Πιέρ Πάολο Παζολίνι, "Πετρέλαιο": Ένα ταξίδι ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα
[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 02.12.20 ]"Τελειώνοντας την «Αργοναυτική Εκστρατεία» μου αισθάνομαι ότι οφείλω κάποια εξήγηση στον αναγνώστη, αναφέρομαι σε όσα είπα στη Σημείωση 22θ όσον αφορά την ιδιοτροπία του ύφους σ’ ένα μυθιστόρημα που είχε την πρόθεση να είναι αυστηρά φυσιολογικό. Τότε επρόκειτο για το ένθετο φύλλο μιας γραφικής παράστασης, εδώ πρόκειται για ένα μεγάλο ένθετο φύλλο ενός ελληνικού ή νεοελληνικού κειμένου (ή πιο σωστά της νεοελληνικής λογοτεχνικής γλώσσας που χρησιμοποιούσε ο Καβάφης)" (Σημείωση 37, σελ. 164).
Ανάμεσα στις αναρίθμητες εκδόσεις, επανεκδόσεις, κινηματογραφικές αναδρομικές προβολές, συνεντεύξεις, ντοσιέ, σποραδικές εκδόσεις των τελευταίων χρόνων, που αφορούν τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι, το πιο σημαντικό γεγονός, και για την ελληνική παρουσία σ’ αυτό, είναι αναμφισβήτητα το Πετρέλαιο (Einaudi, Torino 1992) αυτό το μεγάλο μυθιστόρημα-δοκίμιο, που κυκλοφορεί και στην Ελλάδα από τον εκδοτικό οίκο Παρατηρητής (Θεσσαλονίκη 1993). Ένα ανέκδοτο εξακοσίων δακτυλογραφημένων σελίδων, για το οποίο εδώ και καιρό πολλοί μιλούσαν.
Ένα έργο που ο ίδιος ο Παζολίνι θεωρούσε σχεδόν οριστικό, επιστέγασμα όλης της συγγραφικής του παραγωγής. Ένα ανέκδοτο πάνω στο οποίο θα δώσουμε εδώ μερικές πληροφορίες. Πρώτα απ’ όλα το Πετρέλαιο έχει μια εξωτερική ιστορία. Ο Παζολίνι κάνει μια πρώτη αναφορά σ’ ένα γράμμα τον Φεβρουάριο του 1972 στον Τζιούλιο Εϊνάουντι, που δεν είναι ακόμη εκδότης του. Απαντώντας σχετικά με μια πιθανή νέα έκδοση της ποιητικής ανθολογίας του σε διάλεκτο, ο Παζολίνι γράφει: "Μου ήρθαν στο νου δύο μυθιστορήματα!". Ένα από αυτά είναι σίγουρα το Πετρέλαιο. Το 1973 το σχέδιο γίνεται σχεδόν οριστικό. Σε μια συνέντευξη τον Μάιο του ίδιου χρόνου δηλώνει: "Και θα τελειώσω το μυθιστόρημα που γράφω, που δεν είναι ούτε ένα μυθιστόρημα, που ίσως είναι ένα δοκίμιο, και θα με απασχολήσει για πέντε, έξι, επτά χρόνια, πόσα χρόνια; δεν το ξέρω. Αλλά μου φαίνεται ότι μπορώ να πω πως έφτασα σε ένα τελικό όραμα". Και σ’ ένα γράμμα στον τότε εκδότη του, τον Γκαρτζάντι, γράφει: "Προχωρώ με το μυθιστόρημα (...) γιατί συνέλαβα και την τελευταία "τυπική" ιδέα που μου έλειπε για να συνεχίσω με σιγουριά".
Ο Παζολίνι λοιπόν δουλεύει πάνω σ’ αυτό από το 1972 ως το θάνατο. Είναι κυρίως τα χρόνια του περάσματος από την "αθωότητα" της Τριλογίας της ζωής στον τρόμο του Σαλό, και της κουρσάρικης συνεργασίας στην Corriere della Sera. Είναι τα χρόνια της απόγνωσης και της καταγγελίας, της νοσταλγικής οπισθοχώρησης και της μακρόπνοης κριτικής, προς τη μεριά ενός "τρομακτικού" κόσμου της εξουσίας και της κατανάλωσης. Ακριβώς αυτά τα χρόνια, εξακολουθώντας τις εναλλασσόμενες πνευματικές του εμπειρίες, επιστρέφει στη μυθιστοριογραφία.
Στην τελευταία του συνάντηση με τον Πάολο Βολπόνι το 1975, λίγο πριν δολοφονηθεί, ο Παζολίνι μιλά για το βιβλίο του: "Δουλεύω πάνω σ’ ένα μυθιστόρημα. Πρέπει να είναι ένα μεγάλο μυθιστόρημα, δύο χιλιάδων σελίδων τουλάχιστον. Θα τιτλοφορείται Πετρέλαιο. Υπάρχουν όλα τα προβλήματα των τελευταίων είκοσι χρόνων της πολιτικής και διοικητικής ζωής μας, της κρίσης της Δημοκρατίας μας: με το πετρέλαιο στο βάθος, ως μεγάλος πρωταγωνιστής του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, και τον κόσμο του κεφαλαίου, που είναι εκείνος που καθορίζει αυτή την κρίση, τις ανησυχίες μας, την ανωριμότητά μας, τις αδυναμίες μας, και μαζί τις συνθήκες υποταγής της αστικής τάξης, και του υπερφίαλου νεοκαπιταλισμού μας. Μέσα θα υπάρχουν τα πάντα, και θα υπάρχουν διάφοροι πρωταγωνιστές.
Αλλά ο κύριος πρωταγωνιστής θα είναι ένας μηχανικός σε κρίση, στέλεχος μιας βιομηχανίας. Ύστερα θα υπάρχει ένας τραπεζίτης. Θα υπάρχουν και πρωταγωνιστές από τα λαϊκά στρώματα, σχεδόν ασύνδετοι μεταξύ τους, ούτε καν με τη διάλεκτό τους, γιατί οι διάλεκτοι τώρα πια έχουν εξαφανιστεί, μ’ αυτή την απαίσια γλώσσα της τηλεόρασης, της διαφήμισης, των επίσημων ανακοινώσεων (...)".
Το Πετρέλαιο κατασκευάζεται (όπως εν μέρει συνέβη και με το μυθιστόρημα Θεώρημα, από το ομώνυμο φιλμ το 1969) μέσα από την ενδοσκόπηση στην ίδια του την κατασκευή: είναι μια σειρά από αλλεπάλληλα αποσπάσματα και μερικές δυνατότητες, με τα οποία ο συγγραφέας συνοδεύει τον αναγνώστη μέσα στην ίδια την πλοκή των επινοήσεών του. Αλλά, ταυτόχρονα, στοχεύει σε μια ολοκληρωτική και απόλυτη δομή, που θα ήθελε να συμπεριλάβει ολόκληρο το σύμπαν και που γι’ αυτό αναπτύσσεται πάνω στον εαυτό του. Έτσι, δεν συμπεριλαμβάνεται σε κανένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος: "μυθιστόρημα" είναι ένας πολύ γενικός όρος, που ο ίδιος ο συγγραφέας πολλές φορές αντικαθιστά με όρους όπως "ποίημα", "δράμα", ή ακόμη και "σκέρτσο". Ο Παζολίνι αναζητά "το έργο" στο οποίο θα διαπλέκονται και θα εκρήγνυνται υποκειμενικότητα και αντικειμενικότητα, το απόλυτο μυθιστόρημα την εποχή του τέλους του μυθιστορήματος, όπως δηλώνει σε ένα γράμμα του στον Αλμπέρτο Μοράβια: "Τώρα, σ’ αυτό το σημείο θα μπορούσα να ξαναγράψω απ’ την αρχή αυτό το μυθιστόρημα, αντικειμενοποιώντας το: δηλαδή με το να εξαφανιστώ ως πραγματικός συγγραφέας, και να ακολουθήσω την οδό του συμβατικού αφηγητή (που είναι πολύ πιο πραγματικός από τον πραγματικό). Θα μπορούσα να το κάνω, επαναλαμβάνω. Αλλά αν το έκανα, θα είχα μπροστά έναν μόνο δρόμο: εκείνον της αναπόλησης του μυθιστορήματος. (...) Όλα όσα σ’ αυτό το μυθιστόρημα είναι μυθιστορηματικά είναι γιατί αναπολούν το μυθιστόρημα" (σελ. 566).
Βρισκόμαστε μπροστά σ’ έναν έσχατο "πειραματικό" ορίζοντα, που σκοπό έχει την αντιπαράθεση με γλώσσες διαφορετικές από τη λογοτεχνική (και το σχέδιο εργασίας προέβλεπε πλοκές απραγματοποίητες, με γραφικές απεικονίσεις, κινηματογραφικά ντοκουμέντα, ηχογραφήσεις, κ.λπ.). Αλλά την ίδια στιγμή βρισκόμαστε μπροστά σε μια summa, που συσσωρεύει αλληγορικά οράματα και φιγούρες, σύμφωνα με απεγνωσμένες συμμετρίες και δομικά πλέγματα (μέχρι να αναπαράγει τις αρχιτεκτονικές της Θείας Κωμωδίας και του Δεκαήμερου), και ανατρέχει στην κλασική λογοτεχνία, ακολουθώντας το αρχαίο σχήμα του "ταξιδιού" των ηρώων, ως τον Όμηρο και τον Απολλώνιο τον Ρόδιο (το κείμενο περιέχει εξάλλου ένα είδος ποιήματος πάνω στους Αργοναύτες, με ένα ταξίδι προς τη Μέση Ανατολή σε αναζήτηση του σύγχρονου "χρυσόμαλλου δέρατος", δηλαδή του πετρελαίου). Αυτή η σχέση με την πιο αρχαία λογοτεχνία δένεται με τη συνεχή αναδρομή στους πιο μακρινούς μύθους, δυτικούς και ανατολικούς, στα ίχνη εκείνης της επιτακτικής αναζήτησης του μύθου, που τόσο σημαντικό μέρος είχε στον κινηματογράφο και το θέατρο του Παζολίνι: "Διαθήκη του Ορφέα - Υπάρχει μια στιγμή του ταξιδιού όπου ζούμε την επιστροφή - Ο Αλέξανδρος δεν είναι μόνον Αλέξανδρος, είναι και Σικαντάρ - Είναι ο Σικαντάρ που μπόρεσε να συλλάβει εκείνη τη στιγμή, θαυματουργή, που μόλις προηγείται της επιστροφής - Το τέλος κάθε ταξιδιού είναι Ζουλμάτ (η Χώρα του Σκότους) - Επιστρέφουμε τυχαία - Βγαίνουμε από το εσωτερικό, επιστρέφουμε στο φως - Αξίζει τον κόπο; - Συμβουλές στον τουρίστα Τελαμώνα και στον παρατηρητή Λυγκέα - Για να μην αποκλειστούμε από τον μύθο - Να θυμηθούμε ότι το φίδι που βρέθηκε στην έρημο σκοτώθηκε την προηγούμενη μέρα από τον Ηρακλή - Φτάνει να στρέψουμε το βλέμμα μας και η μικρή μορφή του θα εμφανιστεί, παμπάλαια, στα όρια της ερήμου - Τα ίχνη του έπειτα, που έχουν χαρτογραφήσει τη γη, είναι ακόμη φρέσκα παντού - Το ότι τραγούδησε τους προγόνους (γράφει στη διαθήκη του ο Ορφέας) έκανε δυνατό το ταξίδι - Ο μύθος είναι λογοτεχνικός, αλλά είναι πάντα μύθος - Όμως τώρα, που φτάσαμε στο τέλος του ταξιδιού, αν το καταλάβετε, μείνετε εκεί - Αφήστε και όλα στο Ζουλμάτ να είναι σκοτεινά και αυθαίρετα: καθαρή τρέλα, ή ιδιοτροπία - Να έχετε το κεφάλι του Μπουτζούγκ-Ιμπν-Σαχριάρ, που βλέπει μόνο θαύματα, χωρίς καμία σχέση ή νόημα - Αν για να επιστρέψετε χρειάζονται θυσίες, μην τις κάνετε - Να θυμάστε αυτό που σας λέει ένας ποιητής από τον τάφο (κοντά σε μια πετρελαιοπηγή): εσείς δεν είστε "αργοπορημένοι", δεν είστε "μεταγενέστεροι": είστε οι "τελευταίοι" - Αν γυρίσετε πίσω με τις νέες πληροφορίες, κανείς δεν θα μπορέσει πια να ταξιδέψει όπως εσείς (δηλαδή να ρίξετε θεμέλια του ονείρου για παραπέρα ρεαλιστικά ταξίδια) - Φανταστείτε έγκυες μαϊμούδες με κεφάλι φιδιού ή πόδια νεοσσού πάπιας όχι Μήδειες - Παραμείνετε στο θαυματουργό κάτω από το φως του Πορφυρού Νέφους - Μην έρθετε να πείτε τίποτε στον Προπ ή στον Μπλανσό - Αμηχανία και αναστάτωση στο τσούρμο με την ανάγνωση της Διαθήκης - Κανείς δεν αισθάνεται να έχει τη φύση ενός Γκόρντον Πιμ ούτε ενός "Θεϊκού Απατεώνα" (Σημείωση 36ζ, σελ. 157).
Σ’ αυτή την προσήλωση στο παρόν που αναζητά να σκιτσάρει το πιο μεγαλεπήβολο φρέσκο που έγινε ποτέ της μεταπολεμικής πραγματικότητας, το Πετρέλαιο ξαναβρίσκει, πέρα από τον μύθο, και την άμεση σχέση του με τη μυθιστορηματική παράδοση, κυρίως με το μεγάλο μυθιστόρημα του 18ου και 19ου αιώνα: αλλά η ανελέητη, εχθρική κοινωνία που, κατά τη διάρκεια της ίδιας της γραφής, γίνεται όλο και πιο τρομακτική και αποκρουστική, ανακατεύεται και έρχεται σε αντιπαράθεση με μια συγκλονιστική αυτοβιογραφική εξομολόγηση, με μια παράθεση του εγώ, των αντιφάσεων και των φόβων, σε ένα κουβάρι από ενοχές, επιθυμίες, αποστροφές και εξεγέρσεις. Το κοινωνικό και αντικειμενικό μυθιστόρημα κουβαλάει έτσι μέσα του την πιο "απελπισμένη" υποκειμενικότητα, εξελίσσεται σε μια συλλογική και ταυτόχρονα προσωπική τραγωδία: αλλά, παράδοξα, το τραγικό τείνει να εξαφανιστεί, και μεταγγίζεται στο κωμικό, στο pastiche, στην παρωδία και το σκέρτσο, κι ο συγγραφέας διαγράφει την πρόθεση να δώσει λύση σε όλον αυτό τον τεράστιο οργανισμό μέσα από τη φάρσα και τη φαιδρότητα, μέσα από το τίποτε.
Πλούσιος είναι ο κατάλογος των συγγραφέων που οδηγούν τη διαδρομή αυτού του βιβλίου. Αλλά σε πρώτο πλάνο ξεπηδούν δύο αποκλίνουσες δυνατότητες, που αντιπροσωπεύονται από έναν μεγάλο χιουμορίστα όπως ο Στερν και από έναν ικανότατο αναλυτή όλων των εξωτερικών στοιχείων όπως ο Ντοστογιέφσκι: ο Παζολίνι ακολουθεί, με διαφορετικό τρόπο, τη διαβρωτική ελαφρότητα του πρώτου και το εφιαλτικό βάθος του δεύτερου.
Περισσότερες από μια φορά, κατονομάζονται ο Τρίστραμ Σάντι, που μας διδάσκει την διάψευση κάθε ουσίας και αξιοπιστίας της γραφής και των ίδιων των πρωταγωνιστών, και οι Δαιμονισμένοι, όπου ξαναβρίσκονται, σαν σε μια δαντέλα, τα απατηλά τεχνάσματα και οι πλεκτάνες του σύγχρονου νιχιλισμού. Και, όπως σε κάθε μεγάλη summa, αυτό το έργο θέλει να είναι ταυτόχρονα τραγικό και κωμικό: αν και οι "κωμικές" προϋποθέσεις παραμένουν στις προθέσεις, δεν καταφέρνουν να δώσουν κωμικές στιγμές γραφής και επινόησης, και το τραγικό με τη σειρά του φαίνεται να αποδίδεται μόνο μέσα από καταβυθίσεις στο παρελθόν, έντονες αντιπαραθέσεις με τις φιγούρες της μυθικής και λογοτεχνικής παράδοσης: "Ο λογοτέχνης μας σταμάτησε μπροστά στο άθλιο μαγαζάκι τους απλωμένο στη σκόνη, και άρχισε αφηρημένα να παρατηρεί μ’ ένα ελαφρά νευρικό τρέμουλο καρφωμένο πάνω στα μισάνοιχτα χείλη: κοίταζε συνοφρυωμένος εκείνα τα άχρηστα πράγματα, έτοιμος να συνεχίσει την εξερεύνησή του, όταν, ποιος ξέρει γιατί, δίπλα σε μια προσωπογραφία του στρατηγού Γκρατσιάνι, μια μικρή βαλίτσα γεμάτη με βιβλία τράβηξε την προσοχή του: ένα μέρος από εκείνα τα βιβλία ήταν πράγματι κατεστραμμένα απ’ έξω, και ήταν ο τίτλος ενός από αυτά που είχε τραβήξει την προσοχή του διανοούμενού μας με το βενετικό επίθετο: ήταν ένας τίτλος που σ’ έναν Ιταλό θα ακουγόταν ανόητος: Sterna i teoriya romana του Σκλόβσκι. Και μ’ αυτό ο αναγνώστης θα έχει ήδη καταλάβει για ποια βαλίτσα επρόκειτο. Κουραστικά περίεργος, γιατί με μια πρώτη ματιά είχε καταλάβει ότι επρόκειτο για μια αληθινή μικρή βιβλιοθήκη, [πολύ συνειδητά], ο διανοούμενός μας άρχισε να ξεφυλλίζει γρήγορα και να ψάχνει ανάμεσα στα διάφορα βιβλία. Το πρώτο που του έπεσε στα χέρια ήταν μια μικρή οικονομική έκδοση των Δαιμονισμένων του Ντοστογιέφσκι: όλο υπογραμμισμένο, θα μπορούσε να πει κανείς, από την πρώτη ως την τελευταία σειρά. Σχεδόν κολλημένο [σ’ αυτό, σαν] να ήταν ένας μονός τόμος, ήταν Οι αδελφοί Καραμαζώφ, πολύ λιγότερο υπογραμμισμένο, αλλά με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και σχεδόν βίαια: μάλιστα μερικές σελίδες του βιβλίου ήταν σκισμένες από το στυλό. Έπειτα, μια μικρή έκδοση, κι αυτή οικονομική της Θείας Κωμωδίας, όπου υπήρχε μόνο μια ένδειξη, δηλαδή ένα μεγάλο τσάκισμα στη σελίδα όπου άρχιζε το 29ο Κάντο του Καθαρτήριου. Ενώ πολύ υπογραμμισμένες ήταν οι σελίδες πάνω στον Δάντη (και πάνω στον Ντε Σαντ), ενός μικρού βιβλίου στα γαλλικά: L'escriture et l'experience des limites του Φιλίπ Σολλέρ. Ακολουθούσαν ανακατεμένα τα άπαντα του Σουίφτ, του Χομπς, του Πάουντ. Ιδιαίτερα υπογραμμισμένο και μάλιστα με υποσημειώσεις ήταν όλο το βιβλίο του Προπ. Δίπλα στον Προπ, προφανώς [όχι τυχαία] ήταν Τα Αργοναυτικά του Απολλώνιου του Ρόδιου. Και η Θάλασσα του Φέρεντσι. Υπήρχαν η Πολιτεία του Πλάτωνα και τα Πολιτικά του Αριστοτέλη: διαβασμένα βέβαια αλλά όχι πολύ υπογραμμισμένα. Το ίδιο και οι Αναμνήσεις ενός νευρωτικού άρρωστου του Σρέμπερ και η Κόλαση του Στρίντμπεργκ. Εκεί παραξένευε η παρουσία του Ρομπέρτο Λόνγκι: Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα, <...> προφανώς ήδη περασμένο από τα χέρια πολλών, και ένας ολόκληρος σωρός από διάφορα κείμενα, και μάλιστα και σε περιοδικά. Στο κέντρο της βαλίτσας, σε "περίοπτη θέση" υπήρχαν τα ακόλουθα πέντε βιβλία: Δον Κιχώτης, Τρίστραμ Σάντι, Νεκρές Ψυχές, Οδυσσέας και Φίνεγκανς Γουέικ (Σημείωση 19α, σελ 95-96).
Φαίνεται να ξεδιπλώνεται εδώ η τολμηρή προσπάθεια κατασκευής ενός έργου ικανού να εμπεριέχει όλα τα δυνατά έργα, σε αντιπαράθεση με μερικά από τα μεγαλύτερα κείμενα της λογοτεχνικής παράδοσης: ένα έργο που τοποθετείται ως "τελευταίο", που έφτασε "στο τέλος", όταν το παιχνίδι έχει πια τελειώσει και η λογοτεχνία και η ζωή ήταν καταδικασμένες σε μια οριστική αδράνεια. Πρόκειται για μια συγκλονιστική προσπάθεια, για έναν αγώνα με τους γίγαντες, που όμως δεν μπορεί παρά να είναι "μανιέρας", όπως περισσότερες από μια φορά προειδοποιεί ο ίδιος ο συγγραφέας: δεν μπορεί να υπάρχει μια εκδήλωση ζωτικότητας, αλλά, όπως καταλήγει στο γράμμα του στον Μοράβια, μόνο "το προοίμιο μιας διαθήκης, η μαρτυρία εκείνης της ελάχιστης γνώσης που κάποιος μπόρεσε να συσσωρεύσει, και είναι τελείως διαφορετικό από εκείνο που προσδοκούσε" (ό.π.).
Αλλά κάτω από αυτή τη διαπίστωση χρεοκοπίας το Πετρέλαιο συσσωρεύει μια εκπληκτική σειρά από θέματα και ιστορίες, μέσα στο πλαίσιο μιας γενικής ιστορίας, αναγνωρίσιμης τουλάχιστον από τρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες:
-ως ιστορία του αντίγραφου (μέσα από τις μεταμορφώσεις του πρωταγωνιστή, του Κάρλο Βαλέτι από το Πιεμόντε ο οποίος, ως δόκτωρ Τζέκιλ, χωρίζεται σε δύο αντίθετα εγώ που συμπεριφέρονται σύμφωνα με αντικρουόμενα μοντέλα, και υπόκειται σε διάφορες μεταμορφώσεις του φύλου του),
-ως ιστορία της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας και της αστικής τάξης, από τη δεκαετία του '50 ως τη δεκαετία του '70 (με τη συμμετοχή του ίδιου του πρωταγωνιστή, ενός καθολικού της αριστεράς, στη διοίκηση μιας κρατικής πετρελαϊκής εταιρείας, που δεν είναι άλλη από τον Eni, τον Εθνικό Οργανισμό Υδατανθράκων, ανάμεσα σε επαφές και σχέσεις διαφόρων τύπων, που τον οδηγούν σε μια ακαθόριστη συνενοχή με σκοτεινές δυνάμεις και με τρομοκρατικές ενέργειες φασιστικής προέλευσης: και εδώ εμφανίζονται, ανελέητες, εικόνες του κόσμου της διανόησης, πάντα πρόσφορου σε συμβιβασμούς με την εξουσία),
-ως ιστορία, τέλος, ενός ατέλειωτου ταξιδιού σ’ έναν απέραντο γεωγραφικό ορίζοντα, από τις πόλεις και τα τοπία της Ιταλίας ως τις πιο μακρινές χώρες της Ανατολής, σε αναζήτηση της φύσης και της ανεξιχνίαστης ζωής του "λαού" και μαζί, του "πετρελαίου" και της νεοκαπιταλιστικής βιομηχανίας, που αλλάζει αμετάκλητα τα χαρακτηριστικά του κόσμου και των κατοίκων του.
Αυτή η ιστορία σε τρεις διαστάσεις έχει σκοπό να κάνει γνωστά τα χαρακτηριστικά της εξουσίας μέσα από εκείνα της σεξουαλικής πράξης, να ξεδιαλύνει τις σχέσεις ανάμεσα στη σεξουαλική εμπειρία και την άσκηση της κτήσης. Κι αυτό γεννά τις σελίδες πάνω στα σεξουαλικά tours de force του Κάρλο Ένα και Δύο: αυτές οι σελίδες αποδεικνύουν πώς ο ίδιος ο Κάρλο τοποθετείται, πέρα από μια φιγούρα της μισητής σύγχρονης εξουσίας, ως αυτοβιογραφική φιγούρα, αντιφατική εικόνα της προσωπικής εμπειρίας του Παζολίνι, ξεκινώντας από μια αρχική λυρική έξαρση των σχέσεων και των σαρκικών ανταλλαγών και καταλήγοντας στην ανακάλυψη της σκοτεινής άρνησης και της βιαιότητας που φωλιάζει στη θλιβερή επανάληψη των πράξεων. Αρχίζοντας απ’ αυτό το μυθιστόρημα και απ’ αυτές τις σελίδες, θα πρέπει να αναρωτηθούμε και πάλι πάνω στον τρόπο παρουσίασης του σεξ απ’ τη μεριά του Παζολίνι: κι αν η επαναλαμβανόμενη παρουσίαση της σεξουαλικής πράξης οδήγησε την κουλτούρα μας στην άρνηση του έρωτα, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι υπήρξε ίσως ο τελευταίος που κατάφερε να οικειοποιηθεί από αυτή την αιώνια αγχώδη αναζήτηση μια μοναδική και τραγική γνωστική δύναμη.
Στους πιο σταθερούς του κόμβους, ανάμεσα στις αναρίθμητες μετακινήσεις που το οδηγούν στις πιο ετερογενείς κατευθύνσεις, το Πετρέλαιο είναι, πρώτα απ’ όλα, ένας ανησυχητικός ύμνος στις αλλαγές που συντελέστηκαν με την επικράτηση του νεοκαπιταλισμού και της νέας καταναλωτικής ευημερίας: στην αντικειμενική και υποκειμενική του αντανάκλαση, στην προσωπική εξομολόγηση και στο βλέμμα προς το συγκεχυμένο πανόραμα της συλλογικής ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος, ξεδιπλώνεται μπροστά μας η πορεία εκείνης της ανθρωπολογικής μεταμόρφωσης που ο "κουρσάρος" Παζολίνι είχε καταφέρει να διακρίνει και να περιγράψει με τόσο δραματικό τρόπο.
Το Πετρέλαιο σχεδιάζεται ως το μυθιστόρημα της καταστροφής της "ταπεινής κοινωνίας", και διαπνέεται από μια "δαντική" ανάγκη να κρίνει και να καταδικάσει: και προσφέρει τον καλύτερο εαυτό του όταν προβάλλει με μοναδικά "οράματα" τις αντιφατικές εικόνες της αιώνιας λαϊκής και προβιομηχανικής κοινωνίας, την ομορφιά της σε "ασπρόμαυρο" κι εκείνες της νέας καταναλωτικής, επιθετικής, κοντόφθαλμης κοινωνίας. Έτσι, ακολουθώντας τις μετακινήσεις ενός νεαρού από τις λαϊκές συνοικίες, οι δρόμοι της περιφέρειας της Ρώμης μετατρέπονται σε δαντικούς κύκλους, όπου παρουσιάζονται και καταγγέλλονται τα μοντέλα ζωής των σύγχρονων νέων, ενώ πίσω απ’ αυτούς εμφανίζεται η καταθλιπτική εικόνα της συμπεριφοράς, πολύτιμης και ευγενικής, των περασμένων χρόνων. Με τον ίδιο τρόπο, μετά από μια αποκαλυπτική έκρηξη στον σιδηροδρομικό σταθμό του Τορίνο (προφητικό σημάδι τόσων πραγματικών γεγονότων που συνέβησαν μετά τον θάνατο του Παζολίνι: είναι εξάλλου σημαντική για το Πετρέλαιο, η προφητική και αποκαλυπτική διάσταση), ο Κάρλο μεταφέρεται σ’ ένα τοπίο ερειπωμένο και ερημικό, ξαναβρίσκει τα ίχνη του παλιού και αγνού αγροτικού κόσμου και, τέλος, κατευθύνεται προς μια αστική υποβάθμιση του πραγματικού παρόντος.
Το παζολινικό όραμα του "λαού" και της παλιάς κοινωνίας εμφανίζεται και εδώ σε οριακές καταστάσεις, προσκολλημένο σε ρίζες υποκειμενικές, διανοουμενίστικες, λυρικές: αλλά αντιλαμβανόμαστε τώρα καθαρά με ποιο τρόπο ο Παζολίνι βρήκε σ’ αυτά τα όρια τη δύναμή του, καταφέρνοντας να δει, μέσα από αυτά, πρώτα και καλύτερα από κάθε άλλον, το νόημα της μεταμόρφωσης που πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60 και τους τρομακτικούς κινδύνους, που σήμερα πληρώνουμε, της αμετάκλητης υποβάθμισης του κοινωνικού και περιβαλλοντικού ιστού της κοινωνίας μας. Ο Παζολίνι είχε φτάσει στο σημείο να διαισθανθεί ότι αυτές οι διαδικασίες κατέληγαν με το να στραφούν πάνω στο παρελθόν που ο ίδιος είχε εξιδανικεύσει: και στο Μεγαλοπρεπές φινάλε του Οράματος, προειδοποιεί τους νεαρούς ότι "η υποβάθμισή τους λοιπόν εξευτέλιζε και το παρελθόν τους, που ήταν λοιπόν ολόκληρο μια εξαπάτηση", και μάλιστα αυτοί "θα πλήρωναν τον εξευτελισμό τους με αίμα" (σελ. 397).
Το Πετρέλαιο καταλήγει έτσι σε μια αναμφισβήτητη άρνηση, που πέφτει πάνω σε κάθε μορφή του κόσμου που στο ίδιο το μυθιστόρημα αντικατοπτρίζεται, και πάνω στην ίδια του την "αδύνατη" και μεγαλεπήβολη δομή: αναζητά ένα μυθιστόρημα που θα καταγράφει την αδυναμία διαβίωσης σ’ αυτό τον κόσμο και που, για το ίδιο το μυθιστόρημα, δεν θα μπορεί να ολοκληρωθεί, και θα πρέπει να οδηγεί, κυριολεκτικά, στο θάνατο του μύθου και της πραγματικότητας, στο θάνατο του έρωτα και της λογοτεχνίας, στο θάνατο του συγγραφέα.
Εκ των υστέρων, είναι αναπόφευκτο να δούμε σ’ αυτό το έργο ένα είδος προετοιμασίας για το μαρτύριο, σε όλες τις αντιφάσεις που προκάλεσε το μαρτύριο του Παζολίνι, σημαντικό για να καταλάβουμε το νόημα αυτού του μαρτυρίου. Στη σεμνότητα που επιβάλλεται από το τραγικό τέλος του συγγραφέα, θα πρέπει να προσθέσουμε τον σεβασμό για μια εμπειρία που θέλησε να ζητήσει από τη λογοτεχνία τα πάντα, που προσπάθησε, πάλι μέσα από τη λογοτεχνία, να καταλάβει την πραγματικότητα σε όλες της τις μορφές, πέρα από κάθε απατηλό πολιτικό-πνευματικό σχέδιο. Αν αυτή η εμπειρία στο τέλος νικήθηκε, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να πιστεύει πως κατέχει πιο σίγουρα και νικηφόρα μέσα: πρέπει ακόμη να αναμετρηθούμε μ’ εκείνο που ο Παζολίνι μπόρεσε να δει, για να μην καταλήξουμε να πληρώσουμε την υποβάθμιση του κόσμου και του λόγου με νέο αίμα και με νέα φρίκη.
* Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ