Οι Ρομά και το δικό τους Potlatch
[ Κώστας Κάππας / Ελλάδα / 22.01.21 ]Ο Γάλλος ανθρωπολόγος Marcel Maus (1872–1950) μελετώντας την ζωή και τα έθιμα των Ινδιάνων της Βρετανικής Κολομβίας (Δυτικές ακτές του Καναδά) ανέφερε το έθιμό τους με την ονομασία “Potlatch”. Σύμφωνα με αυτό, από καιρό σε καιρό ένας Ινδιάνος κατέστρεφε ή μοίραζε τεράστιες ποσότητες από τα περιουσιακά του στοιχεία στους άλλους ομόφυλούς του – οι οποίοι εν καιρώ θα ανταπέδιδαν το potlatch – πράξη η οποία απεδείκνυε την ανεξαρτησία του από τα υλικά αγαθά και προσέδιδε επίσης δύναμη και εξουσία.
Αντίστοιχα ο Άγγλος ταξιδιωτικός συγγραφέας Bruce Chatwin (1940 – 1989) στο έργο του “Τα μονοπάτια των τραγουδιών” αναφερόμενος στους ιθαγενείς της Αυστραλίας γράφει: «Γενικά οι Αυτόχθονες είχαν την ιδέα ότι όλα τα ‘αγαθά’ ήταν εν δυνάμει φθοροποιά και μπορούσαν να κάνουν κακό στους ιδιοκτήτες τους, εκτός και εάν ευρίσκοντο συνέχεια σε κίνηση».
Οι Ρομά βέβαια, σήμερα στη καθημερινή τους ζωή κάθε άλλο παρά πιστεύουν ότι τα αγαθά κάνουν κακό. Το αντίθετο μάλιστα, προσπαθούν να έχουν όσα περισσότερα μπορούν. Όμως η “ασυλλόγιστη” και ακατανόητη για εμάς συμπεριφορά τους στις βραδιές των γάμων και των γλεντιών δίνει την εντύπωση ότι δεν θέλουν να κρατήσουν τίποτα για το αύριο.
Την ώρα που χορεύουν άντρες και γυναίκες, οι συγγενείς τους τούς ραίνουν ή τους βάζουν στο κεφάλι χαρτονομίσματα, τα οποία αφού πέσουν στο πάτωμα τα μαζεύουν τα παιδιά και τα δίνουν στην ορχήστρα. Οι Ρομά μπορεί σε μια βραδιά γάμου να πετάξουν στην πίστα όλα τους τα χρήματα και την άλλη μέρα να μην έχουν τίποτα, ούτε για να καλύψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες τους. Ένας μη Ρομά θα εκπλαγεί βλέποντας τόσα χαρτονομίσματα να αιωρούνται, καθώς οι Ρομά τα πετούν και στην συνέχεια τα πατούν οι χορευτές.
Ο τρόπος που αντιμετωπίζουν το χρήμα οι Ρομά είναι διαφορετικός από αυτόν των των Μπαλαμέ (πληθυντικός του Μπαλαμό = μη-Ρομά). Αγαπούν το χρήμα όπως όλοι, αποκτώντας σημαντικό κύρος όταν το έχουν, κύρος απέναντι στην δική τους φυλετική ομάδα, η οποία αποτελεί και το μοναδικό σημείο αναφοράς της ύπαρξής τους. Οι “άλλοι”, οι μπαλαμέ, είναι πολύ “μακριά” τους, ζουν αλλιώς, δεν υπάρχουν αναφορές σε αυτούς. Το μόνο που ενδιαφέρει τους Ρομά είναι η εικόνα τους στους δικούς τους ανθρώπους. Ο τρόπος που θεωρούν ότι τους βλέπουν και τους αξιολογούν οι δικοί τους, αρνητικός ή θετικός, θα καθορίσει και την εικόνα την οποία θα δουν και οι ίδιοι στον καθρέπτη και θα τους κάνει να νιώσουν υπερήφανοι ή ταπεινωμένοι.
Οι “άλλοι” στην περιοχή των Άνω Λιοσίων τους απορρίπτουν a priori και οι Ρομά γνωρίζοντας ήδη την στάση τους, προσπαθούν να τους αγνοήσουν και να λαμβάνουν υπ’όψιν τους μόνο την αξία ή την απαξία που τους αποδίδουν οι δικοί τους, γι’ αυτό μόνο αυτούς θέλουν να εντυπωσιάσουν “πετώντας” τα χρήματά τους σε ένα δικό τους “Potlatch”.
Η επίδειξη πλούτου είναι αναπόφευκτη σε μία κοινωνία παραδοσιακή όπως η δική τους. Το χρήμα επιδεικνύεται και αυτός που έχει την δυνατότητα να ξοδέψει (“να πετάξει τα λεφτά του”) ενωπίω όλων (π.χ. στο γλέντι ενός γάμου) έχει προφανώς και την δυνατότητα να ασκήσει εξουσία, ναι μεν συμβολική αλλά καθοριστική για την θέση του στην κοινωνική κλίμακα της κοινότητος. Παράλληλα, το να ρίχνουν άφθονα χρήματα και στους χορευτές, δείχνει και τον στενό δεσμό τους με αυτούς. Οι τελευταίοι εκλαμβάνουν αυτήν την κίνηση ως εκδήλωση αγάπης, αφοσίωσης και αποδοχής.
Γενικότερα, ας προσέξουμε ότι μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, όταν σχεδόν όλοι οι Ρομά ήταν νομάδες, όχι μόνο δεν ήταν ιδιοκτήτες σταθερών περιουσιακών στοιχείων (π.χ. γη) αλλά δεν είχαν και καθόλου υπάρχοντα. Όπως αναφέρει και η κοινωνιολόγος Άννα Λυδάκη (οι περιγραφές στο σημείωμα αυτό είναι δανεισμένες από το συγκλονιστικό βιβλίο της από την 4ετή συνύπαρξή της με τους Ρομά των Άνω Λιοσίων “Μπαλαμέ και Ρομά”, Εκδόσεις Καστανιώτη),
«Αρκετές φορές στις συναντήσεις μου με τους Τσιγγάνους, όταν η συζήτηση ερχόταν στα κληρονομικά δικαιώματα, διέκρινα μια αμηχανία σαν αυτό να ήταν ένα θέμα που δεν το είχαν αντιμετωπίσει ποτέ. Προφανώς η κατοχή αγαθών και η ιδιοκτησία γης είναι κάτι καινούργιο για τους Τσιγγάνους και ίσως μια βραδιά γλεντιού, μεθυσιού χαράς αφήνει περιθώριο για αναβίωση παλιών συμπεριφορών».