Μνήμη και λήθη: ιστορία και λογοτεχνία
[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 26.05.17 ]
Το βάρος των ερωτήσεων που η μνήμη (ιστορική ή προσωπική) φέρνει στο φως, συχνά πυκνά μας αφήνει άναυδους. Σήμερα είναι σχεδόν αδύνατο να μεταφέρουμε στον αναγνώστη μια κάποια μη συμβατική αλήθεια για ό,τι έγινε πριν από μερικά χρόνια ή μερικές δεκαετίες, και απ’ αυτή μας την ανικανότητα, που επαναλαμβάνουμε και που γι’ αυτήν εκφράζουμε δυσαρέσκεια, είμαστε κι εμείς πληγωμένοι. Όπως άπειρες φορές το κωμικό θέατρο μας δίδαξε, θα καταλήξουμε με το να πιστέψουμε ότι τα γεγονότα διαδραματίστηκαν διαφορετικά από την πραγματικότητα. Και ότι τα πιστεύω μας ήταν διαφορετικά από εκείνα, σωστά ή λαθεμένα, που υπήρξαν στ’ αλήθεια.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Προυστ με το έργο του πρότεινε στους αναγνώστες του μια πρακτική λύση ανάνηψης, γνώσης και απελευθέρωσης, βασισμένη στην επανάκτηση συγκεκριμένων εμπειριών. "Οι αλήθειες που ανακαλύπτει κάθε μέρα στον κόσμο η ευφυϊα μας", έγραφε ο Προυστ, έχουν κάτι το λιγότερο βαθύ, το λιγότερο αναγκαίο από εκείνο που μας έχει προσφέρει η ζωή, που είναι υλικό γιατί εμποτιστήκαμε μ' αυτό μέσα από τις αισθήσεις μας, αλλά δεν μπορούμε να το απελευθερώσουμε και να το αναπτύξουμε".
Τίποτε το καινούριο σ' αυτή την πρόταση. Ο μόνος νεοτερισμός του Προυστ βρίσκεται στη διαπίστωση ότι η λυτρωτική επανάκτηση ήταν δυνατή μόνο μετατρέποντας την εμπειρία που ανακαλεί η μνήμη σε κάτι πνευματικά αντίστοιχο που όριζε ως «έργο τέχνης».
Ο Προυστ κάνει μια διάκριση ανάμεσα σε μία μνήμη εκούσια, που βλέπει διατυπωμένη ως λόγο (και που, απλοποιώντας, θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «ανάμνηση») και μία ακούσια που, αντίθετα, μας μεταδίδει ένα σύνολο εμπειριών, που συγκεντρώνονται σε ένα σημείο του χρόνου που αποτελεί παρελθόν και μας επιστρέφει ως παρόν. Το πρόβλημα είναι να αποσυνθέσουμε το σύνολο των εμπειριών που μας παρουσιάζει ακούσια η μνήμη μας στην προσπάθειά της να αναδημιουργήσει ένα μεταφορικό αντίστοιχο, γεγονός που θα μας επιτρέψει να το επανακτήσουμε κι αυτή η επανάκτηση είναι η μόνη μας δυνατή ανθρώπινη ολοκλήρωση.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι δεν υπάρχει πολιτική συνείδηση αν δεν υπάρχει ιστορική μνήμη. Σε όποιον έχει την πρόθεση ν’ αλλάξει την κοινωνία, είναι έντονη η τάση να γνωρίζει και να λαμβάνει υπόψη του αυτό που συνέβη, στο πρόσφατο ή στο μακρινό παρελθόν, πριν από αυτόν, να ξεκινήσει δηλαδή από την ίδια την ιστορία.
Μία από τις πιο λεπτές στιγμές της ιστορίας μας, όπως και της μεμονωμένης μας ζωής, είναι εκείνη της μεταβίβασης, δηλαδή η μετακίνηση, η παράδοση, η μεταμόσχευση. Η μεταβίβαση είναι η πράξη -ηθική, θεσμική, πρακτική- με την οποία τα άτομα με τα έργα τους, σωστά ή λαθεμένα, ορατά ή αόρατα, περνούν από τη μνήμη στην ιστορική κρίση και ταυτόχρονα μεταβιβάζονται στην αντικειμενικότητα των άλλων, στη λήθη που συντηρεί κάθε κριτική, πέρα από κάθε όνομα λοιπόν, πέρα από κάθε απελπισία ή ψευδαίσθηση. Δεν είναι μικρό πράγμα να ξέρουμε ότι όσο έχουμε την υπομονή, πρέπει να έχουμε μαζί μας τις φωτογραφίες τους ή τις αναμνήσεις τους, τα φαντάσματά τους στα όνειρά μας, μέχρις ότου η κούραση και η απροσεξία, η βιασύνη και η αμέλεια μας προειδοποιήσουν ότι δεν μπορούμε να μεταφέρουμε μόνοι μας, ούτε και ομαδικά, ένα όνομα ή μια ανάμνηση. Είναι μια σημαντική στιγμή. Οι άνθρωποι που υπήρξαν, επιστρέφουν και γίνονται είδος, και τα έργα τους και η ζωή τους, κοινωνία.
Ξέρουμε καλά με ποιο τρόπο να ξεχάσουμε και να κάνουμε τους άλλους να ξεχάσουν. Ο έλεγχος της λήθης, όπως λέει και ο ιστορικός Ζακ Λε Γκοφ, είναι ένα από τα πιο αδίστακτα εργαλεία της εξουσίας. Η μνήμη λοιπόν -αυτός ο γοητευτικός θεσμός που διαφέρει από ηλικία σε ηλικία και από καθεστώς σε καθεστώς- δεν λειτουργεί ποτέ από μόνη της, έχει ανάγκη από έναν άλλο αδελφό θεσμό, τη λογοτεχνία.
Είναι -εκείνη της λογοτεχνίας- μια δύναμη ιδιαίτερη, διακριτική, επιφανειακά άοπλη, γιατί δεν έχει άμεσες συνέπειες στο επίπεδο της πραγματικότητας και των ηχηρών αποτελεσμάτων. Είναι η δύναμη που απορρέει από χίλιους τρόπους με τους οποίους στιγματίζει το χρόνο: κοντραπούντο που, πότε πλευρίζει τις πτυχές της ύπαρξης, ακουμπά τις πληγές της ανθρώπινης ιστορίας, μεγαλοποιώντας και μετριάζοντάς τες ταυτόχρονα, πότε απομακρύνεται απ' αυτές, εκτοξεύει το απελπισμένο της ουρλιαχτό, και στοχεύει σε κάτι το τελείως διαφορετικό, πότε -αντίθετα- ξεκινά την περιπέτεια ενός τολμηρού ταξιδιού που οδηγεί το λόγο πέρα από τα κύματα της αβεβαιότητας και του πόνου, στην αναζήτηση ασυνήθιστων λιμανιών που -παρόλα αυτά- βρίσκονται μέσα βαθιά στην πλοκή της ζωής, δεν είναι ένας απλός σχολιασμός της, αλλά η ίδια η δυναμική της ύπαρξής της: στην αποσύνθεση αντιτάσσει έναν ισχυρό πυρήνα αντίστασης, εκείνον που σε κάθε στιγμή διασώζει κάτι από τον άνθρωπο και τον κόσμο, ακόμη κι όταν βρίσκονται βυθισμένοι στην ιστορική τους υποβάθμιση. Εδώ βρίσκεται, πιστεύω, αυτή η ικανότητά της να μιλά για και προς τον καιρό της αλλά και να πηγαίνει παραπέρα, κάνοντας ανοίγματα στη διάρκεια, προκαλώντας το μέλλον, ευέλικτη σε κάθε είδος ερωτήσεων, ταυτόχρονα όμως σταθερή στην ταυτότητά της.
* Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ