Ουμπέρτο Έκο: Περί της χρησιμότητας της λογοτεχνίας
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 22.02.19 ]«Ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπίσεις τη θνησιμότητα είναι να συνειδητοποιήσεις πόσα λίγα έχεις να χάσεις», συνήθιζε να λέει ο Ουμπέρτο Έκο.
Αλλά γιατί γράφει ένας συγγραφέας, πως εμπνέεται, σε ποιόν απευθύνεται;
«Τα τρία μυθιστορήματά μου γεννήθηκαν όλα από μια σπερματική ιδέα που ήταν σχεδόν μια εικόνα: αυτή με συνεπήρε και μου προκάλεσε την επιθυμία να προχωρήσω. -γράφει στο βιβλίο του Περί λογοτεχνίας, ο Έκο- "Το όνομα του ρόδου" γεννήθηκε όταν ταράχτηκα από την εικόνα ενός δολοφονημένου μοναχού σε μια βιβλιοθήκη. (...) Με το "Εκκρεμές του Φουκώ"... ήταν η εικόνα του Εκκρεμούς ... στο Παρίσι... Η δεύτερη εικόνα που με είχε εντυπωσιάσει ήταν η εικόνα του εαυτού μου να παίζει τρομπέτα σε μια κηδεία ανταρτών. Μια αληθινή ιστορία, την οποία ποτέ δεν σταμάτησα να αφηγούμαι. Όχι συχνά, αλλά πάντα σε ιδιαίτερα τρυφερές καταστάσεις: αργά το βράδυ, μπροστά στο τελευταίο ουίσκι στο μισοσκόταδο ενός φιλόξενου μπαρ, στη διάρκεια ενός περιπάτου στην όχθη γαλήνιων νερών, όταν ένιωθα ότι μια γυναίκα μπροστά μου η δίπλα μου, δεν περίμενε άλλο από μια ωραία αφήγηση για να πει "τι όμορφα" και να με πιάσει από το χέρι».
Για το πως γράφει, λοιπόν, ένας συγγραφέας, το πως εμπνέεται ή πως κατασκευάζει ένα μυθιστόρημα δεν υπάρχει ένας τρόπος ή μία συνταγή. Ένα μόνο είναι βέβαιο, ότι όποιος ισχυρίζεται ότι γράφει μόνο για τον εαυτό του είναι ανέντιμος, ψεύτης, ναρκισσιστής και «αποτρόπαια άθεος». Κανείς δεν γράφει μόνο για τον εαυτό του. Γράφουμε για να πούμε κάτι σε κάποιον. Σε ό,τι αφορά τον Έκο, το ειλικρινές του κίνητρο είναι η Γυναίκα, ως μαγική αρχή της ζωής, ή ως ένα απλό φλερτ, ή ακόμη ως ένας καθρέφτης ο οποίος θα μπορέσει να τον δει, να τον καθρεφτίσει.
Στα δεκαέξι του χρόνια ο Έκο ήταν ποιητής, γι’ αυτό και συνέδεσε τον έρωτά του για την ποίηση με την εφηβική... ακμή. Μέχρι τα σαράντα-έξι του χρόνια θεωρούσε τους ποιητές «δέσμιους του ψεύδους τους, μιμητές μιμήσεων, ανίκανους να φθάσουν σ’ εκείνο το όραμα της υπερουράνιας ιδέας» ενός φιλόσοφου όπως ήταν ο ίδιος. Αλλά, εντέλει, ενέδωσε στην ποίηση, δηλαδή την επινόηση κόσμων. «Το ωραίο, η χαρά είναι να ζεις για έξι, εφτά, οχτώ χρόνια (επ’ άπειρον πιθανόν) σ’ έναν κόσμο που κατασκευάζεις λίγο λίγο, έναν κόσμο που γίνεται δικός σου», γράφει, περιγράφοντας τη μέγιστη απόλαυση της συγγραφής. Μια απόλαυση που μοιάζει ίσως με ένα ταξίδι, ή με τη χαρά του (Δ)δημιουργού, αυτού που εξουσιάζει έναν κόσμο, τον οποίο έχει επινοήσει και κατασκευάσει ο ίδιος, περίπου όπως ο Θεός!
Στο βιβλίο είναι συγκεντρωμένα διάφορα κείμενα του Έκο σχετικά με τη λογοτεχνία. Στο εισαγωγικό δε κείμενο που τιτλοφορείται «Σχετικά με ορισμένες λειτουργίες της λογοτεχνίας» για να καταδειχθεί η βαρύτητα των «άυλων δυνάμεων», δηλαδή των ιδεών, των πνευματικών αξιών και, συνεπώς, της λογοτεχνίας, γίνεται αναφορά στο ανέκδοτο σύμφωνα με το οποίο κάποτε ο Στάλιν ζήτησε να μάθει πόσες μεραρχίες έχει ο Πάπας! Σε τι, όμως, χρησιμεύει η λογοτεχνία; Εάν η λειτουργία της είναι gratia sui, περιορίζεται δηλαδή στον εαυτό της και στη λεγόμενη «απόλαυση του κειμένου», τότε η λογοτεχνία δεν είναι παρά ένα είδος «τζόκινγκ» και υποβιβάζεται σε κάτι σαν το σταυρόλεξο υποστηρίζει ο Έκο. Για τούτο περιγράφει μια σειρά από τις σημαντικές λειτουργίες και επενέργειές της τόσο στην προσωπική όσο και στην κοινωνική ζωή. Εν αρχή, λοιπόν, είναι η διατήρηση ενεργούς της γλώσσας ως συλλογικού κληροδοτήματος. Συγκεκριμένα «χωρίς τον Δάντη, δεν θα γινόταν η ενοποίηση της ιταλικής γλώσσας». Η λογοτεχνία, επίσης, συντελώντας στη διαμόρφωση της γλώσσας, δημιουργεί ταυτότητα και ενότητα. Όπως στην περίπτωση του Ομήρου για τον ελληνικό πολιτισμό, του Λούθηρου για τη γερμανική ταυτότητα και του Πούσκιν για τη ρωσική γλώσσα. Επιπλέον, σε προσωπικό επίπεδο η λογοτεχνία δημιουργεί τη μέθεξη μ’ έναν σύμπαν αξιών που αποτρέπει από την... παραβατική συμπεριφορά. Ακόμη, ορισμένοι ήρωες έγιναν συλλογικά αληθείς, έγιναν πρότυπα καθώς επενδύθηκαν πάνω τους, μέσω της προβολής και της ταύτισης, τα πάθη μιας ολόκληρης κοινωνίας. Εντέλει, μία από τις πρωταρχικές λειτουργίες της λογοτεχνίας είναι «η μαθητεία στο Πεπρωμένο και στον θάνατο», καθώς « Οι "τελειωμένες" ιστορίες μας διδάσκουν και να πεθαίνουμε».
Τέλος, αξίζει να επισημανθεί η αναφορά σ’ εκείνη την «επικίνδυνη αίρεση των κριτικών» που θεωρούν ότι μπορούν να ερμηνεύσουν ένα λογοτεχνικό κείμενο ανάλογα με τις ανεξέλεγκτες παρορμήσεις τους. Αν και τα λογοτεχνικά έργα επιδέχονται μία πολλαπλή ανάγνωση, καθώς φέρουν στην επιφάνεια της αμφισημίες της ζωής, ωστόσο, για να γίνει αυτό, θα πρέπει να υπάρχει ένας βαθύς σεβασμός απέναντι στην «πρόθεση του κειμένου». Τα λογοτεχνικά κείμενα καθορίζουν αυτό που πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό και αυτό που δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ως αφετηρία για ελεύθερες ερμηνείες.
Ο Ουμπέρτο Έκο γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1932 στην πολίχνη Αλεσάντρια της βόρειας Ιταλίας. Ολοκληρώνοντας τις σχολικές του υποχρεώσεις στο καθολικό Γυμνάσιο όπου φοίτησε, γράφεται στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, καθώς ο πατέρας του τον πίεζε να γίνει δικηγόρος. Η κλίση του δεν ήταν όμως τα νομικά και παρά τις πατρικές παραινέσεις, μετακινείται στο Τμήμα Φιλοσοφίας εντρυφώντας στη μεσαιωνική γραμματεία και λογοτεχνία. Η διδακτορική του διατριβή ήταν για την αισθητική του Θωμά του Ακινάτη, η οποία εκδόθηκε το 1956 ως το πρώτο του πόνημα («Το αισθητικό πρόβλημα στον Θωμά τον Ακινάτη»)… Καθηγητής Σημειωτικής, φιλόσοφος και συγγραφέας λογοτεχνίας, ο Ουμπέρτο Εκο, ακροβατούσε πάντα μεταξύ πανεπιστημιακής ζωής και μυθοπλασίας, χαρίζοντας στην ανθρωπότητα μια σειρά από ανεπανάληπτα μυθιστορήματα όπως το «Όνομα του Ρόδου», το οποίο παραμένει μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες όλων των εποχών. Πέθανε σε ηλικία 84 χρόνων.
*Ουμπέρτο Έκο, «Περί λογοτεχνίας» (Μετάφραση: Ε. Καλλιφατίδη, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα)