Όλα είναι Δρόμος
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 21.10.21 ]Μια ολόκληρη γενιά στις ΗΠΑ αποκλήθηκε beat generation. Ο όρος beat είναι αμφίσημος, υποδηλώνοντας αφ’ ενός τον κατατρεγμένο άνθρωπο (Beat down in life) και συγχρόνως τη θρησκευτική μακαριότητα (Beatitude). Το κείμενο της beat λογοτεχνίας και ίσως και της μπητ πρότασης για τη ζωή είναι το μυθιστόρημα του Τζακ Κέρουακ «Στο δρόμο».
Η απελπισία και η απογοήτευση βρίσκουν διέξοδο στο «δρόμο», στο ταξίδι χωρίς προορισμό και την περιπέτεια. Αν η ζωή είναι «κόντρα», τότε αφήνεσαι στο κύμα για να σε πάει όπου σε πάει: «περιφέρομαι μέσα στη ζωή, την αφήνω να με πηγαίνει», λέει ο Ντην. Το μυθιστόρημα ξεκινά με τη γνωριμία του Σαλ Παραντάις (Κέρουακ) και του Ντην Μόριαρτυ (Νήλ Κάσαντυ) τα Χριστούγεννα του 1946. Ακολουθεί το επεισοδιακό ταξίδι τους στο Μεξικό, τον Οκτώβριο του 1950 και τελειώνει με το γυρισμό του Σαλ στη Νέα Υόρκη. Τα τέσσερα μέρη του μυθιστορήματος αντιστοιχούν σε ισάριθμα ταξίδια του αφηγητή Σαλ (Κέρουακ), που διασχίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες τουλάχιστον τέσσερις φορές από τον ένα άκρο ως το άλλο.
Για τον Σαλ ο δρόμος είναι μια επιλογή, ένα διάλειμμα, καθώς με τις πρώτες δυσκολίες επιστρέφει στην ασφάλεια της οικογένειας (θεία). Αντίθετα ο Ντην (Κάσαντυ) είναι παιδί του δρόμου, «γεννήθηκε εκεί... σ’ ένα αμάξι μέσα, τότε που οι γονείς του διέσχιζαν μ’ ένα παλιοσαράβαλο το Σολτ Λέικ Σίτι, στα 1926, πηγαίνοντας στο Λος Άντζελες». Και επιπλέον ήταν «γιος μέθυσου, ενός από τους αλήτες στην οδό Λαμάρ. Η ειδικότητά του ήταν να βουτάει αυτοκίνητα, να ψαρεύει κορίτσια...». Ο ίδιος ο Ντην «ήταν ένα παιδί παράφορα κυριευμένο από τη ζωή, κι αν ήταν απατεώνας κι αν δούλευε τον κόσμο, ήταν μόνο και μόνο επειδή ήθελε να ζήσει μ’ όλες του τις δυνάμεις και ν’ ανακατευτεί με τους άλλους που διαφορετικά δεν θα του ‘διναν καμιά σημασία». Ο Ντην είναι ο αυθεντικός εκπρόσωπος των χαμένων, την ηττημένων, των αποκλεισμένων, των «από κάτω».
Για τον Κέρουακ ο αποκλεισμένος, ο έσχατος είναι ο κατ’ εξοχήν φορέας της αγνότητας. Αγνότητα και αδελφοσύνη, αξίες που φαίνεται ότι προέρχονται από την πρωτοχριστιανική παράδοση αναμειγνύονται με την παραβατικότητα και το έγκλημα, που λογίζεται ως αντίσταση των αποκλεισμένων απέναντι σε μια διεφθαρμένη κοινωνία.
Είναι η αμερικανική κοινωνία των δεκαετιών του 1950 και 1960, όπου οι μπήτνικς είναι οι αποκλεισμένοι, είναι εκείνοι που δεν συμμετείχαν, ή που δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν στο αλλοτριωτικό και παρακμιακό, καταναλωτικό παιγνίδι του «αμερικανικού ονείρου». Ακόμη και οι αναγκασμένοι να ζουν εκτός του νόμου, είναι πιο αγνοί από όσους συμμορφωνόταν μ’ αυτόν, επειδή ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να δουν «τον ουρανό να κινείται»(Κέρουακ: «Σαν Φρανσίσκο μπλουζ»). Το ρήμα «βλέπω» εδώ επιβάλλεται ως προφάνεια, ως απελευθερωτική πράξη. Το σώμα, η ύπαρξη, όλα κινητοποιούνται σε σχέση με το βλέμμα. Το «Εγώ» συμμετέχει στο κείμενο μέσω του «εγώ βλέπω». Μέσω της παρατήρησης των άλλων το «εγώ» θα επιχειρήσει να βρει το δρόμο που θα οδηγήσει στον εαυτό. Αλλά όταν ο «απόκληρος» δει τον ουρανό να κινείται, η πράξη του ένδον οράν, του ένδον σκάπτε έχει τελειώσει. Ο δρόμος δεν πάει πιο μακριά ούτε ο άνθρωπος. Τώρα το βλέμμα κινείται από κάτω προς τα επάνω, προς τον ουρανό.
Ο Κέρουακ από παρατηρητής γίνεται παρατηρούμενος. Το Εγώ ολοκληρώθηκε, το βλέμμα επιτέλεσε τη λειτουργία του, βρήκε το νόημά του, καθώς είδε τον ουρανό να κινείται. Τώρα η ποιητική γλώσσα παροξύνει το χάος, ουσιαστικά ανακατεύει τη λάσπη του βυθού και μέσω των επαναδομημένων λέξεων και της ποίησης ανασυνθέτει, αναδημιουργεί τον κόσμο. Η ποίηση, έτσι, γίνεται επιβίωση και τρόπος ζωής.