη Λάρισας Κ. Νιώτη ότι ξεσηκώνει τους αγρότες και διασαλεύει την τάξη στην περιοχή, κυρίως γιατί απάλλαξε τους κολίγους των κτημάτων του θείου του από την υποχρέωση να παραδίδουν τα προϊόντα τους στην έδρα της επιστασίας, ενώ τους παραχώρησε μεγαλύτερες εκτάσεις για βοσκή. Διαπιστώνουμε, συνεπώς, ότι η θέση του επιστάτη και ο θεσμός της επιστασίας είναι αποφασιστικής και κρίσιμης σημασίας για το τσιφλίκι.

Στις 6 Σεπτεμβρίου 1906 ο Νομάρχης Λάρισας κάνει έντονες συστάσεις στον Αντύπα στην κεντρική πλατεία της πόλης ότι δημιουργούσε «κακό προηγούμενο» με τον τρόπο που ασκούσε την επιστασία, ξεσηκώνοντας τους κολίγους και ζημιώνοντας τους τσιφλικάδες. Ο Αντύπας απάντησε δεόντως στο Νομάρχη, λέγοντας ότι θα διαχειρίζεται όπως εκείνος νομίζει τα κτήματα του θείου του. Ο Νιώτης διέταξε τον χωροφύλακα που τον συνόδευε να συλλάβει τον Αντύπα. Αλλά παρενέβη ο δικαστής Αγαθόνικος και η σύλληψη δεν έγινε. Την επομένη ο Μ. Αντύπας έστειλε δύο μάρτυρες στο Νομάρχη για να κανονίσουν την μεταξύ τους μονομαχία. Ο Νιώτης δεν δέχτηκε αλλά τον μήνυσε «επί προκλήσει εις μονομαχίαν, δι’ αντικοινωνικήν και αναρχικήν δράσιν…».

Ο Αντύπας έμαθε ότι αυτός που τον κατηγόρησε στον Νομάρχη ήταν ο Σλήμαν (η σύζυγός του Ναντίνα τον αποκάλεσε «λούμπεν»!). Έτσι, στις 10 Σεπτεμβρίου 1906 συναντά στο καφενείο Ζαχαράτου της πλατείας Συντάγματος τον Σλήμαν με την παρέα του και του ζητάει το λόγο. Ο Σλήμαν του απάντησε σκαιότατα. Ακολουθεί σφοδρή λογομαχία και ο Αντύπας χαστουκίζει το γιο του Ερρίκου Σλήμαν. Ο Αντύπας συλλαμβάνεται και την 19η Σεπτεμβρίου γίνεται η δίκη όπου ο κατηγορούμενος θα μιλήσει για την οικτρή κατάσταση των κολίγων της Θεσσαλίας: «Εκεί [στη Θεσσαλία] η κατάστασις ήτο αθλία και η εικών απαισία. Έλληνες αδελφοί μας γυμνοί και κάτισχνοι, εφ’ ων τα οστά μόνον και η επιδερμίς προσκολλώνται, χρησιμεύουσιν ως τα φορτηγά ζώα των ημεδαπών τυράννων, εν ω η ασπλαχνία παρεσκεύασε την γενικήν μετανάστευσιν των Ελλήνων, συνεπεία της οποίας βεβαίως η αύριον θα ανατείλη πολύ συννεφώδης και πάρα πολύ τρομακτική. Ήρχισα λοιπόν και έργω και λόγω να παρέχω εις τους χωρικούς πάσαν δυνατήν ευκολίαν απαλλάσσων τούτους από τας δουλικάς αγγαρείας, ας καθιέρωσεν η τετρακοσαετής τυραννίας των Τούρκων και εξηκολούθησε συνεχίζουσα λίαν ασυστόλως η τεσσαρακονταετής των Ελλήνων τσιφλικούχων απληστία…»[9]. Οι ιδιοκτήτες θεωρώντας ότι θα ζημιώνονταν συμμάχησαν με τον Σλήμαν και με παρουσίασαν στην εξουσία ως κακούργο κατέληξε στην απολογία τους ο Αντύπας, ο οποίος καταδικάστηκε σε εικοσαήμερη φυλάκιση αλλά είχε κερδίσει τη συμπάθεια του κόσμου.

Επιστρέφοντας στη Θεσσαλία άρχισε να δέχεται απειλές από τους μηχανισμούς των τσιφλικάδων, δηλαδή από την επιστασία και τους επιστάτες. Ανάλογες απειλές δέχονταν και ο προκάτοχος του Αντύπα αλλά και ο ίδιος ο Γ. Σκιαδαρέσης. Που εν προκειμένω σταματά η αλήθεια και αρχίζει ο θρύλος είναι δύσκολο να διαπιστωθεί. Πάντως, οι κολίγοι χρειάζονταν έναν ήρωα, το δικό τους Χριστό, έναν αρνητή της τάξης του, αφού ο Αντύπας ανήκε και ως δικηγόρος και ως επιστάτης και ως ανηψιός του τσιφλικά στην τάξη των «πάνω».

Τον Αντύπα σκότωσε ο επιστάτης του Α. Μεταξά, ο Ιωάννης Κυριακός, με τον οποίο συγκατοικούσαν στο ίδιο δίπατο οίκημα με πλήρη αυτονομία όμως των διαμερισμάτων τους. Ο Κυριακός καθόταν με τη γυναίκα και το παιδί του στο κάτω διαμέρισμα και ο Αντύπας στο πάνω. Για να ανέβει στο διαμέρισμα του πάνω ορόφου ο Αντύπας περνούσε από έναν κοινό διάδρομο, στον οποίο «έβλεπε» η πόρτα του διαμερίσματος του Κυριακού. Ο διάδρομος αυτός έκλεινε, επίσης, με πόρτα, η οποία έμενε πάντα ξεκλείδωτη για να μπορεί να ανεβαίνει στον πάνω όροφο ο εκάστοτε κάτοικός του. Εκείνο το βράδυ, που επέστρεψε από τη Λάρισα, ο Αντύπας κάθισε να φάει σε μία αποθήκη με τον ξάδερφό του Παναγιώτη Σκιαδαρέση, τον δασοφύλακα Βασίλη Τσιάντο και τον αγροφύλακα Θ. Μωραΐτη. Εκεί τους είπε ότι έδωσε 100 δραχμές για τον Μακεδονικό Αγώνα. Το ποσό φάνηκε υπερβολικό στους υπόλοιπους της παρέας και ο Αντύπας θέλησε να πάει στο διαμέρισμά του για να τους φέρει την απόδειξη, αλλά βρήκε την «εξώπορτα» κλειδωμένη και την χτύπησε για να του ανοίξει ο Κυριακός. Σύμφωνα με την κατάθεση του Σκιαδαρέση στα χέρια του οποίου πέθανε ο Αντύπας, ο Κυριακός αρνήθηκε αρχικά να ανοίξει. Στη συνέχεια άνοιξε, λέγοντας στον Αντύπα ότι δεν έχει δικαίωμα να ανέβει στην κατοικία του. Τότε προκλήθηκε φιλονικία και αντηλλάγησαν βαριές εκφράσεις, οπότε ο Κυριακός παίρνει το όπλο του και χτυπάει αρχικά τον Αντύπα ελαφρά στο κεφάλι. Η δεύτερη βολή θα πετύχει τον Μαρίνο Αντύπα στο πίσω μέρος –οσφυική χώρα- ενώ έφευγε. Ο πυροβοληθείς θα εκπνεύσει στην αγκαλιά του ξαδελφού του. Οι τελευταίες λέξεις του ήταν σύμφωνα με τον Παναγιώτη Σκιαδαρέση «Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία». Πλέον οι κολίγοι είχαν το δικό τους Χριστό. Αλλά ποιος δολοφόνησε τον Αντύπα; Ποιος είχε όφελος; Είχαν πολλοί. Είχε αρχικά ο Μεταξάς που είχε δώσει 10.000 δραχμές σ’ έναν Γιαταγάνα για να τον σκοτώσει. Αλλά ο επίδοξος φονιάς αποκάλυψε στον Αντύπα το σχέδιο του τσιφλικά. Είχε κίνητρο ο Κυριακός, τον οποίο ο Αντύπας ζήτησε να τον διώξουν οι εργοδότες του ως καταχραστή και συκοφάντη. Είχε και ο Σλήμαν. Αλλά προπάντων είχε ο βασιλιάς και η οικογένειά του εναντίον των οποίων εστρέφετο διαρκώς ο Αντύπας με συνέπεια να συλληφθεί και να φυλακισθεί πολλές φορές. Ο βασιλιάς είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την γεωργία. Αξίζει να σημειωθεί ότι τον Απρίλιο του 1901 τόσο ο βασιλιάς όσο και ο διάδοχος με τους πρίγκιπες Ανδρέα και Νικόλαο συμμετείχαν στο Πανελλήνιο Αγροτικό Συνέδριο στο Ναύπλιο. Μάλιστα, ο βασιλιάς στο λόγο του αναφέρθηκε στην πρόθεσή του να συστήσει «Γεωργική Εταιρεία». Όπως βλέπουμε ο βασιλιάς (όπως και ο Θεοτόκης) συνεχίζει την πολιτική Τρικούπη για την έλευση κεφαλαίων της διασποράς και τις επενδύσεις στη γεωργία. Ήταν με άλλα λόγια υπέρ των τσιφλικάδων(που θα «εφαρμόσωσι την μεγάλην καλλιέργειαν και θα εισαγάγωσι τας μηχανάς εις τας γεωργικάς εργασίας» εφημ. Εμπρός 3.5.1900). Εξάλλου, στις 5 Μαρτίου 1910, η Πανθεσσαλική Επιτροπή στέλνει υπόμνημα στο βασιλιά Γεώργιο, γεγονός που αποδεικνύει την εξουσία του τελευταίου επί του θέματος. Στο υπόμνημα περιγράφεται η οικτρή κατάσταση των κολίγων. «Μας εξωνούσι… ο Γεωργικός πληθυσμός ελαττούται… η τοκογλυφία ακμάζει και η ελονοσία θερίζει… Εν Δανία η Δουλοπαροικία κατηργήθη από του 1788 έτους…» αναφέρεται χαρακτηριστικά. 

Συνεπώς, πολλοί είχαν λόγο να σκοτώσουν τον Αντύπα, από τον βασιλιά[10] που παρουσιαζόταν «σαν αδύναμος σιωπηλός προστάτης των αγροτών», εμποδίζοντας έτσι τη συμμαχία τους με τις αντιμοναρχικές μειοψηφίες της αστικής τάξης, έως τον Κυριακό.

 Στην εφημερίδα ΣΚΡΙΠ σε ανταπόκριση από τη Λάρισα με ημερομηνία 26 Ιανουαρίου 1908, που υπογράφει ο «Αδάμ», περιγράφεται η εξ αναβολής δίκη στο κακουργοδικείο της θεσσαλικής πόλης του δολοφόνου του Μαρίνου Αντύπα, Γιάννη Κυριάκου(σ.σ. έτσι αναφέρεται στο δημοσίευμα και όχι Κυριακού). Οι δικηγόροι υπεράσπισης ζητούν και πάλι την αναβολή της δίκης. Η πρώτη αναβολή έγινε προ μηνός λόγω της απουσίας ουσιωδών μαρτύρων, όπως ο Π. Σκιαδαρέσης, ο Θ. Μωραΐτης και ο Αθανασάκης. Οι μάρτυρες αυτοί απουσιάζουν και τώρα. Το δικαστήριο, αν και αποφάσισε τη διενέργεια της δίκης, επεφύλαξε στον εαυτό του το δικαίωμα να την αναβάλει οποτεδήποτε κρίνει αναγκαία την παρουσία των μαρτύρων που απουσιάζουν. Κατά την εξέταση των μαρτύρων υποστηρίχτηκε από την πλευρά των μαρτύρων κατηγορίας ότι ο Μαρίνος δεν απείλησε τον Κυριακό ώστε αυτός να τον πυροβολήσει ευρισκόμενος εν αμύνει, ενώ από την πλευρά του κατηγορουμένου υποστηρίχτηκε πως αυτός πυροβόλησε ευρισκόμενος σε νόμιμη άμυνα. Συγκεκριμένα, ο μάρτυρας Τσάντος κατέθεσε ότι δεν άκουσε ύβρεις εκ μέρους του Αντύπα ούτε τον είδε να κρατάει μαχαίρι. Ύστερα καταθέτει ο μάρτυρας κατηγορίας Βαλάσης, που αναφέρει ότι είδε τον Αντύπα να βγαίνει από το δωμάτιο του κατηγορουμένου κρατώντας μαχαίρι και «συγχρόνως εβεβαίωσεν ότι ήκουσε τον Αντύπαν να υβρίζη και να αποκαλή τον κατηγορούμενον άτιμον και κερατάν και συγχρόνως να ραπίζη αυτόν». Διαπιστώνει κανείς ότι ο μάρτυρας κατηγορίας κατέστη μάρτυρας υπεράσπισης. Όμως το ψεύδος ήταν εξόφθαλμο καθώς ο μάρτυρας Χασαπίδης(ανθυπολοχαγός) κατέθεσε ότι σύμφωνα με τον ίδιο τον φονέα, όπως του διηγήθηκε το συμβάν, ο Αντύπας βλήθηκε μέσα στο δωμάτιο του Κυριάκου και συνεπώς ήταν αδύνατο να εξέλθει απ’ αυτό κρατώντας μαχαίρι. Μετά από αυτό το δικαστήριο αποφασίζει τη σύλληψη και κράτηση του μάρτυρα κατηγορίας Βαλάση και την απαγγελία σ’ αυτόν της κατηγορίας της ψευδορκίας. Ταυτόχρονα, αναβάλει τη δίκη και ζητά τη βίαιη προσαγωγή των μαρτύρων που απουσιάζουν. Όμως οι μάρτυρες δεν ήταν δυνατόν να προσαχθούν καθώς βρίσκονταν στην Αμερική και στη Μακεδονία. Αντί όλα αυτά να προκαλέσουν διερωτήσεις και απορίες στον ανταποκριτή της εφημερίδας (πως δηλαδή ο Βαλάσης κατέστη από μάρτυρας κατηγορίας, μάρτυρας υπεράσπισης, δεδομένης της ψευδορκίας του, και γιατί όλοι οι αυτόπτες μάρτυρες και δη οι φίλοι του Αντύπα, εν οις και ο ξάδερφός του Σκιαδαρέσης, έλλειπαν στο εξωτερικό;), εκείνος αναφέρει ότι «Η αιφνιδία αύτη τροπή της δίκης και η αναβολή, καθ’ ην μάλιστα στιγμήν ήρξατο να κλονίζηται η κατηγορία εκ των καταθέσεων των μαρτύρων και να αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος εν αμύνη ων εξετέλεσε τον φόνον, κατελύπησε την κοινωνίαν… Την λύπην της η κοινωνία μας εξεδήλωσεν ευθύς μετά την αναβολήν σπεύσασα και συλληπηθείσα τον κατηγορούμενο…»[11]. Η «κοινωνία» συνεπώς «εδίκασε», συναισθηματικώς, αλλά εδίκασε με επιείκεια και συμπάθεια τον φονιά σύμφωνα με τον ανταποκριτή, τον οποίο οι κολίγοι ως γνωστόν ήθελαν να λιντσάρουν. Το καταφανώς μεροληπτικό δημοσίευμα σε συνδυασμό με την ανασκευή των μαρτυριών κατηγορίας αλλά και την «εξαφάνιση» των ουσιωδών μαρτύρων κατηγορίας, δημιουργεί την πεποίθηση ότι ένας ολόκληρος μηχανισμός επιχειρούσε να αθωώσει τον δολοφόνο.                 

 Οι τσιφλικάδες, τελικά, του κάμπου είδαν ότι οι επενδύσεις στο χρηματιστήριο και στα ακίνητα(όπως του Συγγρού και του Καραπάνου) αλλά και σε εμπορικές επιχειρήσεις απέδιδαν πολύ περισσότερο και πολύ πιο εύκολα από την πάντα επισφαλή γεωργία. Η προσπάθεια, μάλιστα, της κυβέρνησης να καταστήσει τη Θεσσαλία «σιτοβολώνα» της Ελλάδας προσέκρουε στους ίδιους τους τσιφλικάδες που ενώ παρήγαγαν σιτάρι ήταν συγχρόνως και εισαγωγείς του! Οι αντιδράσεις, όμως, των κολίγων, όπως και οι πολιτικές πιέσεις, ανάγκασαν πολλούς απ’ αυτούς είτε να πουλήσουν είτε να εκχωρήσουν τα τσιφλίκια τους δίκην κληροδοτήματος στο ελληνικό κράτος, όπως έκανε ο Κωνσταντίνος Ζάππας και άλλοι, περιοριζόμενοι στο αμιγώς εμπορικό σκέλος της δραστηριότητάς τους και εγκαταλείποντας τη σχιζοειδή κατάσταση να υπερασπίζονται την εγχώρια και συγχρόνως την εισαγόμενη παραγωγή! Η περίπτωση του γιου του Χρηστάκη εφέντη Ζωγράφου και βουλευτή Τρικάλων αλλά και κουνιάδου του Κ. Καραπάνου, Γεωργίου Χρηστάκη Ζωγράφου είναι εξαιρετική. «Η γη είναι κοινόν καλόν και ουχί αποκλειστικόν δικαίωμα του ατόμου. Κοινωνία και γη είναι συνδεδεμένα αρρήκτως, προκειμένου δε περί της ιδιοκτησίας της γης η θέλησις του ατόμου έχει ως φραγμός το συμφέρον του όλου»[12]. Αυτά έλεγε ο Γεώργιος Χρηστάκης Ζωγράφος, υποστηρίζοντας τη διανομή στους κολίγους των κτημάτων του Ζάππα, που αρνιόταν το Δημόσιο! Κι ενώ ο τσιφλικάς μιλούσε για «δημόσιο συμφέρον» ο πρόεδρος του Γεωργικού Συνδέσμου Τρικάλων Γ. Σπυρόπουλος σε ομιλία του(7.2.1910)[13] αναφερόταν στον Θεό: «Ο Θεός είναι πατήρ όλων των ανθρώπων και οι άνθρωποι είναι αδελφοί προς αλλήλους, μας έδωκε δε, την ελευθερίαν να απολαμβάνωμεν των αγαθών της Γης. Αλλά η βία και η απληστία επέβαλον την δουλείαν, τα τσιφλίκια…». Αντιθέτως, ο Γεώργιος Χρηστάκης στο συνέδριο του Βόλου το 1912 θα μιλήσει για ευθύνη του «συστήματος», όπως θα έλεγαν και οι «σοσιαλισταί» της εφημερίδας «Ο Κοινωνισμός»[14] στις 20 Μαρτίου 1911!

Το χριστιανικό στοιχείο είναι έκδηλο και στους «νεοϊδεάτες» κοινωνιστές. Έτσι, το άρθρο στην εφημερίδα «Ο Κοινωνισμός» υπό τον τίτλο «Το Μέλαν στίγμα της ελληνικής πολιτείας» θα έχει ως υπότιτλο το «Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω». Συγκεκριμένα στο άρθρο αναφέρεται «Επί μίαν πεντηκονταετίαν Αυλή, Κυβερνήσεις, Βουλευταί, Δήμαρχοι, Κληρικοί, Δικασταί, Διδάσκαλοι και παντός είδους υπάλληλοι ωργίασαν, παρενόμησαν, εγκλημάτισαν και τοιουτοτρόπως εδημιουργήθη μία κατάστασις απαισία, εκσπάσασα τέλος εις μίαν ατυχή και άστοχον στρατιωτική επανάστασιν(σ.σ. η επανάσταση του 1909). Και ήλθεν η επανάστασις αύτη και ημνήστευσε τους πάντας και τα πάντα πανηγυρικώς. Επιπροσθέτως δ’ αμνηστεύεται και αυτή αύτη η επανάστασις παρά των παρ’ αυτής αμνηστευθέντων ενόχων… Αλλ’ εν μέσω της κωμικής ταύτης αλληλοαμνηστεύσεως Επαναστατών και Αντεπαναστατών, ουδείς, απολύτως ουδείς συνεκινήθη εκ των στεναγμών των θυμάτων της πολιτικής αχρειότητος και δικαστικής παραλυσίας, ουδείς ήγειρε φωνήν διαμαρτυρίας υπέρ των βασανιζομένων… Να βροντοφωνήση και διαλαλήση με φωνήν στέντορος: Όχι, όχι, οι βασανιζόμενοι εις τα Ελληνικάς τρώγλας κατάδικοι δεν είναι πάντες, δεν είνε οι μόνοι και κύριοι ένοχοι εν Ελλάδι, δεν είνε πάντες έκφυλοι εγκληματίαι, οι πλείστοι είνε θύματα φαύλης καταστάσεως, είνε οι ολιγώτερον υπαίτιοι δια τα υπ’ αυτών διαπραχθέντα αδικήματα…».

Στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας «Ο Κοινωνισμός» φιλοξενείται άρθρο του Πύρρου Γιαννόπουλου Ηπειρώτη με τίτλο «Κοινωνική Πενία-τα θύματα του κεφαλαίου», όπου γίνεται διαπραγμάτευση του θέματος της αλλαγής του συστήματος δια της βίας ή με ειρηνικό τρόπο:

«Ο Ροβέρτος Όβεν και ο Φουριέρ απέβλεπον προς επίτευξιν του κοινού σκοπού των δια διαφόρων μέσων επαναστατικών, επίστευον δε ότι δύνανται να εφαρμόσουν αυτά δι’ ειρηνικών τρόπων. Οι αναρχικοί υποστηρίζουν ότι τον σκοπόν θα κατορθώσουν δια στασιαστικών μέσων και πρωτίστως δια της καταργήσεως των νόμων, διότι δια των νόμων εδεσμεύθη η κοινωνία υπό των πλουτοκρατών(υπογραμμίζει ο Π. Γ. Η.). Αλλά η κατάργησις των νόμων δεν δύναται να χαρακτηρισθή ως επανάστασις, αλλ’ ως στάσις. Αυτό δε είνε το κύριον χαρακτηριστικόν των αναρχικών, ότι είνε στασιασταί, διότι αποβλέπουν εις μονομερές σημείον μέσων επιτεύξεως του σκοπού, ενώ οι σοσιαλισταί είνε επαναστάται, ως αποβλέποντες εις την γενικήν μεταβολήν του οικονομικού συστήματος εξ ού τα κοινωνικά δεινά […] οι σοσιαλισταί δημοκράται δεν σημαίνει ότι αρνούνται τα βίαια μέτρα, όπως και την νόμιμον εξανάστασιν… Η βία και η χρήσις αυτής είνε εν όπλον μάλλον των περιστάσεων…». Και αφού διευκρινίζεται το ζήτημα της ειρηνικής ή βίαιης επανάστασης, με τη δεύτερη να είναι περισσότερο συμπτωματική και ανάλογη με την περίσταση, γίνεται αναφορά και στο μεταναστευτικό πρόβλημα αλλά και στην φροντίδα του δέντρου της κεφαλαιοκρατίας!

Συγκεκριμένα, σημειώνεται ότι «Πρέπει να ρυθμιστεί το μεταναστευτικό ρεύμα των εργατών… οι ενέργειαί των να είνε μελετημέναι και ήρεμοι, όπως μη καταστραφεί το δένδρον της κεφαλαιοκρατίας πριν έτι κάμουν συγκομιδήν των γλυκυτάτων αυτού καρπών… Ουδείς σοσιαλιστής πρέπει να επιδεικνύει την εργασίαν του και προ παντός την δύναμίν του(υπογραμμίζει ο Π.Γ.Η). Η αυτοπεποίθησης αρκεί… Η επίδειξις ανήκει εις τους αστούς… Η ισχύς ημών στηρίζεται επί των κοινωνικών πλειονοτήτων της Τιμής, του Δικαίου, της Αλληλεγγύης…».

Όλοι αυτοί θα χαρακτηριστούν «διλετάνδηδες» από τους μετέπειτα «σοσιαλιστές». Συγκεκριμένα, ο Γ. Κορδάτος θα γράψει για τον Πλ. Δρακούλη, που εξέδωσε το περιοδικό «Άρδην» και μετέφρασε Κροπότκιν το 1886[15]: «Ολοένα αισθηματολογούσε μ’ ένα ανακάτωμα ανθρωπιστικών και χριστιανικών ιδεών… δεν μπόρεσε να επηρρεαστεί από την προλεταριακή ψυχολογία. Έμεινε πάντα ο διλετάντης, ο ιδιόρρυθμος σοσιαλιστής…»[16]. Για τον Στ. Καλλέργη τον οποίο συμπαθούσε ο Κορδάτος θα γράψει: «… έχει όμως ενθουσιασμό και με το μυαλό του φτιάνει μια σοσιαλιστική θεωρία ανακατεμένη με λίγο χριστιανισμό, λίγο αναρχισμό…»[17].

Γενικά, από τους σοσιαλιστές της εποχής, που διακρίνονται σε συντηρητικούς, αριστερούς και αναρχικούς, όσοι ήθελαν «εθνικό σοσιαλισμό» και εκείνοι που επεδίωκαν τον «μεταρρυθμιστικό σοσιαλισμό» εκδιώχτηκαν από τον «Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο». Κοινό σημείο όλων πάντων ήταν η έχθρα απέναντι στο βασιλιά. Το 1894 κατά τον εορτασμό της Εργατικής Πρωτομαγιάς στο Στάδιο ο Στ. Καλλέργης και άλλοι συλλαμβάνονται και δικάζονται γιατί κάποια άρθρα τους στο «Σοσιαλιστή» «καθήπτοντο του ιερού προσώπου του βασιλέως και της ιεράς ημών θρησκείας». Πριν τέσσερα χρόνια, στις 3 Μάη 1890, είχε πεθάνει στι φυλακές Χαλκίδας ο Ρόκκος Χοϊδάς, ο οποίος είχε καταδικαστεί σε τρία χρόνια φυλακή από το δικαστήριο Άμφισσας για «εξύβριση του βασιλιά» μέσω άρθρων του στον «Ραμπαγά». Ο Χοϊδάς ήταν βουλευτής αλλά επειδή δεν δέχτηκε να ορκιστεί, ο Τρικούπης και ο Δηλιγιάννης απαγόρευσαν την καταγραφή των λόγων του από το βήμα της Βουλής στα πρακτικά. Για εξύβριση του βασιλιά φυλακίστηκε, όπως προείπαμε, και ο Μαρίνος Αντύπας.   

 Τελικά, γιατί ο Αντύπας, ο Ροδοκανάκης αλλά και οι Πατέρες του αμερικανικού έθνους κατέφυγαν στη θρησκεία; Γιατί μόνο η Πίστη μπορεί να συνέξει τα ετερόκλητα και χωρίς άλλη επικοινωνία κοινωνικά στρώματα, τους κολίγους και τους υπηρέτες, τους μικροαστούς και τους αστούς ή τους μετανάστες και τους WASPs. Η διαφορά είναι ότι οι αστοί επέμειναν στο θεσμικό κέλυφος της χριστιανικής πίστης, την Εκκλησία, την οποία ήλεγχαν, και την Μεγάλη Ιδέα, που δημιούργησαν, ενώ οι «κοινωνιστές» ήταν υπέρ της χριστιανικής αλληλεγγύης χωρίς τον εξουσιαστικό θεσμό της Εκκλησίας, που λειτουργούσε υπέρ των «πάνω».

Έτσι, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μιλώντας για την «ανάγκη της θρησκείας»[18]εστιάζει στη μη θεσμική πίστη, ενώ ο Γιάννης Ψυχάρης στο θεσμό της Εκκλησίας. Ο μη θεσμικός χριστιανισμός είναι απόλυτα συνυφασμένος με τον ελευθεριακό χριστιανοκοινωνισμό του Αντύπα, που παραπέμπει τόσο στους σύγχρονους Αμερικανούς, όπως ο Βόνεγκατ, αλλά κυρίως στον Πλωτίνο Ροδακανάκη και το «κοινωνιστικό σύγγραμμά» του! Ο Μαρίνος Αντύπας, ενώ αρχικά στράφηκε στους υπηρέτες της πόλης(επιχείρησε να οργανώσει τους υπηρέτες των οινοπαντοπωλών), τελικά αναπροσανατολίζεται και προσπαθεί να οργανώσει τους άλλους απόκληρους, τους κολίγους, αυτούς δηλαδή που λογίζονταν κυριολεκτικά κτήνη και βρίσκονταν έξω από το δομημένο σώμα της κοινωνίας, όντας αποκλεισμένοι, όπως οι σημερινοί απόκληροι ή οι μετανάστες. Η οργάνωσή τους επιδιώχθηκε μέσω της χριστιανικής παράδοσης. Έτσι, ο Αντύπας γίνεται ένας αντάρτης Χριστός, όπως ο Χριστός των Αμερικανών νεολαίων της δεκαετίας του 1960, όπως τον περιγράφει ο Νόρμαν Μέηλερ στις «Στρατιές της νύχτας»(ο Χριστός-Τσε Γκεβάρα για τους νέους ολόκληρου του κόσμου).  

Στην ελληνική επαρχία, πάντως, και τον χωριανικό τρόπο σκέψης η θρησκεία συνυπάρχει με τη δεισιδαιμονία[19]. Tο ΕΓΩ των εξιδανικευμένων ηρώων του ρομαντικού κόσμου δίνει τη θέση του στο ΕΜΕΙΣ των «ταπεινών προσώπων», που λειτουργούν χωρίς υπερβολές, αφού όλα είναι φυσικά, δηλαδή της φύσης(σύμφωνα με το βλέμμα των αστών), η οποία συγχέεται με τη μοίρα(σύμφωνα με το βλέμμα των χωρικών). Γι’ αυτό εδώ η μαγεία ή η φαντασία ανακατεύονται με το πραγματικό(γι’ αυτό η τρέλα είναι ακόμη κοινωνικά ενταγμένη και χρήσιμη για την ισορροπία της πόλης –ο τρελός του χωριού- παρά την αντίθετη άποψη του Πλάτωνα) και γίνεται δεισιδαιμονία, όταν γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, βασισμένη στην άγνοια.

Στο πολιτικό πεδίο, ο Θεός εκκοσμικεύεται με τον ελέω Θεού-και όχι λαού- βασιλιά. Ο τελευταίος σε συμβολικό επίπεδο θα ειδωλοποιηθεί, τόσο στο εθνικό φαντασιακό(ο βασιλιάς, ο εξαδάκτυλος Κωνσταντίνος θα απελευθερώσει την Πόλη, ανασταίνοντας τα... ψάρια και το έθνος), όσο και στο κοινωνικοπολιτικό. Γι’ αυτό ο Χριστός και κάθε εκκοσμικευμένος αντάρτης και μάρτυρας Χριστός, όπως ο Αντύπας, θα είναι μία αντιεξουσία στο όνομα και εναντίον του Πατρός, θα είναι ο μεγάλος «εσωτερικός εχθρός», αυτός που πρέπει να θυσιασθεί(εδώ δεν έχουμε το θάνατο του Πατρός, όπως στον Οιδίποδα, αλλά του Υιού). Γι’ αυτό στο συλλογικό φαντασιακό ο Χριστός θα συμβολίσει τον ελληνικό λαό και τα πάθη του, έναν λαό που περιμένει την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς, από το σουλτάνο ή το βασιλιά, από τους τσιφλικάδες, από τους εμπόρους, τους τοκογλύφους και τελικά από τις τράπεζες και τους πολιτικούς-επιστάτες των εξωχώριων νέο-αποικιοκρατών.

*Απόσπασμα από το βιβλίο το "Ματωμένο θέρος του 1882"


[1] Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ 25.12.1895

[2] Θωμάς Ψύρρας, Κιλελέρ, στον ήλιο μοίρα, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2010

[3] Εφημερίδα «Πανθεσσαλική» 12 Φεβρουαρίου 1907

[4] Εφημερίδα «Ανάστασις», 8.4.1906

[5] Στο ίδιο

[6] Στο ίδιο

[7] Στις εκλογές της 20ης Μαρτίου του 1906 αναδείχτηκε νικητής ο Θεοτόκης. Ο Μ. Αντύπας έλαβε 2.550 ψήφους, ικανό αριθμό για την εποχή, αλλά δεν εκλέχτηκε.

[8] Τα μοναστήρια «… εγένοντο εστίαι διαφθοράς και εξαχρειώσεως των περιοίκων, και εξευτελισμού του ιερατικού σχήματος. Δια των πλουσιωτάτων και κατακλεπτομένων εισοδημάτων των παχύνονται δεκάδες τινές άξεστων και αμαθέστατων καλογήρων», Σ. Τριανταφυλλίδης, Οι κολλίγοι της Θεσσαλίας, Στοχαστής, 1974, 2η έκδοση.

[9] Εφημερίδα Το Άστυ, 21.9.1906

[10] Γιώργος Δερτιλής, Κοινωνικός μετασχηματισμός και στρατιωτική επέμβαση 1880-1909, Εξάντας, 1985.

[11] Σκριπ, 26/1/1908

[12] Εφημερίδα Θεσσαλία, 21.12.1908

[13] Θωμάς Ψύρρας, Κιλελέρ, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2010

[14] Η εφημερίδα «Ο Κοινωνισμός» είναι «όργανον των Νεοϊδεατών», ιδρύθηκε το 1910 και σημειώνει στο φύλλο Αριθ. 53: «… Δεν είμεθα αριστοκράται, ουδέ φίλοι αυτών, δεν είμεθα εργάται υπό το στενόν της εννοίας πνεύμα, ουδέ εργατόφιλοι, είμεθα σοσιαλισταί. Και ο σοσιαλισμός αποβλέπει εις την δημιουργίαν του αληθεστέρου δόγματος, προς δόξαν της ζωής, αποτείνεται ουχί μόνον εις τον πτωχόν αλλά και εις τον πλούσιον, ουχί μόνον εις τον εργάτην αλλά και εις τον άεργον. Κηρύσσει, ότι η εργασία είνε η βάσις πάσις ευτυχίας και η αγάπη συμπλήρωσις αυτής. Προσκαλεί πάντας υπό την ερυθράν του σημαίαν….

[15] Π. Κροπότκιν: Προς τους νέους

[16] Γ. Κορδάτος, Ιστορία της Ελλάδας, τόμ. ΧΙΙ, σελ. 620 και 621

[17] Στο ίδιο

[18] Στο προοίμιο του διηγήματος «Λαμπριάτικος Ψάλτης», Ακρόπολις 27-31 Μαρτίου 1893: «Άγγλος  ή Γερμανός ή Γάλλος δύναται να είναι κοσμοπολίτης ή αναρχικός ή άθεος ή ο,τιδήποτε. Έκαμε το πατριωτικόν χρέος του, έκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα είναι ελεύθερος και επαγγέλλεται χάριν πολυτελείας την απιστίαν και την απαισιοδοξίαν. Αλλά Γραικύλος της σήμερον, όστις θέλει να κάμη δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον ανορθούμενον επ’ άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση εις το ύψος και φανή και αυτός γίγας. Το Ελληνικόν έθνος, το δούλον, αλλ’ ουδέν ήττον και το ελεύθερον, έχει και θα έχει δια παντός ανάγκην της θρησκείας του» (Άπαντα 3, 1972).  

[19] Δες το διήγημα του Κ. Παλαμά: Θάνατος παλληκαριού, εκδόσεις «Αξιός»