Ποιοι χρειάζoνται τις φονικές μηχανές;
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 07.02.22 ]"Δεν έχουμε ανάγκη τους εχθρούς...", λέει ο τραγικός πατέρας του Άλκη Καμπανού. Ποιος, αλήθεια, χρειάζεται τους εχθρούς; Ποιος χρειάζεται "φονικές μηχανές";
Σε μια ομιλία που εκφώνησε ο Ουμπέρτο Εκο στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνιας, στις 15 Μαΐου 2008, εξηγούσε:
«Πριν από μερικά χρόνια, στη Νέα Υόρκη, έπεσα σε έναν ταξιτζή με ένα όνομα που δύσκολα μπορεί να αποκρυπτογραφηθεί, ο οποίος μου δήλωσε ότι είναι Πακιστανός. Με ρώτησε από ποια χώρα προερχόμουν, του είπα από την Ιταλία, με ρώτησε πόσοι είμαστε εμείς οι Ιταλοί και του προξένησε εντύπωση το ότι είμαστε τόσο λίγοι και το ότι η γλώσσα μας δεν είναι η αγγλική γλώσσα. Τέλος, με ρώτησε ποιοι είναι οι εχθροί μας. Στο δικό μου «παρακαλώ;» απάντησε υπομονετικά ότι ήθελε να μάθει με ποιους λαούς είμαστε εδώ και αιώνες σε πόλεμο για εδαφικές διεκδικήσεις, εθνικά μίση, συνεχείς παραβιάσεις συνόρων κ.ο.κ. Του είπα ότι δεν είμαστε σε πόλεμο με κανέναν. Υπομονετικά μου εξήγησε ότι ήθελε να μάθει ποιοι είναι οι ιστορικοί μας εχθροί, εκείνοι με τους οποίους αλληλοσκοτωνόμαστε. Του επανέλαβα ότι δεν έχουμε τέτοιους εχθρούς, ότι τον τελευταίο πόλεμο τον κάναμε πριν από πενήντα και πάνω χρόνια και τον αρχίσαμε με έναν εχθρό και τον τελειώσαμε με άλλον. Δεν έμεινε ικανοποιημένος. Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει ένας λαός που δεν έχει εχθρούς; Κατέβηκα δίνοντάς του δύο δολάρια φιλοδώρημα, για να τον αποζημιώσω για τον ράθυμο πασιφισμό μας, και έπειτα μου ήρθε στον νου η απάντηση που έπρεπε να του είχα δώσει, δηλαδή ότι δεν είναι αλήθεια ότι οι Ιταλοί δεν έχουν εχθρούς. Δεν έχουν εξωτερικούς εχθρούς, και σε κάθε περίπτωση δεν είναι ποτέ σε θέση να συμφωνήσουν για να προσδιορίσουν ποιοι είναι αυτοί οι εχθροί, επειδή είναι συνεχώς σε πόλεμο μεταξύ τους. Η Πίζα εναντίον του Λιβόρνο, οι Γουέλφοι εναντίον των Γιβελίνων, οι Βόρειοι εναντίον των Νότιων, οι φασίστες εναντίον των ανταρτών, η μαφία εναντίον του κράτους, η κυβέρνηση εναντίον της δικαιοσύνης -και κρίμα που εκείνη την εποχή δεν είχε ακόμη συμβεί η πτώση της δεύτερης κυβέρνησης Πρόντι, γιατί διαφορετικά θα είχα μπορέσει να του εξηγήσω καλύτερα τι σημαίνει να χάνεις έναν πόλεμο από φίλια πυρά."
"Ωστόσο, καθώς σκεφτόμουν καλύτερα αυτό το επεισόδιο, πείσθηκα ότι μία από τις κακοτυχίες της χώρας μας τα τελευταία εξήντα χρόνια ήταν ακριβώς το ότι δεν είχε αληθινούς εχθρούς. Η ενότητα της Ιταλίας επιτεύχθηκε χάρη στην παρουσία των Αυστριακών, ο Μουσολίνι μπόρεσε να απολαμβάνει τη λαϊκή συναίνεση επειδή μας προέτρεπε να εκδικηθούμε για την κολοβή νίκη, για τις ταπεινώσεις που υποστήκαμε στο Ντογκάλι και στην Αντουα και για τις εβραϊκές δημο-πλουτοκρατίες που μας επέβαλαν τις άδικες κυρώσεις. Δέστε τι έπαθαν οι Ηνωμένες Πολιτείες όταν χάθηκε η «αυτοκρατορία του Κακού» και διαλύθηκε ο μεγάλος σοβιετικός εχθρός. Κινδύνευαν να χάσουν την ταυτότητά τους, ώσπου ο Μπιν Λάντεν, ευγνώμων για τα ευεργετήματα που είχε δεχθεί όταν οι ΗΠΑ τον βοηθούσαν εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, έβαλε το σπλαχνικό του χέρι στις Ηνωμένες Πολιτείες και έδωσε στον Μπους την ευκαιρία να δημιουργήσει νέους εχθρούς, επανεδραιώνοντας το συναίσθημα εθνικής ταυτότητας και την εξουσία του.»
Αυτή την ανάγκη της ελληνικής δεξιάς για «εχθρούς» είχαμε στην περίπτωση του Μακεδονικού, λέμε εμείς. Η Β. Μακεδονία δεν απειλούσε την Ελλάδα πραγματικά. Απειλούσε όμως την ταυτότητα των συντηρητικών Ελλήνων, που δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς «εχθρούς». Την ανάγκη αυτή είχε διαπιστώσει πρώτος ο αλεξανδρινός ποιητής που διερωτάτο: Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους; "Το να έχουμε έναν εχθρό είναι σημαντικό, όχι μόνο για να ορίζουμε την ταυτότητά μας αλλά και για να προμηθευόμαστε ένα μέτρο για να μετράμε το δικό μας σύστημα αξιών". Όταν ο εχθρός δεν υπάρχει, χρειάζεται να τον κατασκευάζουμε. Αυτό ξεκινά με τη διαδικασία παραγωγής και δαιμονοποίησης του άλλου, του διαφορετικού. Ένας κατ' εξοχήν διαφορετικός είναι ο ξένος. Ήδη στα ρωμαϊκά ανάγλυφα οι βάρβαροι εμφανίζονται γενειοφόροι και πλακουτσομύτες και το ίδιο το όνομα «βάρβαροι», όπως είναι γνωστό, υπαινίσσεται ένα ελάττωμα γλώσσας και επομένως σκέψης.
Σήμερα, ο βάρβαρος είναι εκείνος που είναι "έξω", αλλά και αυτός που βρίσκεται ανάμεσά μας, ο μη ευρωπαίος μετανάστης, που κατά κάποιον τρόπο συμπεριφέρεται με τρόπο διαφορετικό ή μιλάει άσχημα τη γλώσσα μας, ο πονηρός και κατεργάρης… ο Μπρεχτ μας θυμίζει ότι ακόμα και το μίσος για την αδικία αλλοιώνει το πρόσωπο", επισημαίνει ο Έκο και συνεχίζει, τονίζοντας «ότι το ηθικό αίτημα επιβιώνει όχι όταν υποκρινόμαστε ότι δεν υπάρχουν εχθροί αλλά όταν προσπαθούμε να τους κατανοήσουμε, να μπούμε στη θέση τους. Δεν υπάρχει στον Αισχύλο μίσος για τους Πέρσες, αφού στην τραγωδία του αυτός ζει ανάμεσά τους και παρατηρεί από τη σκοπιά τους. Το να προσπαθούμε να κατανοούμε τον άλλο σημαίνει να καταστρέφουμε τα στερεότυπα χωρίς να αρνούμαστε ή να καταργούμε την ετερότητα. Αλλά οι μορφές κατανόησης του εχθρού χαρακτηρίζουν τους ποιητές, τους αγίους ή τους προδότες. Οι δικές μας βαθύτερες παρορμήσεις είναι πολύ διαφορετικές…».
Τελικά, δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς εχθρούς; Ο Π. Κροπότκιν θα μας πει ότι η φύση μας δεν στερείται ανταγωνιστικότητας, βιαιότητας ή αντικοινωνικών παθών αλλά ότι ο καλύτερος τρόπος τιθάσευσής τους είναι η εξέλιξη των πρακτικών της αλληλοβοήθειας που θα εμποδίσουν αυτά τα φυσικά πάθη από το να γίνουν συστηματικές πηγές κοινωνικής αδικίας. Προπάντων, έχει σημασία να μπούμε στη θέση του άλλου(την ενσυναίσθηση προτείνει ο Έκο), να τον καταλάβουμε, ή τουλάχιστον να καταλάβουμε πως ένας 21χρονος μετατράπηκε σε φονική μηχανή. Να καταλάβουμε ότι "βάρβαροι" είμαστε κι εμείς για τους άλλους, ότι η "ξενότητα", όπως λέει η Κρίστεβα, μας κατοικεί. Γιατί είμαστε κι εμείς "ξένοι" στην Αμερική, "ξένοι" είναι τα παιδιά μας στην Αγγλία, ξένοι είμαστε κι εμείς στον ίδιο μας τον τόπο. Αν το καταλάβουμε αυτό, ίσως να αντιληφθούμε ότι δεν χρειαζόμαστε το μίσος και τους εχθρούς για να αυτοπροσδιοριστούμε, ότι ένας κόσμος Αγάπης και Καλοσύνης είναι εφικτός. Μόνο που ο κόσμος αυτός δεν είναι συμβατός με την αδικία που παράγουν οι «από πάνω» και η άπληστη ανάγκη τους για συσσώρευση πλούτου και δύναμης...
*τα αποσπάσματα της ομιλίας του Εκο είναι από το Ludus Literarius