Ο ποιητής είναι υποκριτής; Συνομιλία με έναν νεαρό φίλο
[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 12.12.16 ]
Τι είναι η ποίηση; Σε τι χρησιμεύει; Έτυχε ν’ ακούσω αυτές τις ερωτήσεις, σε τόνο σχεδόν προκλητικό, από τον νεαρό μου συνομιλητή, σχετικά με την ποίηση.
«Σε τι χρησιμεύει; Σε τίποτε!» του απάντησα σε τόνο άλλο τόσο προκλητικό. «Αλλά σκέψου τι θα ήταν ο κόσμος, τι θα ήσουν εσύ, αν δεν υπήρχε η ποίηση».
Κι επειδή η απάντηση μου φάνηκε κάπως ασαφής, συνέχισα: «Ακόμη και τον αέρα, όπως αυτόςτης ποίησης, κάποιος δεν αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει, αλλά αν, ξαφνικά,δεν υπάρχει πια; Η ψυχή δεν είναι λιγότερο απαιτητική από το σώμα».Και συνέχισα: «Τι θα ήταν ο Τρωικός πόλεμος χωρίς την ποίηση του Ομήρου; Δεν θα υπήρχαν ούτε ο Έκτορας ούτε ο Αχιλλέας, ούτε οι ήρωες, οι θεοί και οι πολεμιστές, η μοιραία ομορφιά της Ελένης ή η αφοσίωση της Ανδρομάχης, αλλά μόνο άνθρωποι βίαιοι και αιμοσταγείς χωρίς ψυχή, όπως εκείνοι στα γιαπωνέζικα καρτούν επιστημονικής φαντασίας που πλημμυρίζουν την τηλεόραση».
Περιπλανήσεις της σκέψης; Το γεγονός είναι ότι δεν είμαι ούτε ένας κριτικός ούτε κάποιος μελετητής της ποίησης, δεν γνωρίζω τίποτε για τάσεις, ρεύματα, σχολές. Είμαι ένας αναγνώστης και τίποτε παραπάνω, αλλά όταν πέφτω σ’ έναν ωραίο στίχο και τον αναγνωρίζω, αισθάνομαι γεμάτος ευγνωμοσύνη σαν να δεχόμουν ένα υπέροχο δώρο. Εξάλλου σήμερα είναι δύσκολο να πεις ότι είσαι ειδικός της ποίησης. Παλιά υπήρχαν διάφορες ετικέτες που κατά κάποιο τρόπο βοηθούσαν να μιλήσεις γι’ αυτή, τώρα όμως, δεν υπάρχει ο ερμητισμός, ο ντανταϊσμός, ο ρομαντισμός, ο σουρεαλισμός ούτε καν αυτός ο εμπειρισμός, κανένας ποιητής δεν αναγνωρίζεται πια κάτω από αυτούς τους ορισμούς. Κι αυτό ισχύει όχι μόνο για την ποίηση, αλλά για κάθε άλλη έκφραση καλλιτεχνικής δημιουργίας, κάθε ποιητής σήμερα γράφει όπως νομίζει, έξω από κάθε κανόνα ή πιθανή κατηγοριοποίηση, με τη δυνατότητα να ανήκει ταυτόχρονα σε πολλές κατηγορίες αλλά και να μην αναγνωρίζεται σε καμιά. Όλα αυτά δίνουν την αίσθηση μιας απόλυτης ελευθερίας, αλλά από την άλλη προϋποθέτουν μια εξαιρετική δημιουργικότητα, ανοίγουν άπειρους χώρους αλλά και μια τρομακτική αίσθηση,όπως συμβαίνει σε όποιον περπατά σε ένα τεντωμένο σχοινί πάνω από μια άβυσσο χωρίς προστατευτικό δίχτυ από κάτω. Αυτή είναι η κατάσταση για τον ποιητή σήμερα.
ΟΟυνγκαρέττιστο Η επινόηση της σύγχρονης ποίησης (Βραζιλιάνικα μαθήματα λογοτεχνίας, 1937-1942), μας λέει για τον ποιητή ότι: «είναι εκείνος που σε κλειστούς μονολόγους διακρίνεται στην ωμή σκοτεινιά της συνείδησής του, εκείνος που προτιμά να αφεθεί σε ξαφνικούς ζεστούς αντικειμενικούς χρωματισμούς∙ είναι εκείνος που αναζητώντας το μυστήριό του ψάχνει να βρει και να εκφράσει, σύμφωνα με την επικαιρότητα, όλων την κραυγή∙ είναι εκείνος που θέλει να διακριθεί από όλους, σκεπτόμενος τα πράγματα∙ είναι εκείνος που τείνει στον ρεαλισμό κι εκείνος που τείνει στη μεταφυσική∙ είναι εκείνος που αρέσκεται στον εμπειρισμό κι εκείνος που χάνεται στις σαρκικές μελαγχολίες∙εκείνος που δίνει στο φάντασμα, την υφολογική ουσία των δικών του φαντασμάτων, και εκείνος που, αντίθετα, τονίζει κατά τρόπο παραμορφωτικό, βασανιστικό, το καθόλου χαρακτηριστικό υλικό κάποιας φυσικής παρουσίας…». Αλλά αν είχα απαντήσει μ’ αυτό τον τρόπο στον νεαρό συνομιλητή μου, θα δεχόμουν, στον ίδιο τόνο την ίδια ερώτηση: «Ναι, εντάξει, αλλά δεν μου είπες, πρακτικά, σε τι χρησιμεύει η ποίηση».
Πρακτικά δεν χρησιμεύει σε τίποτε, θα του επαναλάμβανα, γιατί το να χρησιμεύεις σε κάτι, περιορίζει το μέγεθος και τη μεγαλειώδη περιττολογία. Η ποίηση είναι ένα χάρισμα και τίποτε άλλο, πρέπει να την αποδεχτείς έτσι όπως είναι. Βρίσκεται μέσα μας και όχι έξω από μας, και γι’ αυτό δεν υπάρχουν ποιητικές εκφράσεις από τη φύση τους και άλλες που δεν είναι (αυτό το πιστεύουν μόνον οι κακοί ποιητές). Ένα λουλούδι δεν είναι πιο ποιητικό από μια αράχνη, και μια ανατολή ή ένα δειλινό δεν είναι ποιητικά από μόνα τους. Η ποίηση είναι ένας τρόπος να προσεγγίζεις τα πράγματα, δεν είναι μια ενδογενής ιδιότητα των πραγμάτων. Και είναι απροσδιόριστη. Ένας επιστήμονας είχε δηλώσει ότι μια επιστημονική περιγραφή του κόσμου δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι πλήρης, ούτε θα μπορούσε να τον σκεφτεί συνολικά. Και είναι αλήθεια, και ακριβώς αυτό κάνει η ποίηση: αντανακλά το μυστήριο του κόσμου στο μυστήριο των λέξεων. Επαναλαμβάνει στη μυστηριώδη τάξη των λέξεων του ποιητή τη μυστηριώδη τάξη που στηρίζει τον κόσμο της δημιουργίας. Μυστηριώδης γιατί ανεξήγητος, όπως ανεξήγητη είναι και η ποίηση. Γι’ αυτό έχει ειπωθεί ότι η ποίηση είναι θεϊκής προέλευσης, και μας το επιβεβαιώνουν πάμπολλοι μύθοι. Αν αλλάξουμε ή μεταφέρουμε τη σειρά των λέξεων σε μια πρόζα ή σε ένα μυθιστόρημα, το νόημα παραμένει το ίδιο και δεν συμβαίνει τίποτε το σημαντικό. Αλλά αν αλλάξουμε, για παράδειγμα, τη σειρά των λέξεων στο ποίημα του Σικελιανού και αντί το «Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές» και διαβάσουμε «Ηχήστε οι σάλπιγγες… Βροντερές καμπάνες» όλα, ανεξήγητα και μυστηριωδώς θα κατέρρεαν, και δεν θα βρίσκαμε πια την ίδια μουσικότητα και την ίδιαποιητική αίσθηση.
Η ποίηση είναι σίγουρα ένα τέχνασμα, δεν είναι αυθόρμητη, κυρίως στις μέρες μας όπου δεν υπάρχουν οι Μούσες, και οι Θεοί δεν κρύβονται πια σ’ ένα δάσος, σε μια σπηλιά ή σ’ ένα λουλούδι. Αλλά αυτό το τέχνασμα είναι ενός συγκεκριμένου τύπου, γιατί με τις λέξεις ανακατασκευάζει περίτεχνα την αλήθεια ενός αυθόρμητου συναισθήματος. Ο Πεσσόα το λέει καθαρά:
Ο ποιητής είναι ένας υποκριτής.
Υποκρίνεται τόσο τέλεια
που φτάνει να υποκρίνεται ότι είναι πόνος
ο πόνος που στ’ αλήθεια νιώθει.
Και αυτό τι σημαίνει; Ότι εκείνος ο πόνος που ένιωσε ο ποιητής ως αυθόρμητο συναίσθημα, για να μεταφερθεί πειστικά πρέπει να είναι «προσποιητό», δηλαδή να αναδημιουργηθεί τεχνητά από το τέχνασμα των λέξεων κι από τη μυστηριώδη τάξη που το στηρίζει.
Δηλαδή, επιμένει ο νεαρός συνομιλητής μου, η ποίηση δεν χρησιμεύει απολύτως σε τίποτε;
Πρακτικά, αν θέλω να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη, η ποίηση έχει έναν σημαντικότατο σκοπό, τον οποίο φέρει εις πέρας χωρίς να τον επιζητά. Γιατί η γλώσσα μας, η γλώσσα που χρησιμοποιούμε και που είναι η αληθινή μας πατρίδα («δεν μένουμε σε μια χώρα, μένουμε σε μια γλώσσα» έγραψε ο Ελίας Κανέττι), η γλώσσα που είναι η έκφραση του εαυτού μας, που ανήκουμε σε μια κοινότητα, σε μια παράδοση, σε μια ιστορία, σε μια μνήμη, μια κληρονομιά του παρελθόντος, η γλώσσα που είναι το πιο πολύτιμο πράγμα που έχουμε, εξελίσσεται στο χρόνο, αλλά ταυτόχρονα φθείρεται, εξαντλείται, μολύνεται. Εκτίθεται σε πολλαπλούς κινδύνους, απειλείται από την τηλεοπτική, γραφειοκρατική, λογοτεχνική, τεχνολογική, πολιτική, κλπ. χυδαιότητα. Όταν υποβαθμίζεται η γλώσσα υποβαθμιζόμαστε κι εμείς που την μιλάμε, ακόμη και η ηθική και πνευματική μας ζωή πέφτει σε πιο χαμηλό επίπεδο. Όπως η γλώσσα έτσι και τα συναισθήματα αλλοιώνονται, φθίνουν. Και το κύριο συναίσθημα, εκείνο που μας κρατά στον κόσμο, ακόμη κι αυτό συνθλίβεται. Η ποίηση επιστρέφει στη γλώσσα και στο συναίσθημα την ένταση της «πρώτης φοράς». Και το θαυμασμό μπροστά στα πράγματα. Το θαυμασμό να ζεις στον κόσμο. Και ίσως έτσι να έδωσα και την απάντηση στον νεαρό μου φίλο.
*Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι Ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ
**Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής 11/12/2016