Ν. Πανέλης: Ιστορίες βρεγμένες με αρμύρα
[ Κώστας Τραχανάς / Ήπειρος / 30.12.15 ]Ν. Πανέλης: «Ιστορίες βρεγμένες με αλμύρα»
Εκδόσεις Πέτρα, 2015, σελ. 158
«Ετεή δε ουδέν ίδμεν, εν βυθώ γαρ η αλήθεια» (Στα αλήθεια δεν γνωρίζουμε τίποτε, στον βυθό η αλήθεια) Δημόκριτος
«‘Εκ κυμάτων αύθις αύ γαλήν’ ορώ»(Και μες από το κύμα προσβλέπω τη γαλήνη) Ευριπίδης
«Οι γλάροι στις φωλιές τους/ασάλευτα μαντήλια των βράχων/όπου δεν ονειρεύονται καμία αναχώρηση...» Ε. Αλεξίου
Φοβερό θέαμα η φθινοπωρινή και χειμωνιάτικη θάλασσα του Αμβρακικού, καθηλώνει και αναστατώνει η θωριά της. Μανίζει φουρτουνιασμένη καθώς δέχεται τα ραπίσματα του δυνατού αγέρα. Αφιονισμένα κύματα, λασπώδη αφρισμένα, λυσσάνε να σκάσουνε το υψωμένο τους παράστημα με όλη τους τη δύναμη πάνω στα βράχια και στο ανυπεράσπιστο ακρογιάλι. Καθρεπτίζεται χαιρέκακα κι αδίστακτα στο δέρμα της ο μαυρισμένος ουρανός, σαν ξαμολά την καταιγίδα του χτυπώντας με ορμή τα ανάστατα νερά της, που είναι γεμάτα από ψιλή άμμο και φύκια. Μες στο γαλήνεμά της, όταν ξαποσταίνουν για λίγο οι αγέρηδες και τη γλυκοχαϊδέψει μια ηλιαχτίδα, που ξεγλίστρησε προσώρας από τα σύννεφα, ευθύς σε ξεγελά και σου γνέφει, πρόσχαρη, ακαταμάχητη, να βυθιστείς ξανά μες στην πλανεύτρα της αγκάλη. Γυρίζουνε και απόψε, γεμάτα πόνο, απόγνωση και απελπισία, τα άδεια ξαμολημένα παραγάδια, των ψαράδων της Κορωνησίας...
Λένε συνήθως ότι οι συγγραφείς γράφουν για τα μέρη που γνωρίζουν: ο Βάργκα Λιόσα για τη Λίμα, ο Τζόυς για το Δουβλίνο, ο Ντοστογιέφσκι για την Αγία Πετρούπολη, ο Πεντζίκης και ο Ιωάννου για τη Θεσσαλονίκη. Είναι αλήθεια ότι οι συγγραφείς καταλαβαίνουν καλύτερα τις πόλεις τους. Γράφουνε για τις πόλεις τους, γιατί αυτές δεν παύουν να τους καταπλήσσουν. Ο Νίκος Πανέλης γράφει για το νησί του, την Κορωνησία του Αμβρακικού κόλπου και για τους ψαράδες της. Η Κορωνησία είναι από μόνη της, με τη μεγαλοπρεπή ακινησία της, ένα ταξίδι στο χώρο, το χρόνο και τον εαυτό του. Επιστροφή στον προγονικό τόπο, εξερεύνηση του βυθισμένου παρελθόντος και του κλειστού χώρου, περιπλάνηση στις ανοιχτές και κλειστές θάλασσες της Δυτικής Ελλάδας.
Ο Νίκος Πανέλης διηγείται ιστορίες, θρύλους και παραμύθια των ψαράδων της Κορωνησίας. Ταξίδια των ψαράδων της Κορωνησίας σε νέους ψαρότοπους, εκεί που γνωρίζουν νέους ανθρώπους, ζουν καινούργιους έρωτες, αντιμετωπίζουν μεγάλους κινδύνους. Η αφήγησή του είναι νηφάλια και κρυστάλλινη.
Το βιβλίο του συμπατριώτη μας Νίκου Πανέλη ανασταίνει μαγικά των κόσμο των ψαράδων της Κορωνησίας και του Αμβρακικού. Είναι ψηφίδες γενέθλιας μνήμης. Είναι μια ιστορική και λογοτεχνική καταγραφή του τι υπήρξε εκεί παλιότερα, με όσα στοιχεία μπορούσαν να βρεθούν από κείμενα , συλλογές φωτογραφιών και αναμνήσεις-όλα εκείνα που μπορούν να ανασυστήσουν κάτι, μάλλον, οριστικά εξαφανισμένο. Περισσότερο σαν αρχαιολόγος που συνταιριάζει υπομονετικά ψηφίδες του χρόνου, προσπαθώντας να αποκαταστήσει ένα τεκμήριο πολιτισμού, ο Νίκος Πανέλης κατόρθωσε να «χτίσει» ένα χρονικό αυτού του μικρού νησιού του Αμβρακικού, της Κορωνησίας και να μας προσφέρει, σαν να μας δίνει ένα εισιτήριο για ένα ταξίδι στο παρελθόν. Ο συγγραφέας ταΐζει τους αναγνώστες με τις σωστές αναλογίες από εικόνες, περιγραφές, μικρές αφηγήσεις, αναδρομές και παράλληλες εκδοχές, διασταυρώσεις πληροφοριών και ανεπάντεχες ανακαλύψεις. Αφάνταστος μόχθος απαιτήθηκε να συγκεντρωθεί αυτό το υλικό , μαζί με λαχταριστές λεπτομέρειες.Προφανώς ο ίδιος το γλέντησε.Η δουλειά του που έκανε ,με τις δεκαπέντε ιστορίες περιπλανήσεις ψαράδων , μαρτυρά την αγάπη για τον γενέθλιο τόπο, κατασταλαγμένη κατανόηση, για το παρελθόν και σεβασμό των τεκμηρίων.
Με τα σύντομα , συχνά λυρικά και πάντα απέριττα αφηγήματά του , απαντά με βαθιά ανθρωπιά και απέραντη αγάπη για τη ζωή στο φτωχό αυτό ψαροχώρι του Αμβρακικού Κόλπου. Πώς αντέχεις να αποδώσεις τέτοιες συγκλονιστικές ιστορίες βρεγμένες από αλμύρα ; Ίσως μόνο ξαναλέγοντας τις παλιές ιστορίες, παραδομένες στην παραμυθία της αφήγησης. Αναβιώνοντας και επαναλαμβάνοντας τις παλιές ιστορίες σαν επιμνημόσυνη προσευχή. Χρησιμοποιώντας έναν συνδυασμό ρεαλιστικής και συνειρμικής αφήγησης, ο Νίκος Πανέλης, αντλεί από τα βιώματα των νεανικών του χρόνων ή από αναμνήσεις του οικογενειακού και συγγενικού του περιβάλλοντος. Στη διηγηματική αποτύπωση των ιστοριών του διασταυρώνει το προσωπικό με το συλλογικό, προβάλλοντας τον μικρόκοσμο της ζωής των ψαράδων και των αφανών γεγονότων, πάνω στον ορίζοντα της ιστορίας του ψαρέματος. Η διαρκής παλινδρομική κίνηση στον χρόνο, άλλοτε μέσω της συγκίνησης και της νοσταλγίας, άλλοτε με τον έμμεσο σχολιασμό των αντιθέσεων της ζωής, συνθέτει , την ταυτότητα του ίδιου του συγγραφέα: τη διάπλαση της συνείδησής του και τη βαθύτερη γνώστη του τόπου του, της Κορωνησίας. Ο συνειρμικός-ποιητικός τόνος της γραφής του συνδυάζει αρμονικότατα με ρεαλιστικές καταγραφές, ιδίως στα κείμενά, που αναδεικνύουν την λατρεία του συγγραφέα για το το ψάρεμα και το γενέθλιο νησί. Εξακολουθητική σταθερά των κειμένων του Ν. Πανέλη, είναι η σχέση παρελθόντος -παρόντος, η οποία αποτελεί πάντα την καλύτερη αφορμή, για δραστικό αναστοχασμό. Παρατηρεί τους ψαράδες στην δύσκολη δουλειά τους, περιγράφει με εξαιρετική ευαισθησία την θάλασσα και την φύση του νησιού, φιλοσοφεί, κάνει παραλληλισμούς και βρίσκει αλληγορίες.
Oι πραγματικοί, κεντρικοί ήρωες του συγγραφέα, δεν είναι μόνο οι ψαράδες της Κορωνησίας, αλλά είναι και ο γενέθλιος τόπος της Κορωνησίας, η Άρτα, η Ηπειρωτική μάνα-γη, ο Αμβρακικός Κόλπος, η Πρέβεζα, η Βόνιτσα, ο Άι Νούφριος, ο ποταμός Άραχθος, η Κόπραινα, το φανάρι της Κόπραινας, η Λογαρού, το Τσουκαλιώ, το Σακουλέτσι, η Βουσνάρα, το Περανήσι, ο Μαΐστρος, ο Πουνέντες, το μελτέμι, η αλμύρα, τα γαμπαρόδιχτα, το σόλιμπο, το καλάρισμα, η μπούκα, το διβάρι, τα φύκια, τα δίχτυα, τα καμάκια, τα αγκίστρια, το ξάλεμα, το κύμα, η νιτσεράδα, το άλμπουρο, τα ψάρια, τα καμάκια, τα πριάρια, η γαΐτα, η μαούνα, οι μηχανότρατες, οι βάρκες, τα βούρλα, οι τσιπούρες, οι κέφαλοι ,οι μπάφες, οι σαρδέλες, τα μουξινάρια, οι γαρίδες, οι γλώσσες, η μενίδα, ο «Πύλαρος», το πεζόβολο, τα ιβάρια, οι ελιές , οι μυρτιές, τα σκινάρια, το πηγάδι,οι κωλοφωτιές, ο μπούφος, η κουκουβάγια, τα γλαροπούλια, τα δελφίνια, τα γλαρόνια, η ρότα, ο αμμώδης ύφαλος, η κούλια, το υδρομαντείο, ο μόλος, η παγωνιά, η λάσπη , η γλύνα,κ.α.
Τα μικρά κείμενα του Ν. Πανέλη, που είναι βρεγμένα με αλμύρα, είναι ταυτόχρονα και ένα μακρύ, εσωτερικό ταξίδι.
Οι παλιοί ψαράδες αφηγούνται τις ιστορίες τους, τις μακριές νύχτες του Χειμώνα, και είναι όλοι τους αδροί, περιεκτικοί , ώριμοι-όσο ώριμοι είναι οι νεκροί όταν αναπολούν την ψαράδικη ζωή τους. Πρόκειται για ένα κατάλογο απόντων, που επιστρέφουν, για να πουν, μια ψαράδικη ιστορία. Αυτή ήταν η ζωή τους.
« Όταν έφτασε ο κάβουρας στο σώμα της Μαρίνας εκείνο ελαφρά υπερίπτατο πάνω απ΄τα βράχια, άφθαρτο και φωτεινό, δεμένο των γλάρων τα φτερά με ασημένια φύκια. Δελφίνια το ταξίδεψαν στη ράχη τους, οι φώκιες το εναπόθεσαν στην κορυφή ενός λόφου. Γυναίκες και μάνες ψαράδων το πλύνανε και το μυρώσανε με αλμύρα. Μέρες και νύχτες μοιρολόγησαν οι μαυροφορεμένες. Κι αφού μνημόνευσαν ευλαβικά τους άντρες και τ’ αγόρια τους, χτίσανε φάρο προς τιμήν της κι αργά σκαλίσανε στο μνήμα με γράμματα χρυσά:
Το όνομα της κόρης
Κι εκείνο του εραστή της.» Ελένη Αλεξίου
Ο Νίκος Πανέλης γεννήθηκε το 1950 στην Κορωνησία Άρτας.Σπούδασε Ηλεκτρονικός Μηχανικός.Εργάστηκε ως Τεχνικός στον Ο.Τ.Ε, σήμερα είναι συνταξιούχος του ΟΤΕ. Από το 1988-2011 δημοσιογραφούσε στην εφημερίδα «Κορωνησία», ενώ από το 2004-2010 διετέλεσε υπεύθυνος έκδοσης. Άλλο έργο του είναι «Κορωνησία, η καρδιά του Αμβρακικού».