Οι "αλήθειες" και η αλήθεια της Ιστορίας

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 24.03.17 ]

Εάν κάποιος ισχυριζόταν ότι οι Έλληνες δεν ήταν σκλάβοι τω Οθωμανών αλλά συμμετείχαν στη δομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα προκαλούσε έκπληξη και ορυμαγδό. Αν κάποιος αναρωτηθεί τι εννοούσε ο Ρήγας όταν μιλούσε για απελευθέρωση από τους "λύκους" "Χριστιανών και Τούρκων" (η διάκριση θρησκευτική) θα αντιμετωπιζόταν με καχυποψία. Αλλά μήπως ήρθε η ώρα να δούμε και να αναστοχαστούμε την πραγματική μας ιστορία χωρίς τις φαλκιδεύσεις που επέβαλε η ανάγκη διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας ενός νεοσύστατου κράτους; Μήπως μια νέα ανάγνωση της ιστορίας θα μας επιτρέψει να ξανασκεφτούμε και να εξηγήσουμε ό,τι συνέβη και ό,τι μας συμβαίνει ακόμη και σήμερα; Μια τέτοια προσπάθεια έκανε ο Δημοσθένης Κούρτοβικ με το μυθιστόρημα(Τι ζητούν οι βάρβαροι;), όπου αναδεικνύονται οι στρεβλώσεις ενός πραγματικού γεγονότος από τις εμπλεκόμενες βαλκανικές χώρες, αποδεικνύοντας ότι τα ιστορικά «ψεύδη» ήταν αναγκαία για τη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης στα νέα έθνη-κράτη. Έχουμε, επίσης, τη μελέτη της Κατερίνας Μυστακίδου, όπου με εμπεριστατωμένο και προσεκτικό τρόπο καταδεικνύεται ότι οι Έλληνες δεν ήταν και τόσο «σκλάβοι» (μία τουλάχιστον μερίδα εξ αυτών) και πως η διαμόρφωση των βαλκανικών κρατών δεν ήταν παρά η διάσπαση του Ορθόδοξου Μιλέτ (το δεύτερο ισχυρότερο από τα έξι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας). Τέλος, θα δούμε και μία άλλη λογοτεχνική προσέγγιση, ένα ιστορικό μυθιστόρημα, αυτό του Γιάννη Καλπούζου, που βασίζεται στην άποψη ότι Έλληνες και Τούρκοι διακρίνονταν μεταξύ τους όχι τόσο από την εθνοτική τους ταυτότητα(ανήκαν όλοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) ή από τη σχέση κατοχής, αλλά από την οικονομική τους ισχύ και την ταξική τους θέση στην Οθωμανική κοινωνία. Ασφαλώς, ένα μυθιστόρημα, γενικά η μυθοπλασία δεν εγείρει απαιτήσεις υψηλής επιστημονικής εγκυρότητας και ακρίβειας, όμως είναι γεγονός ότι για πρώτη φορά φαίνεται ότι αρχίζουμε να αναστοχαζόμαστε την ιστορία μας, όντας πια απελευθερωμένοι από τις προκαταλήψεις και τις ιδεολογικές «άμυνες» που υπό άλλες συνθήκες θα υπονόμευαν την εθνική μας υπόσταση. Αυτό συμβαίνει γιατί πλέον δεν αισθανόμαστε τόσο ευάλωτοι όσο παλαιότερες εποχές. Και τούτο παρά το γεγονός ότι και σήμερα εγείρονται αξιώσεις σε βάρος της Ελλάδας με ιστορικές αιτιολογήσεις.

 Έλληνες και Τούρκοι στον ίδιο ζυγό;

Διαβάζοντας την «Ένδοξη δουλεία» της Κατερίνας Μυστακίδου (εκδόσεις Κέδρος) θυμήθηκα το Βολταίρο που, όταν η Ευρώπη μαστιζόταν από τους θρησκευτικούς πολέμους, έλεγε «Δες τε το μεγάλο Τούρκο. Καλύτερα να έχεις πολλές θρησκείες παρά μία». Ο Βολταίρος αναφερόταν στον τρόπο δόμησης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με την αναγνώριση όλων των θρησκειών και την απόδοση σ’ αυτές θρησκευτικών και πολιτικών εξουσιών, έτσι ώστε καμία να μην αποκτήσει τόση ισχύ ώστε να επιχειρήσει να ελέγξει την κεντρική εξουσία. Η Μυστακίδου, συνεπώς,  προσεγγίζει τη σχέση Ελλήνων(Ορθοδόξων) και Οθωμανών, ή Ελλάδας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας υπό μία διαφορετική οπτική γωνία από τη στερεότυπη επίσημη εκδοχή. Οι Έλληνες δεν ήταν όλοι δούλοι των Οθωμανών. Αντιθέτως, μία μερίδα τους όπως οι Φαναριώτες ήταν μέρος του κατεστημένου της Υψηλής Πύλης. Πιο συγκεκριμένα, η συγγραφέας παραθέτει στην εισαγωγή της πως «η σχέση Ελλήνων ορθοδόξων και Οθωμανών μουσουλμάνων ήταν αμφίδρομη, αμφίσημη και σαφώς διαφορετική για τους Φαναριώτες απ’ ό,τι για τους Έλληνες υπηκόους της Υψηλής Πύλης –Κωνσταντινουπολίτες, Μικρασιάτες, Πόντιους- και τους Ελλαδίτες». Με άλλα λόγια, υπήρχε μία κοινωνική, οικονομική (και πολιτική) διαστρωμάτωση στα διάφορα μιλέτ και κάθε στρώμα είχε αμφίδρομη σχέση με το ομόλογό του.

Η συνύπαρξη των διαφόρων «μιλέτ» ήταν ειρηνική και το «Ορθόδοξο Ρουμ Μιλλέτ-ι» ήταν το δεύτερο πιο πολυάριθμο μετά το μουσουλμανικό. Αυτό διήρκεσε μέχρι την έναρξη της παρακμής της θεοκρατικής αυτής αυτοκρατορίας, όταν ανεφύει το Ανατολικό Ζήτημα, που δεν ήταν παρά ο τρόπος διαμοιρασμού της από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και τη Ρωσία. Τότε η Δύση για τους δικούς της λόγους διαχώρισε την Αυτοκρατορία σε δύο αντιθετικούς πόλους, τους Χριστιανούς και τους Μουσουλμάνους. Συνεπώς, «η σύγχρονη Ελλάδα παρακολούθησε τη σταδιακή διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ούσα η ίδια ένα από τα βασικά συνθετικά κομμάτια της». Ακριβώς όπως και η Τουρκία. Μόνο που η ταύτιση των μουσουλμάνων με τους Τούρκους επέφερε στη συλλογική συνείδηση και την ταύτιση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με την Τουρκία, η οποία δημιουργήθηκε ουσιαστικά μετά την Μικρασιατική καταστροφή, και αυτοδίκαια θεωρήθηκε κληρονόμος της οθωμανικής κληρονομιάς. Πάνω σ' αυτή την "κληρονομιά" βασίζεται σήμερα η αξίωση της σημερινής ηγεσίας της Τουρκίας για αποκατάσταση του αυτοκρατορικού οθωμανικού εδαφικού πλαισίου! 

Υπ’ αυτή την έννοια η συγγραφέας μέμφεται την αποποίηση εκ μέρους της Ελλάδας του οθωμανικού της παρελθόντος, για το γεγονός ότι «δεν ζήτησε ποτέ μερίδιο από την κληρονομιά των Οθωμανών», για την έλλειψη προνοητικότητας στην εθνική μας ιστορία, ώστε βρίσκοντας προσεκτικά τις ισορροπίες να οικειοποιηθεί το μέρος της οθωμανικής κληρονομιάς που της αναλογεί.

Αντιλαμβάνεται κανείς ότι το βιβλίο της Μυστακίδου είναι ανατρεπτικό. Γιατί εδώ δεν έχουμε τους Έλληνες σκλάβους υπό τον οθωμανικό ζυγό αλλά τον Πατριάρχη που είχε άμεση πρόσβαση στον σουλτάνο και τους Οθωμανούς Έλληνες (κατά το αντίστοιχο των Οθωμανών τούρκων ή μουσουλμάνων) που «είχαν πρωτεύοντα ρόλο στη δυναστεία των Οθωμανών και υπηρέτησαν κυρίως τα συμφέροντα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι το τέλος». Εν προκειμένω η συγγραφέας αναφέρεται στους Φαναριώτες και «τα υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης» που αποτελούσαν «μέρος του μηχανισμού της Υψηλής Πύλης» (οσποδάροι, υπουργοί Εξωτερικών κ.ά.). Μάλιστα, ακόμη και το 1867 οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης θεωρούσαν και την αυτοκρατορία πατρίδα τους («αγαπώντες δε την εαυτών πατρίδα, δεν δύνανται βεβαίως να μην αγαπώσι την Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν, διότι αυτή είναι η πατρίδα των»!).

Η θέση της Μυστακίδου αποτυπώνεται σαφώς και ευκρινώς σε μία υποσημείωση στη σελίδα 20 και 21: «Ανεξάρτητα από το βαθμό συμμετοχής των διαφόρων εθνοτήτων, είτε ως μουσουλμάνοι βεζίρηδες από το Μαυροβούνιο και τη Βουλγαρία είτε ως χριστιανοί Φαναριώτες οσποδάροι στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, στην εθνική τους ιστορία όλοι οι Βαλκάνιοι τήρησαν την ίδια στάση. Απλώς ανέφεραν τους άξιους συμπατριώτες τους χωρίς να γίνει καμία διασαφήνιση ότι η άρχουσα τάξη των Οθωμανών αποτελούνταν και από τους “υπόδουλους” λαούς»!

Το «υπόδουλοι» τίθεται εντός… εισαγωγικών. Ο «οθωμανικός ζυγός» θεωρείται πλέον τέτοιος και οι χριστιανικοί πληθυσμοί θεωρούνται «υπόδουλοι» από τη στιγμή που η Ρωσία και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις προώθησαν τη διάλυση της φθίνουσας αυτοκρατορίας θεωρώντας τους χριστιανούς ως μέρος της Δύσης (της «προσιτής Ανατολής») και τους μουσουλμάνους, μέρος της απρόσιτης και εχθρικής Ανατολής. Εν άλλοις λόγοις έχουμε σύμφωνα με τη συγγραφέα την πρόκληση ενός θρησκευτικού πολέμου, που καλλιεργήθηκε από τους δυτικούς και στον οποίο βασίσθηκε η δημιουργία των εθνικών χαρακτηριστικών των βαλκανικών χωρών. Δεν είναι τυχαία η άμεση ανεξαρτητοποίηση της Εκκλησίας της Ελλάδας (Αυτοκέφαλη) από το Πατριαρχείο που θεωρούνταν οθωμανικός θεσμός. Αλλά και ο διαχωρισμός των βαλκανικών λαών με βάση τη θρησκεία και τη γλώσσα είναι αμιγώς οθωμανικοί διαχωρισμοί. 

Βέβαια, παρά τις διακρίσεις, δεν αναπτύσσεται η διαφορά μεταξύ των Ελλήνων της οθωμανικής «άρχουσας τάξης»(Φαναριωτών) και των «ταλαιπωρημένων μέσων Ελλαδιτών» καθώς και οι σχέσεις τους. Αλλά ούτε και οι διαφορές του Πατριαρχείου και των Φαναριωτών με την Ελληνική Επανάσταση. Αντιθέτως, αναπτύσσονται οι σχέσεις των Φαναριωτών με τη Ρωσία και η φιλοδοξία των πρώτων «να ηγηθούν μιας ορθόδοξης αυτοκρατορίας η οποία έπρεπε να κληρονομήσει την οθωμανική, χωρίς όμως να αλλάξει τη δομή των βαλκανικών λαών και τη δική τους κυρίαρχη θέση»(Η Μεγάλη Ιδέα χρονολογείται από τον 18ο αιώνα). Η εστίαση στους Φαναριώτες εκπληρώνει την υπόθεση εργασίας ότι οι Ελληνο-ορθόδοξοι ήταν μέρος του οθωμανικού συστήματος. Όμως, αποφεύγονται οι γενικεύσεις και επισημαίνονται οι αποχρώσεις, όπως ο ρόλος μέρους των Φαναριωτών στο νεοελληνικό «Διαφωτισμό». 

Εν συμπεράσματι, έχουμε μία κατεύθυνση από τους Φαναριώτες για την Ορθόδοξη αυτοκρατορία και μία ελλαδίτικη προσέγγιση(των ταλαιπωρημένων μέσων Ελλαδιτών) που κινούνταν είτε στο πλαίσιο των Βαλκανίων (Ρήγας) είτε στο αυτονομιστικό πλαίσιο της νότιας Ελλάδας(λόγω και των εκεί αυτόνομων περιοχών).

Το Ιμαρέτ

Το μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου, έχει ως πλαίσιο αναφοράς την περιοχή και την πόλη της Άρτας. Έχει δε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί η περιοχή αυτή μαζί με τη Θεσσαλία περιήλθαν μετά την απελευθέρωσή τους το 1881 σε Έλληνες που ανήκαν στην άρχουσα τάξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στον έμπορο, τραπεζίτη και προμηθευτή του οθωμανικού στρατού Χρηστάκη εφέντη Ζωγράφο και το γαμπρό του, ακόλουθο της πρεσβείας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο Παρίσι, χρηματιστή, τραπεζίτη, αρχαιολόγο (ανασκαφή Δωδώνης με τον μηχανικό Μινέικο), τσιφλικά και υπουργό Κωνσταντίνο Καραπάνο! Ο Καλπούζος δεν ασχολείται με αυτά ειμή περιφερειακά. Περισσότερο τον ενδιαφέρει η σχέση των δύο εθνοτήτων (Ελλήνων και Τούρκων) στην καθημερινή τους ζωή, που καθορίζεται κυρίως από τη θρησκευτική τους ένταξη. Η προσέγγιση πέρα από το εύρος των καταγραφών είναι τολμηρή και παραπέμπει σε αυτό που τονίσαμε πιο πάνω, δηλαδή στην ανάγκη αναστοχασμού της οθωμανικής μας ιστορίας που μένει «άγραφτη» ή μάλλον διαγραμμένη από τον γενικό αφορισμό της «σκλαβιάς». Με άλλα λόγια, οι Έλληνες ήταν σκλάβοι στους Οθωμανούς (λάθος η ταύτιση Οθωμανών και Τούρκων) πολύ λιγότερο απ’ ό,τι ήταν σκλάβοι οι Έλληνες κολίγοι στους επίσης Έλληνες τσιφλικάδες(μέλη της άρχουσας τάξης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας)! Δεν είναι τυχαίο ότι κάτοικοι της Άρτας (του χωριού Πέτα για την ακρίβεια) θέλησαν να υπαχθούν ξανά υπό την οθωμανική κατοχή μετά την απελευθέρωσή τους λόγω της βάρβαρης αντιμετώπισης από τον Καραπάνο!

Το μυθιστόρημα του Καλπούζου «Ιμαρέτ. Στη σκιά του ρολογιού», επιχειρεί να αναδείξει τις συγκρούσεις, οι οποίες δεν προκύπτουν από το εσωτερικό, δεν είναι δηλαδή κοινωνικές, αλλά επιβάλλονται έξωθεν. Οι κάτοικοι, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, με σχέσεις γειτονίας, αδελφοποιτής φιλίας, έρωτα ακόμη και αίματος, αδυνατούν να ενσωματώσουν τις επιβαλλόμενες αντιθέσεις. Όπως δείχνει ο Καλπούζος μόνο οι εξαιρέσεις εσωτερικεύουν τις νέες αντιθέσεις(Ντογάν). Μάλιστα, ο παππούς Ισμαήλ λέει στον εγγονό του, τον φανατικό Ντογάν, «Εμείς είμαστε Οσμανλήδες, Οθωμανοί, Τούρκοι είναι οι άξεστοι, οι αγράμματοι, οι χωριάτες… Τούρκος είσαι κι εσύ»; Πριν «λέγαμε ότι πατρίδα μας είναι μια αιώνια χώρα, το Τουράν. Οθωμανική Αυτοκρατορία ξέραμε, κι όχι Τουρκία» συνεχίζει ο παππούς Ισμαήλ(σελ. 52).

Την εποχή που κινείται χρονικά το μυθιστόρημα του Καλπούζου συντελούνται κοσμογονικές αλλαγές λόγω της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία επιφέρει μία επώδυνη ανατροπή στις μέχρι τότε σχέσεις των μελών των διαφόρων μιλλετ. Σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, οι ιστορικές αναπροσαρμογές, που αποφασίστηκαν στη Δύση είχαν ως όχημά τους άλλοτε τους Ελλαδίτες επαναστάτες και άλλοτε(αργότερα) τους Φαναριώτες καθώς και τον περίφημο ελληνικό Διαφωτισμό. Ο Δαμιανός Μέγης, το 1864, είναι ο πνευματικός ταγός, που θα ταυτίσει τους Οθωμανούς με του Τούρκους και θα επιχειρήσει να αποδείξει τη συνέχεια της φυλής με ένα άλμα προς το αρχαίο και βυζαντινό παρελθόν. Εξάλλου, η Μεγάλη Ιδέα είναι αυτή που θα συνέξει όλους τους Έλληνες (Φαναριώτες, αστούς Μ. Ασίας και Ελλαδίτες). Εδώ, σε αντίφαση με την αφήγηση του παππού Ισμαήλ(Γ. Καλπούζος), η ιστορία αρχίζει να αποκτά τις αναγκαίες επινοήσεις για τη διαμόρφωση της ελληνικής εθνικής συνείδησης. Όμως, ο Καλπούζος χωρίς την αναγκαία ιστορική εμβάθυνση καταλήγει στο σωστό συμπέρασμα με βάση το Ρήγα(«Να σφάξωμεν τους λύκους που στον ζυγό βαστούν/ και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν»). Μόνο που η θέση αυτή εξέφραζε και τους Φαναριώτες που ήθελαν την αλλαγή εκ των έσω, δηλαδή μία Ορθόδοξη Αυτοκρατορία αντί της Οθωμανικής. Τελικά, το ρολόι της Άρτας προσαρμόστηκε στον ευρωπαϊκό χρόνο. Ο χρόνος της Ανατολής, ένας ολόκληρος πολιτισμός απωθήθηκε, δαιμονοποιημένος. Κι έτσι μείναμε μισοί, με τη γλώσσα κάποτε να θυμίζει το παρελθόν και να αναρριπίζει τη μνήμη.

Τι ζητούν οι βάρβαροι;

Το μυθιστόρημα του Δημοσθένη Κούρτοβικ «Τι ζητούν οι βάρβαροι;» βασίζεται σ’ ένα πραγματικό περιστατικό, τον «ματωμένο γάμο», που οι εμπλεκόμενοι βαλκανικοί λαοί αφηγούνται με τρόπο που τους εξυπηρετεί. Ακόμη και το λογοτεχνικό βραβείο, στοιχείο της μυθοπλασίας, θα είναι ένας αγώνας ανάμεσα σε «εθνικές εμπορικές ετικέτες» «με έπαθλο τα διαπιστευτήρια του διαχειριστή της βαλκανικής κληρονομιάς στον σημερινό κόσμο» ή για «την εικόνα που ήθελε να έχει στο εξής η Ευρώπη για το κακόφημο υπογάστριό της» (σελ 147), σημειώνει ο Κούρτοβικ. Άρα, η ιστορική αλήθεια είναι η εκδοχή που νικάει (καταβροχθίζοντας) την άλλη, αλλά και η επιβολή μια συγκεκριμένης εικόνας που επιβάλλει το ευρωπαϊκό βλέμμα (αυτή η ισχυρότερη και ευρύτερη πολιτικο-ιδεολογική ηγεμονία και κατ' επέκταση ηγεμονία επί των ιστορικών "αληθειών").

Στα Βαλκάνια, «οι άνθρωποι πνίγονται, πνίγονταν πάντα, φυλακισμένοι σε μια φυσαλίδα του χρόνου που τους καταδικάζει να επαναλαμβάνουν αδιάκοπα τον κύκλο του ίδιου κανιβαλικού δράματος […] το χυμένο αίμα δεν έθρεψε τίποτε άλλο από τα σαπρόφυτα» (σελ. 114 και 115). Όμως, αυτό που καθιστά ενδιαφέρον το μυθιστόρημα του Κούρτοβικ είναι η αποτύπωση της προσωπικής βίωσης της ιστορίας, της κάθε ιστορικής της εκδοχής, από τις βαλκανικές εθνότητες, ενώ περιγράφεται το δράμα των ίδιων των προσώπων (πιστών στις διάφορες εκδοχές της "αλήθειας") από την αποκάλυψη της πραγματικής αλήθειας και την κατάρρευση της πίστης τους.

Και ο Κούρτοβικ προτείνει τον αναστοχασμό (την «κρυσταλλική μνήμη») πάνω στην ιστορία, αρνούμενος τη «ζεστή μνήμη», αυτή που αφηγείται το ιστορικό παρελθόν σαν ζωντανό μύθο. Γιατί η μνήμη είναι ύπουλο πράγμα, όπως συμβαίνει με όσους «σβαρνίζουν τους τάφους μας για να σπείρουν καινούργιο σπόρο στο χωράφι τους, αλλά βουλιάζουν μέσα τους» (σελ. 296).
Τελικά, ο Κούρτοβικ μ’ έναν δευτερογενή «μύθο» (λογοτεχνικό «γάμο»-διαγωνισμό) πάνω στον πρωτογενή μύθο (ματωμένος μακεδονικός γάμος) θα προσπαθήσει να αποκαταστήσει την αλήθεια και τους ανθρώπους που αδικήθηκαν είτε από τη «σιωπή» είτε από την παραμορφωτική έλξη του επινοημένου φανταστικού και την πίστη σ’ αυτό. Η τέχνη έτσι, προτείνοντας την α-λήθεια της λήθης και την εκ-σταση (από-σταση από το κατασκευασμένο) καθώς και τη βίωση των κοινών πολιτιστικών τελετουργιών –μουσική, κρασί, χορός, έρωτας-, την αποσύνθεση δηλαδή μέσω της διονυσιακής μέθης και της ανασύνθεσης μέσω του έρωτα, θα γίνει το «φάρμακο» (θα επιφέρει την κάθαρση) και θα αποκαταστήσει τα τραύματα που προκάλεσε το ψέμα, επιφέροντας τη συμφιλίωση…