Ο Γκίνσμπεργκ και η απαρχή της ναρκισσιστικής κοινωνίας
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 05.04.21 ]«Ο Γκίνσμπεργκ περπατά στον φορτωμένο δρόμο. Άνθρωποι μας προσπερνούν... Κ’ εγώ καταγράφω όσα μου λέει’’… ‘’δεν μπορείς να φύγεις απ’ την Αμερική χωρίς να πάρεις μια πρέζα μεσκαλίνη. Ανοίγει καινούργια βάθη, βλέπεις με άλλη προοπτική… Το βασικό είναι να γλυτώσεις απ’ αυτό το κορμί. Να κατορθώσεις να γίνεις άγιος… ‘’Η αλλαγή έχει συντελεστεί εδώ’’, και πιάνει το κούτελό του»(1).
Η αλλαγή, τελικά, δεν συνέβη στο κεφάλι των Αμερικανών αλλά στο σώμα τους. Εκατοντάδες κιλά «αμαρτωλού λίπους» χάνονται μέσα από σκληρές δοκιμασίες και οικειοθελή βασανιστήρια στα γυμναστήρια και στα πάρκα. Ό,τι απέμεινε από το κίνημα της δεκαετίας του 1960, του αντιπολεμικού και αντικαπιταλιστικού αγώνα, από το όργιο των Γούντστοκ είναι μία φυλή που κάνει τζόκινκ. Εν μέρει, διότι η συντριπτική πλειοψηφίας της φυλής του Homo Americanus συνεχίζει να εκστασιάζεται μέχρι οργιαστικού παραληρήματος στις διάφορες Εκκλησίες της «Αγάπης», όπως πριν αιώνες στα δάση και αργότερα στα Γούντστοκ, προσπαθώντας να χάσει «βάρος» με τη βοήθεια του Θεού.
Τα κοινωνικοπολιτικά αίτια της αλλαγής είναι για μικρά παιδιά σύμφωνα με τον Γκίνσμπεργκ. Όλα γίνονται μέσα στο κεφάλι, όλα είναι θέμα απελευθέρωσης από το «κορμί», από την επιθυμία, από αυτή τη φυλακή του πνεύματος. Η απελευθέρωση για τους αμερικανούς αριστερούς είναι Ατομική και προτεσταντική και όχι, όπως στην Ευρώπη, συλλογική. Εκεί που ο Μαρξ μιλούσε για την υλική δύναμη των ιδεών, που δημιουργούν νέες πολιτικές συλλογικότητες (ή νέα αυτοσυνείδητα πολιτικά υποκείμενα), οι αμερικανοί αριστεροί του 1960 μιλούν για τη χημική δύναμη των ψυχοτρόπων που αλλάζουν τις συνδέσεις των νευρώνων του εγκεφάλου, τροποποιώντας τον ατομικό εαυτό!
Οι Κέρουακ και Γκίνσμπεργκ θεωρούνται οι δύο κορυφαίοι της beat λογοτεχνίας. Ο Γκίσμπεργκ σφράγισε τη γενιά αυτή με το περίφημο «Ουρλιαχτό» (Howl), αλλά και τις αναγνώσεις διαμαρτυρίας κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ. Καλούσε στην απομάκρυνση από την τρέλα του πολέμου και της καταναλωτικής κοινωνίας και ζητούσε μια ένωση με το πνεύμα. Το «Ουρλιαχτό» ήταν ένα ξέσπασμα εναντίον του καταναλωτισμού, ήταν η κραυγή και το κλάμα ενός μοναχικού ποιητή-λύκου, μία φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ένα σπάραγμα στις παρυφές της κοινωνίας, όπου εναλλάσσονται η απελπισία και το χιούμορ, η καυστική σάτιρα και η οπτασιακή έκσταση, ο σαρκαστικός ρεαλισμός και η ονειρική περισυλλογή.
Η γραφή των Beat έχει μια ομορφιά που δεν οφείλεται απλώς στη δεξιοτεχνία και στην ευχέρεια αλλά και σε μια πτυχή μελαγχολίας καθώς και σε μια ανεξήγητη αίσθηση ενός διονυσιακού θριάμβου που ενυπάρχει στη ρητορική του Μέλβιλ και του Ουίτμαν. Η ποίησή τους είναι ότι η τζαζ για τον ήχο: Οι Beat «... τραγούδησαν το βάσανο γι’ αγάπη του γυμνού αμερικάνικου μυαλού με μια ηλί ηλί λαμά σαβαχθανί σαξοφωνική κραυγή... με την απόλυτη καρδιά του ποιήματος της ζωής σφαγμένη και πεταμένη έξω απ’ τα κορμιά τους, καλή για φάγωμα για χίλια χρόνια».
Κάποια μέρα ο Γκίνσμπεργκ κάθεται με τον Κέρουακ στην όχθη του ποταμού στο Σαν Φρανσίσκο. Ο δεύτερος βλέπει ένα ψηλό αλλά ξεραμένο ηλιοτρόπιο, το οποίο ο πρώτος θεώρησε ως σημάδι της αφοσίωσής του στην αναζωογόνηση της ερωτικής και πνευματικής ενέργειας. Το λουλούδι γίνεται το έμβλημά του και σύμβολο του αφυπνισμένου ανθρώπου: «Πρόστυχο χτυπημένο παλιόπραμα, ηλιο-/ τρόπιό μου/ Ω ψυχή μου, σ’ αγάπησα τότε!... (...) Είμαστε όλοι/ όμορφα ηλιοτρόπια μέσα μας...» (Το δίδαγμα του ηλιοτρόπιου-1956).
«Στο δρόμο» του Κέρουακ η ζωή και η γνώση αντιμετωπίζονται ως ταξίδι και ζώσα εμπειρία. Το βασικό στοιχείο του έργου είναι η περιγραφή της άλλης Αμερικής, αυτής που ήταν κρυμμένη πίσω από την επίσημη ιδεολογία του «αμερικάνικου ονείρου» και η οποία κινείται συνεχώς και άνευ λόγου στην προσπάθειά της να βρει το ανεύρετο όνειρο κάτω από την μεταπολεμική παράνοια του ψυχρού πολέμου και του μακαρθισμού. Την απογοήτευση ακολουθεί η αναζήτηση νέων αξιών μέσω της απόλυτης ελευθερίας, του αυθορμητισμού, τη σεξουαλική απελευθέρωση και τη βίωση της ζωής μέσα από την Πράξη. Στους κονφορμιστές της κυρίαρχης ιδεολογίας όλα αυτά ήταν χαρακτηριστικά αναρχικών και παρανοϊκών.
Ο Κέρουακ εισήγαγε τον όρο Beat σε μια συζήτηση με τον Τζων Κλέλον Χολμς. Έτσι, ο όρος Beat είναι αμφίσημος, υποδηλώνοντας τον κατατρεγμένο άνθρωπο (Beat down in life) και συγχρόνως τη θρησκευτική μακαριότητα (Beatitude). Ο κατατρεγμένος, ο αποκλεισμένος έχει ως δέρμα την αγνότητα. Στη διεφθαρμένη μέσω του καταναλωτισμού αμερικανική κοινωνία οι αποκλεισμένοι είναι εκείνοι που δεν συμμετείχαν, ή που δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν σ’ αυτό το αλλοτριωτικό και παρακμιακό παιγνίδι. Ακόμη και οι αναγκασμένοι να ζουν εκτός του νόμου ήταν πιο αγνοί από όσους συμμορφωνόταν μ’ αυτόν, επειδή αντιστέκονταν στις απαιτήσεις μιας διεφθαρμένης κοινωνίας.
Τελικά, τα καλύτερα μυαλά εκείνης της γενιάς χάθηκαν όχι από την πολιτική ήττα της εξέγερσής τους, αλλά από τα ναρκωτικά. Αλλά αυτή ήταν τελικά και μια πολιτική ήττα, διότι στο επαναληπτικό ερώτημα του Βασιλικού: «Τι προσφέρεται, σε αντιστάθμισμα των όσων αρνείσθε;»[1], η μόνη απάντηση ήταν μια απροσδιόριστη μυστικιστική πίστη ή μια καρικατούρα Χριστού-Τσε Γκεβάρα, ενώ ό,τι ήταν χειροπιαστό δεν ήταν παρά το χασίς, η μεσκαλίνη και τα κάθε λογής ψυχοτρόπα! Τελικά, οι αριστεροί Αμερικανοί δεν αρνούνται ποτέ την κοινωνία, όπως νομίζει ο Ευρωπαίος, αλλά το… κορμί τους και πιο συγκεκριμένα το… κεφάλι τους. Το ζήτημα ήταν να απελευθερωθεί κανείς από τη φυλακή του σώματος, δηλαδή από την επιθυμία και εντέλει από την επιθυμία της επιθυμίας των άλλων, από αυτή την αιματηρή ιστορία των επιθυμούμενων επιθυμιών, που είναι η ανθρώπινη ιστορία σύμφωνα με την ψυχαναλυτική προσέγγιση, δηλαδή σύμφωνα με μία ορισμένη ευρωπαϊκή οπτική, η οποία στην Αμερική περνάει μέσα από τη θρησκεία και τη «λατρεία του ΕΓΩ».
Ο Χολμς, ο Γκίνσπεργκ, ο Κέρουακ, ο Μπάροουζ, ο Νηλ Κάσαντυ, ο Κόρσο ήταν αυτοί που επρόκειτο κατά τη δεκαετία του ’50, την εποχή της προβολής της ιδεολογίας του «αμερικανικού ονείρου» σε όλο τον κόσμο, να κηρύξουν ένα «νέο αγώνα», τον αγώνα εναντίον της παράνοιας που είναι εγγενής στον «αμερικάνικο μύθο» της νέας Ιερουσαλήμ, του περιούσιου λαού, του αμερικανικού τρόπου ζωής, αυτής της μεγαλειώδους ζωτικής ψευδαίσθησης που γέννησε ένα έθνος, ύστερα μία αυτοκρατορία… Δεν είναι τυχαίο ότι ένα κοινό θέμα διαπερνά με δραματικό τρόπο τα έργα του Κέρουακ και του Γκίνσμπεργκ, όπως παλαιότερα του Χέγκελ, του Χώθορν, του Μέηλερ, όλων, κι αυτό είναι το θέμα της τρέλας, ο θλιμμένος αμερικανικός παράδεισος που είναι κατάσπαρτος από κομμάτια σμπαραλιασμένων Εγώ, από άτομα σε αποσύνθεση. Γι’ αυτό η αποσύνθεση και ανασύνθεση του Προσώπου έρχεται και επανέρχεται στην αμερικάνικη λογοτεχνία.
Γράφει ο Κέρουακ[2]: «Ακριβώς εκεί απέναντι υπάρχει ένα κέντρο αναψυχής - το βλέπεις! Λέγεται Nickel -O (Πενταροδεκάρες), βλέπεις τη μεγάλη επιγραφή; - κι εκεί περίπου στις τέσσερις το πρωί, παίρνεις μια γεύση αποσύνθεσης· γερο-μεθύστακες, πόρνες, αδερφές, κακοποιοί, ναρκομανείς, όλα τα αποβράσματα της αστικής κοινωνίας μαζεμένα εκεί... κι όταν βρεθείς εκεί ανάμεσα σ’ όλα τα παιδιά του θλιμμένου αμερικάνικου παράδεισου, δεν μπορείς παρά να κοιτάξεις κατάματα, στην κατάθλιψη της μπεζεντρίνης (...) Θα δεις μεγαλοβιομήχανους να καταρρέουν ξαφνικά και να τρελαίνονται, θα δεις ιεροκήρυκες στον άμβωνα ξάφνου να εκρήγνυνται... θα δεις πως όλοι έχουν γίνει παράφρονες - ένα παρανοϊκό σύμπαν».
Η παραδοσιακή αμερικανική Ατομικότητα θα καταστεί υπερτροφική, δημιουργώντας ένα υπερδιογκωμένο από επιθυμίες Εγώ και μία κοινωνία που ο Κρίστοφερ Λας και άλλοι θα αποκαλέσουν «ναρκισσιστική» […]
[1] Βασίλης Βασιλικός: Η μυθολογία της Αμερικής
[2] Κέρουακ: The Town and the City (Η Επαρχία και η Πόλη)
*Απόσπασμα από το δοκίμιο Homo Americanus, 2008