Ο Ρεμπώ και οι άλλοι
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 19.10.21 ]H ποίηση είναι η φαντασία τονούμενη, είναι ο έρωτας ως δόσιμο, ως δώρο, που μιλά. Γι’ αυτό σε κάθε έκδοση σε κάθε ευκαιρία αναθύμισης των ποιημάτων του Ρεμπώ θυμάμαι την περίφημη πια ρήση του «Εγώ είναι ο Άλλος». Προσοχή, όχι «εγώ ΕΙΜΑΙ ο Άλλος», αλλά «Εγώ Είναι ο Άλλος». Στον Ρεμπώ το Εγώ δεν αφομοιώνει τον Άλλο, δεν τον κάνει όμοιό του, δεν τον καταργεί, αντίθετα του δίνεται, γίνεται ο Άλλος. Με άλλα λόγια, ο Άλλος δεν αντιμετωπίζεται σαν αντικείμενο αλλά σαν υποκείμενο. Συνεπώς, εδώ έχουμε μία "διι-υποκειμενικότητα", όπως στους μη εξουσιαστικούς, στους ισότιμους έρωτες.
Κάποτε αυτές οι απόψεις και οι ποιητές ήταν επικίνδυνοι. Το αποδεικνύει και η έκδοση των φακέλων της Αστυνομίας του Παρισιού που αφορούν στην παρακολούθηση των Ουγκώ, Ρεμπώ, Βερλαίν, Μπρετόν, Κολέτ κ.ά.! Η έκδοση των εγγράφων δείχνει ότι κάποτε η πολιτική εξουσία φοβόταν τους ανθρώπους των γραμμάτων και τους παρακολουθούσε συστηματικά, συστήνοντας προς τούτο την «αστυνομία των συγγραφέων»! Τώρα, τα φόβητρα της εξουσίας έχουν γίνει οι κολαούζοι της και «ουροβόροι», όπως τους αποκαλούσε ο μακαρίτης Μ. Μονταλμπάν, αφού περιορίζονται να κυνηγούν τις ουρές εαυτών και αλλήλων. Άλλοτε οι λογοτέχνες και οι ποιητές συνιστούσαν «απειλή για τη δημόσια τάξη και ηθική» αλλά και για την καθεστηκυία τάξη. Ένας αστυνομικός ονόματι Λομπάρ επί παραδείγματι έγραφε για τον Ρεμπώ: «Ως ηθική και ως ταλέντο, αυτός ο Ρεμπώ, ηλικίας 15 έως 16 ετών, ήταν και είναι μια τερατωδία…»! Καταγράφεται, ομοίως, η κραυγή του Βερλαίν: «Έχουμε τους έρωτες των τίγρεων»! Όλα αυτά τα αναθυμάμαι έχοντας μπροστά μου το «Μεθυσμένο Καράβι-Ποιήματα και Επιστολές» του Arthur Rimbaud (μετάφραση Στρατής Πασχάλης, εκδόσεις Γαβριηλίδη).
«’’Κατέγραφα σιωπές, σκοτάδια, αποτύπωνα το άφατο, καθήλωνα ιλίγγους’’. Όλη η προσπάθεια του Ρεμπώ, να σπάσει το φράγμα του ανέκφραστου. Να διαπεράσει το τείχος της σιωπής. Ν’ αρθρώσει κάτι που δεν μπορεί να ειπωθεί με λόγια» σημειώνει ο Πασχάλης. Αυτό λοιπόν για το οποίο πάσχισε ο Βιτγκενστάιν, να αποτυπώσει ό,τι δεν λέγεται με το «δεικνύναι», με τη γλώσσα του σώματος, ο Ρεμπώ θα επιχειρήσει να το εκφράσει με τη Μεταφορά, με την ποίηση. Αλλά πως «να κάνει τη σιωπή να μιλήσει»; Το μάταιο συνειδητοποιείται οδυνηρά. Αλλά και η κατάργηση του Εγώ μέσα από το «Εγώ είναι ο άλλος» δεν πετυχαίνει.
Η εποχή του Ρεμπώ είναι εκείνη κατά την οποία στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία και συγκεκριμένα στον Μπαλζάκ το συγγραφικό Εγώ είναι ένα προσδιορισμένο «κοινωνικό πρόσωπο», είναι ένα εξ αποστάσεως, αφ’ υψηλού βλέμμα στον κόσμο, που πρέπει να τον δείξει, να τον αφηγηθεί. Συνεπώς εδώ το Εγώ συνοψίζει τα κοινωνικά γεγονότα και τους ασκεί κριτική. Έτσι, η ατομικότητα εκφράζει την ψυχο-κοινωνική ολότητα, το Εμείς. Ο Φλωμπέρ αντίθετα γίνεται ο μάρτυρας του αστισμού αλλά και της ευρωπαϊκής παρακμής, γι’ αυτό εδώ το Εγώ ασκεί κριτική σε μία κοινωνική ομάδα και προτάσσει την αισθητική, δηλαδή μία μεταγλώσσα ως ασπίδα και άμυνα του Ατόμου κατά της αστικής μάζας και της ανίας. Γενικά, η εκβιομηχάνιση, η μαζοποίηση και ο αστισμός θα προκαλέσουν την αντίδραση του ατόμου που αντιστέκεται, που πιστεύει στον εαυτό του. Γι’ αυτό το Εγώ του Μπαλζάκ είναι ένα άτομο προς ενσωμάτωση σ’ ένα Εμείς, ενώ το Εγώ του Φλωμπέρ και του Σταντάλ είναι ένα άτομο που θέλει να ξεφύγει από τη μάζα του Εμείς. Το Εγώ του Ρεμπώ είναι μπαλζακικό, είναι ένα Εγώ που αναγνωρίζεται στο Εμείς. Βέβαια η παλιά θεολογική διερώτηση «ποιος είμαι Θεέ μου;» θα γίνει και λογοτεχνική: «ποιος είμαι; Ένας αντικατοπτρισμός, ένα βλέμμα, μια επιθυμία;» (Προυστ). Το ευρωπαϊκό αισθητικό πρόσωπο θα γίνει ένα καταφύγιο του εαυτού και θα προσπαθήσει να συνδυάσει ένα ψυχολογικό πρόσωπο χαμένο στην ατέλειωτη σχοινοτενή ενδοσκόπηση και ένα ασταθές κοινωνικό πρόσωπο. Γι’ αυτό στις αρχές του 20ου αιώνα θα γεννηθεί στην Ευρώπη το «μυθιστόρημα του προσώπου», της επιστροφής στον εαυτό χωρίς, όμως, αυταπάτες.
Στην αμερικανική λογοτεχνία το Εγώ δοκιμάζεται συνεχώς μέσα από έναν άπειρα μεταβλητό ρυθμό κατακερματισμού και ανασύνθεσης του Εγώ. Το αμερικανικό μυθιστόρημα της δεκαετίας του 1920 (lost generation-χαμένη γενιά) αποδίδει τη διάψευση των ιδανικών της ελευθερίας και του ανθρωπισμού της μεταπολεμικής περιόδου. Ο πόλεμος έκανε τους ανθρώπους δούλους μιας απάνθρωπης πολεμικής μηχανής. Στη συνέχεια, το Εγώ υποδουλώθηκε στην εκβιομηχάνιση, στην αλυσίδα του Ταίηλορ και τον επιβεβλημένο έξωθεν ξέφρενο ρυθμό της μαζικής, καταναλωτικής κοινωνίας. Ο διαψευσμένος ιδεαλισμός θα σημάνει μία αναδίπλωση στον εαυτό(Φώκνερ). Ο Χεμινγουαίη θα γίνει ο συγγραφέας όχι πλέον του κατακερματισμού αλλά της «ανασύστασης του προσώπου». Ο «επιθετικός ατομικισμός» θα είναι μία αντίδραση στην παραζάλη και τη διάλυση στο κενό της μάζας. Η αντίδραση εδώ δεν είναι αισθητική ούτε ενδοσκοπική, αλλά μια «θέληση εν τη πράξει», είναι ο Πραγματισμός που κρίνει με βάση την πράξη-δράση-σύγκρουση και το όφελος. Με λίγα λόγια, στις ΗΠΑ το Εμείς, η συλλογικότητα ενέχει αρνητικότητα, αν δεν λείπει εγγενώς. Οι συλλογικές δυνάμεις (όπως εμφανίζονται σήμερα στις κοσμοπόλεις), σύμφωνα με τον Μωρίς Λε Μπρετόν συνθλίβουν το ατομικό Εγώ (Τζον Ντος Πάσος). Ενώ οι κοινωνικοί μύθοι που αποπνέουν συλλογικότητα θεωρείται ότι διαφθείρουν την ατομική συνείδηση. Το Εγώ γίνεται έρμαιο του μη-Εγώ. Το άτομο δεν υπάρχει παρά ως ένα μόριο-τίποτα ενός συλλογικού όντος εντελώς ξένου προς το άτομο! Ή μάλλον το άτομο είναι ξένο στη χώρα του (Κερτ Βόνεγκατ «ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα»). Το αντάλλαγμα αυτής της διάλυσης είναι μερικές ψευδο-επιτυχίες, η λεγόμενη υλική επιτυχία (το αμερικανικό όνειρο-καταναλωτική κοινωνία).
Έτσι, η απάνθρωπη Πολιτεία του μέλλοντος οικοδομείται σαν κοραλλιογενής νήσος πάνω στον σωρό από τα πτώματα των κενωμένων από την ουσία τους Εγώ. Γι’ αυτό οι ήρωες του Φώκνερ αναδιπλώνονται στον εαυτό τους για να ζήσουν το εσωτερικό τους όνειρο. Αλλά το σημαντικότερο που αναδεικνύεται στη «Βουή και το πάθος» και στο «Καθώς ψυχορραγώ» του Φώκνερ είναι πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να συστήσει το Εγώ του μέσα στο χρόνο –ως χρονολογική διαδοχή- διότι ζει και να ξαναζεί (λόγω της επιτάχυνσης) επεισόδια της εμπειρίας του χωρίς να έχει συνείδηση ότι τα ξαναζεί. Όλα είναι παρόν και μία πράξη χωρίς τη συνείδησή της. Επίσης, εδώ δεν υπάρχει ο «Άλλος» ως ξένος, ως ανοίκειος, υπάρχει μόνον το Εγώ, που περιλαμβάνει και κάποιους οικείους, τους εντός. Οι «άλλοι» δεν γίνονται αντιληπτοί ως δομημένα εξωτερικά Εγώ, αλλά ως η εντύπωση που εκείνοι έχουν για το Εγώ, για μένα. Είναι δηλαδή οι φορείς της εικόνας μου. Αυτοί είμαι, συνεπώς, Εγώ. Αυτοί αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του Εγώ μου. Γι’ αυτό το Εγώ «είμαι οι «άλλοι», «είμαι», δηλαδή περικλείω τους άλλους, όπως περισσότερο απ’ όλους θα δηλώσει ο Ουίτμαν, και όχι «Εγώ είναι οι άλλοι», που υπάρχουν ανεξάρτητα από μένα, όπως λέει ο Ρεμπώ, παραπέμποντας στην ταύτιση του Εγώ με ένα ανοίκειο άλλο, μ’ ένα Εμείς, που περιλαμβάνει και τους ξένους. Γιατί έτσι μπορεί κανείς ν’ αναφωνεί και να καλεί «Α, οι καιροί να ’ρθουν/ Που όλοι θα ερωτευθούν!».
*Κείμενο που δημοσιεύτηκε στο arti τον Οκτώβριο του 2019