Ο Τρούμαν Καπότε και η σύνδεση δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 30.09.19 ]Μπορεί η δημοσιογραφία να συνδυασθεί με τη λογοτεχνία, η μυθοπλασία με την πραγματικότητα; Αν αυτό γίνεται στο ιστορικό μυθιστόρημα, μπορεί να γίνει και στο μη ιστορικό; Αυτή η σύζευξη στην Ευρώπη ήταν και είναι, εν πολλοίς, αδύνατη. Η άποψη για τη δημοσιογραφία από την ευρωπαϊκή πλευρά του Ατλαντικού συνοψίζεται σ’ αυτό που έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ, ότι δηλαδή «Η σύγχρονη δημοσιογραφία... δικαιώνει την ύπαρξή της χάρη στη δαρβίνεια αρχή της επιβίωσης των πιο χυδαίων»! Αλλά από την άλλη πλευρά, στην Αμερική, η αντίληψη για τη σχέση της λογοτεχνίας με τη δημοσιογραφία είναι διαφορετική. Οι ιδέες, η γνώση και η μυθοπλασία, εκεί, απορρίπτονται συλλήβδην υπέρ του Πραγματισμού, υπέρ της Πράξης, δηλαδή της συνεχούς δράσης, που αξιολογείται με βάση τα οφέλη της και ενδεχομένως την απόλαυση που παρέχει. Συνεπώς, το «Εν ψυχρώ» του Τρούμαν Καπότε, ένα επιτόπιο –δύο χρόνων- ρεπορτάζ με λογοτεχνικές (νουάρ) προδιαγραφές μόνο στις ΗΠΑ θα μπορούσε να δημιουργηθεί. Κι ενώ κατά τη γνώμη μας το κορυφαίο έργο του Τρούμαν Καπότε είναι το «Άλλες φωνές, άλλοι τόποι», το «Εν ψυχρώ» ήταν το μυθιστόρημα που καθιέρωσε τον συγγραφέα και αποτέλεσε σταθμό στη λογοτεχνία αλλά και στη δημοσιογραφία, η οποία υιοθέτησε το λογοτεχνικό ύφος και ενίοτε τη μυθοπλασία τη βασισμένη σε «μισές αλήθειες».
Το πρώτο έργο του Καπότε δεν έχει καμία σχέση με τη μετέπειτα πορεία του και το μη φανταστικό μυθιστόρημα το οποίο πρώτος εισήγαγε.
Γενικά, αν το «Εν ψυχρώ» αλλά και το τελευταίο, ατελές, βιβλίο του Καπότε βασίζονται στην πολύχρονη δημοσιογραφική έρευνα, δοσμένη με μία λογοτεχνίζουσα γλώσσα, το «Άλλες φωνές, άλλοι τόποι» είναι το κατ’ εξοχήν φανταστικό μυθιστόρημα (ανεξάρτητα από τις βιογραφικές αφορμές), αγγίζοντας μάλιστα τα όρια του «μαγικού ρεαλισμού» και των «εκατό χρόνων μοναξιάς». Για να είμαστε ακριβέστεροι σε λογοτεχνικό επίπεδο το πρώτο μυθιστόρημα του Καπότε παραπέμπει στη γνωστή λατινοαμερικάνικη σχολή (ο Νότος των ΗΠΑ εξάλλου είναι το μεταβλητό όριο της βόρειας και της λατινογενούς Αμερικής) αλλά θυμίζει και Χάκμπερι Φιν. Εδώ είναι ο γενέθλιος τόπος της Νέας Ορλεάνης. Εδώ γεννήθηκε ο συγγραφέας και το πραγματικό του όνομα ήταν Τρούμαν Στρέκφους Πέρσονς, γιος του πωλητή Άρκιουλους Πέρσονς και της Λίλι Μέι Φωκ. Και τα παιδικά του χρόνια στιγματίστηκαν από μια ιδιαίτερα ταραγμένη οικογενειακή ζωή. Ο Τρούμαν φεύγει από τη Νέα Ορλεάνη σε ηλικία τεσσάρων ετών και μετά από το διαζύγιο των γονέων του, τη φροντίδα του ανέλαβε η οικογένεια της μητέρας του, στο Μόνρόεβιλ της Αλαμπάμα. Το 1933 θα μετακομίσει στη Νέα Υόρκη για να ζήσει με τη μητέρα του και τον δεύτερο σύζυγό της, τον Τζόζεφ Καπότε, Κουβανό επιχειρηματία, ο οποίος τον υιοθέτησε και τον μετονόμασε σε Τρούμαν Γκαρσία Καπότε.
Σε ηλικία δεκαεπτά ετών, αμέσως μετά το πέρας των σπουδών του, ο Καπότε προσελήφθη στο περιοδικό The New Yorker. Όπως έγραψε ο ίδιος αργότερα για το είδος της απασχόλησής του, επρόκειτο για μία μάλλον ασήμαντη εργασία, ωστόσο ο Καπότε ήταν αποφασισμένος να μην συνεχίσει τις σπουδές του σε κάποιο κολέγιο προκειμένου να ασχοληθεί με τη συγγραφή. Το 1945, δημοσιεύτηκε το πρώτο του διήγημα με τίτλο Μύριαμ (Miriam), για το οποίο του απονεμήθηκε τον επόμενο χρόνο το βραβείο Ο. Henry Memorial Award. Η βράβευση αυτή, είχε ως αποτέλεσμα να ενδιαφερθεί για το έργο του ο εκδότης Μπένετ Σερφ, γεγονός που οδήγησε τελικά στην υπογραφή ενός συμβολαίου με τον εκδοτικό οίκο Random House, για την έκδοση ενός μυθιστορήματος. Έτσι το «Άλλες φωνές, άλλοι τόποι»(Other voices, other rooms) θα εκδοθεί το 1948, βάζοντας τα θεμέλια της φήμης του. Ο Καπότε περιέγραψε το έργο του αυτό, ως μία προσπάθεια να εξορκίσει δαίμονες. Εδώ στη Νέα Ορλεάνη, κάθε σπίτι, κάθε σάλα κρύβει τις δικές της φωνές, τους δικούς της ανθρώπους, που είναι σχεδόν αόρατοι, που επικοινωνούν μεταξύ τους με χειρονομίες, με άναρθρες κραυγές, με μπαλάκια του τένις, ή με αυταρχικότητα. Η δυστυχία μαζί με μία ακραία ατομικότητα και μία απέραντη προτεσταντική λευκή μοναξιά είναι κλεισμένη στα άδεια δωμάτια μοναχικών σπιτιών. Οι άνθρωποι είναι υπαρκτοί ως φάσματα και φαντάσματα. Έξω κατοικεί ο φόβος, η δεισιδαιμονία και η μαγεία. Όσοι τολμούν να βγουν στον έξω κόσμο είναι οι παράτολμοι, οι γενναίοι που επιχειρούν να υπερβούν τα φυσικά και κοινωνικά όρια. Δηλαδή οι ομοφυλόφιλοι και οι σεξουαλικά στερημένοι λόγω της σωματικής τους δυσανεξίας (όπως μία νάνος καλλιτέχνης τσίρκου). Αυτοί είναι οι επαναστάτες μιας κοινωνίας ακοινώνητης, χωρίς κανένα συνεκτικό δεσμό, μιας κοινωνίας κυριολεκτικά φάντασμα και των εκφυλισμένων ατόμων της που πνίγονται από τις προκαταλήψεις, τις δαιμονοληψίες και τις αδρανείς ιδεοληψίες.
Το «Εν ψυχρώ», αντίθετα με το «Άλλες φωνές…», κινείται στην αληθινή πραγματικότητα, και αφορά δρώντες (αυτή είναι η πεμπτουσία του Πραγματισμού) καθώς και μία πραγματική ιστορία. Βρισκόμαστε στo Νοέμβριο του 1959, η είδηση για τέσσερις ανεξήγητους φόνους των μελών μίας πλούσιας οικογένειας στο Κάνσας, προκάλεσε το ενδιαφέρον του Καπότε, ο οποίος ξεκίνησε μία παρατεταμένη έρευνα του γεγονότος, που θα του παρείχε το υλικό για το μυθιστόρημά του. Σημαντική βοήθεια κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της έρευνας, πρόσφερε η συγγραφέας και παιδική φίλη του, Χάρπερ Λι, η οποία ταξίδεψε μαζί του στον τόπο του εγκλήματος και καλλιέργησε σχέσεις με την τοπική κοινωνία προκειμένου να εκμαιεύσουν πληροφορίες, μέσα από προσωπικές συνεντεύξεις. Το Εν Ψυχρώ ολοκληρώθησε το 1966 και αποτέλεσε κατά πολλούς το πλέον πετυχημένο έργο του, τόσο εμπορικά όσο και καλλιτεχνικά. Ο ίδιος ο Καπότε, επιθυμούσε να δημιουργήσει ένα νέο είδος λογοτεχνίας, το οποίο θα συνδύαζε τις καθιερωμένες λογοτεχνικές μεθόδους με την δημοσιογραφικού τύπου εξιστόρηση ενός πραγματικού γεγονότος.
Έτσι, στο «Εν ψυχρώ» θα περιγραφούν μέσα από αλλεπάλληλες συνεντεύξεις οι δύο νεαροί Αμερικανοί που σκότωσαν με φρικτό τρόπο τα τέσσερα μέλη της ευυπόληπτης και πλούσιας οικογένειας. Ο Καπότε γράφει κυριολεκτικά με τον τρόπο των κινηματογραφικών (ίσως και τηλεοπτικών) σεκάνς-δεν είναι τυχαίο ότι τα έργα του γυρίστηκαν κινηματογραφικές ταινίες-, συνδυάζει με μοναδικό τρόπο τα ντοκουμέντα και τις προσωπικές συνεντεύξεις, παίζει με την τριτοπρόσωπη και πρωτοπρόσωπη αφήγηση και αναδεικνύει τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της αμερικάνικης κοινωνίας και της θεσμικής της οργάνωσης με υπαινιγμούς ταξικών αντιθέσεων. Μιλάμε για υπαινιγμούς γιατί η αναζήτηση της διαμόρφωσης της προσωπικότητας των εγκληματιών δεν γίνεται μέσα στην κοινωνία, αλλά μέσα στην οικογένεια. Εδώ δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε την κριτική του Καπότε στο δικαιοδοτικό σύστημα των ΗΠΑ (Κανόνας Μ’Νάγκτεν) που λειτουργούσε εντελώς με το γράμμα του νόμου, μανιχαϊστικά, μεταξύ μαύρου και άσπρου, χωρίς αποχρώσεις –διασταλτικές και συσταλτικές ερμηνείες-, καθώς και στην έμμεση κριτική για τη θανατική ποινή. Οι εγκληματίες, οι δύο νεαροί, δεν ήξεραν γιατί σκότωσαν τα θύματά τους. Ακριβώς, όπως οι σημερινοί νέοι που μπαίνουν σ’ ένα σχολείο με το όπλο του πατέρα τους και σκοτώνουν όποιον βρίσκουν μπροστά τους. Ο Καπότε αναζητεί τους λόγους των ακούσιων εγκλημάτων, των εγκλημάτων χωρίς κίνητρο. Επισκέπτεται τους θανατοποινίτες, «ζει» τις τελευταίες μέρες τους και τον απαγχονισμό τους «στη Γωνία». Κάπου τους «αγιοποιεί», μας τους καθιστά συμπαθητικούς (Ο Χίκοκ πήγαινε στην κρεμάλα «με το πιο γοητευτικό χαμόγελό του σαν να χαιρετούσε καλεσμένους στην κηδεία του»!). Καταλαβαίνουμε ότι οι θύτες είναι και θύματα. Αλλά στο δια ταύτα, στο γιατί τόσο αίμα και τόσοι θάνατοι το πράγμα χωλαίνει. Η απόδοση της αιτίας στη λίμπιντο, στη δριμεία σεξουαλική αναστολή, στη διαλυμένη οικογένεια, στην υπερευαισθησία, η κακοποίηση και το ιστορικό υπερβολικής βίας, οι διαταραχές στην οργάνωση του συναισθήματος, τελικά η τρέλα επιστρατεύεται για να εξηγήσει τις οικογενειακές και εν μέρει κοινωνικές ευθύνες αλλά όχι και τις οικονομικο-πολιτικές (ανεργία και εξαθλίωση). Τα παιδιά έτσι δολοφονούν στο πρόσωπο του άλλου, τον πατέρα, τη μισητή καλόγρια του ορφανοτροφείου, τον μισητό λοχία στο στρατό, τον μπάτσο που τον πρόσταξε να μην «πατήσει το πόδι του στο Κάνσας, δολοφονούν έναν απ’ όλους κι όλους μαζί. Αυτή είναι η άποψη του Καπότε που φθάνει ακόμη να κρίνει –εμμέσως- και την αντίφαση της Βίβλου (το «ου φονεύσεις» συνοδεύεται από το «θανάτω θανατούσθω», «ο εκχέων αίμα ανθρώπου, αντί του αίματος αυτού εκχυθήσεται»), αλλά ποτέ δεν κρίνει την ταξικότητα της κοινωνίας, αυτή την κτηνώδη αλήθεια.
Η έκδοση του Εν Ψυχρώ συνοδεύτηκε από ένα πολυδιαφημισμένο πάρτυ που διοργάνωσε ο Καπότε στις 28 Νοεμβρίου του 1966, το οποίο αναγνωρίζεται ως ένα ιδιαίτερο γεγονός της δεκαετίας του 1960. Επόμενο λογοτεχνικό έργο του Καπότε αποτέλεσε το - ημιτελές τελικά - μυθιστόρημα Όταν οι προσευχές εισακούονται (Answered Prayers), όπου επιχείρησε να περιγράψει την ζωή των πλούσιων και διάσημων φίλων του. Απόσπασμα του έργου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Esquire το 1975, προκαλώντας την αντίδραση αρκετών φίλων του Καπότε, γιατί αποκάλυπτε προσωπικά στοιχεία. Εκεί περιγράφονται και πάμπλουτοι Έλληνες που παρομοιάζονται με κογιότ!
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του απομονώθηκε, πιθανώς εξαιτίας της απόρριψης πολλών φίλων του και υιοθέτησε μία άκρως εκκεντρική συμπεριφορά στις δημόσιες εμφανίσεις του, ενδεχομένως απόρροια του αλκοολισμού και της κατάχρησης άλλων ναρκωτικών ουσιών. Το τελευταίο λογοτεχνικό έργο του, που δημοσιεύτηκε ενώ βρισκόταν στη ζωή, ήταν η συλλογή διηγημάτων Μουσική για Χαμαιλέοντες (Music for Chameleons), το 1980.
Πέθανε στις 25 Αυγούστου 1984, ύστερα από υπερβολική δόση χαπιών, σε ηλικία 59 ετών.