Μια απάντηση στον σκοταδισμό...
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 10.03.20 ]«Εις Θεός εις κόσμος…». Μια έκρηξη επισυμβαίνει. Όλοι μαζί, περίπου 400 πιστοί ψάλλουν όρθιοι με όλη τη δύναμη της φωνής τους. «Εις Θεός εις κόσμος…». Το κτίριο της εκκλησίας δονείται. Οι καμπάνες χτυπούν. Οι πολυέλαιοι σείονται. Σεισμός! Τα ηχητικά κύματα χτυπούν όλο το σώμα, όπως τα κύματα της θάλασσας τα βράχια. Η ατμόσφαιρα είναι ενθουσιαστική. Το πλήθος εκστασιάζεται. Ο ρυθμός είναι γρήγορος, η συλλογική φωνή έχει το ρυθμό της ραπ, πέφτει, ανεβαίνει, ξαναπέφτει. Η θρησκευτική εμπειρία ως ριζική εμπειρία, που μπορούν να νιώσουν μόνο οι φονταμενταλιστές, συμβαίνει εδώ. Νιώθεις μοναδικός, εκλεκτός. Η παράσταση συμπεριλαμβάνει παπάδες και πιστούς. Όλοι συμμετέχουν. Κανείς ορθολογισμός δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο σ’ αυτόν τον ενθουσιασμό. Καμία επιστήμη, κανένας ιός! Η πίστη σώζει! Μία γυναίκα παραμιλά. Όχι, δεν είναι γνωστή η γλώσσα... Και το παραμιλητό κάτι θέλει να πει, έλεγε ο Λακάν.
Κάποια στιγμή ο Επίσκοπος θα μιλήσει για τα «παλληκάρια μας στον Έβρο», για τις «ορδές που θέλουν να μας ισοπεδώσουν». Ανατριχίλα. Ο Μουχαντάν με τα μεγάλα γαλάζια μάτια, ο νεκρός Μουχαντάν, ορδή!
Μετά παρουσιάζει τον συνταξιοδοτημένο παπά και υπόσχεται να τον τιμήσει. Το πλήθος χειροκροτεί ενθουσιωδώς. Ένα μέρος της ανταμοιβής των θυσιών δίνεται ήδη εδώ.
Η ένταση ανεβαίνει, η αίθουσα υπερθερμαίνεται, όλοι μαζί λένε το Πιστεύω. Ο Επίσκοπος μιλάει για την ανάγκη χρηματοδότησης της «εξωτερικής ιεραποστολής» στην Αφρική, γιατί «εκεί πιστεύουν ακόμα στα είδωλα», λέει περιφρονητικά. Δίνει ο ίδιος το παράδειγμα ρίχνοντας στο δίσκο ένα δεκάρικο «από το υστέρημά μου», όπως λέει μεγαλοφώνως και επιδεικτικώς. Μπροστά του έξι μνημόσυνα, εκατό ευρώ το ένα, πλέον το λάδι και τα πρόσφορα! Ακριβή η μνήμη των τεθνεώτων και η διαμεσολάβηση στο Θεό για μια καλή θέση στον παράδεισο!
Ο Επίσκοπος μεταλαβαίνει τους παπάδες μέσα στο Ιερό. Όλοι πίνουν από το δισκοπότηρο. Μου κάνει εντύπωση ότι σκουπίζουν με το κόκκινο πανί το σημείο όπου ακούμπησαν τα χείλη τους. Αντίθετα, οι πιστοί, δεκάδες πιστοί, μεταλαβαίνουν από το ίδιο κουτάλι. Στη συνέχεια παίρνουν το πρόσφορο, μερικοί ζητούν περισσότερα. Ο διάκος αρνείται. Έφηβοι φιλούν το χέρι του παπά. Η βιωμένη θρησκευτική εμπειρία, η ριζική θρησκευτική εμπειρία για την οποία μιλούν οι φιλόσοφοι και οι ψυχολόγοι επισυμβαίνει εδώ. Ότι ξεκινάει από τους «ενθουσιαστές» και τις τελετουργίες του 17ου και 18ου αιώνα στα αμερικανικά δάση, αναπαράγεται στο κοσμοδάσος του 21ου αιώνα στην Ανατολή. Ο χριστιανισμός επιστρέφει από το μεγάλο ταξίδι του και ο φονταμενταλισμός του αμερικάνικου προτεσταντισμού συναντά τον σκοταδισμό της Ορθοδοξίας της Ανατολής. Στις Ηνωμένες Πολιτείες θα συναντήσουμε τους φονταμενταλιστές οι οποίοι εμψυχώνουν τις διάφορες πολιτικο-θρησκευτικές ενώσεις της νέας Δεξιάς, ή της θρησκευτικής Δεξιάς, όπως η «Ηθική Πλειοψηφία» και η «Χριστιανική Συμμαχία». Εδώ βλέπουμε την Ορθοδοξία να εναγκαλίζεται ομοίως τη νέα Δεξιά στην οποία ενυπάρχει η ακροδεξιά με όλες τις φασιστικές και ρατσιστικές εκφάνσεις της, με όλο τον σκοταδισμό και το απόλυτο διαζύγιό της με τον ορθολογισμό.
Αλλά γιατί επανέρχονται οι θρησκευτικές πίστεις; Επιστρέφουν για να καλύψουν όχι μόνο οντολογικά αλλά και πολιτικά κενά, λέει ο Ρεζίς Ντεμπρέ. Μια κοινωνία χρειάζεται μια καταγωγή, ένα ιδεώδες, ένα τοτέμ, μια υπέρτατη αρχή, μια συνέχεια, μια αφήγηση, μια γενεαλογία, περισσότερο ή λιγότερο φανταστικά και τέλος μια εσωτερική ιεραρχία (το ιερό, το άβατο). Με άλλα λόγια η πίστη συμβάλει στη φαντασιακή κατασκευή του Εμείς, που μπορεί να είναι μια κοινότητα ή ένα έθνος. Όμως τόσο η πίστη(θρησκεία) όσο και το έθνος πατούν και στην Αριστερά και στη Δεξιά, λέει ο Ι. Μπερλίν. («Κόντρα στο ρεύμα»). Και έχει δίκιο. Αν δούμε στην Ελλάδα, η Δεξιά συνδέεται με την Εκκλησία, κυρίως με το θεσμικό της κέλυφος και την Εξουσία της(Ιεραρχία). Αντίθετα, η Αριστερά συνδέεται παραδοσιακά με τον κατώτερο κλήρο. Θυμίζουμε τους αντάρτες παπάδες δίπλα στον Άρη Βελουχιώτη, αλλά και την αναφορά στον «Επαναστάτη Ιησού» από τον «χριστιανοκοινωνιστή» Μαρίνο Αντύπα. Και ο αναρχικός Ροδοκανάκης στο Μεξικό επιχείρησε να μπολιάσει τον αναρχισμό της "Αρμονίας" του με τον χριστιανισμό. Κι αυτό γιατί για την πλειονότητα του πληθυσμού το οντολογικό κενό δεν γεμίζει ούτε με τις επαγγελματικές ενώσεις και τα συνδικάτα, ούτε με τα πολιτικά κόμματα, ούτε με τους επαναστατικούς μύθους, αλλά με τους παλαιούς παραδοσιακούς δεσμούς, τη γλώσσα, το έδαφος, τις ιστορικές μνήμες, πραγματικές και φανταστικές, και από θεσμούς ή ηγέτες που λειτουργούν ως ενσαρκώσεις της ιδέας που έχουν οι άνθρωποι για τον εαυτό τους, ως κοινότητα, -ως Gemeinschaft-, σύμβολα και παράγοντες που αποδείχτηκαν πολύ πιο ισχυρά από όσο ήθελε να πιστεύει η Αριστερά(Μπερλίν). Οι σοσιαλιστές, γράφει ο Μπερλίν, πίστευαν ότι η ταξική αλληλεγγύη, η αδελφοσύνη των θυμάτων της εκμετάλλευσης, καθώς και η προοπτική μιας δίκαιης και ορθολογικής κοινωνίας, που θα γεννούσε η επανάσταση, θα παρείχε αυτόν τον απολύτως αναγκαίο συνεκτικό δεσμό και πράγματι αυτό έγινε ως ένα βαθμό. Ως ένα βαθμό όμως. Γιατί η κοινωνική συνοχή συνέχιζε να παράγεται κυρίως στους παραδοσιακούς θεσμούς, όπως η Εκκλησία. Πολύ περισσότερο όταν τα κόμματα της Αριστεράς και τα συνδικάτα έχασαν την ουσιαστική επιρροή τους στην κοινωνία και την παραγωγή του «Εμείς» με βάση την κοινωνική αλληλεγγύη και την αδελφοσύνη των θυμάτων της εκμετάλλευσης.
Με άλλα λόγια, η πίστη σε μια ιδέα (που αφορά μια θρησκεία ή την ιδέα του έθνους) δεν μπορεί να παραγνωρίζεται από την Αριστερά, δεν μπορεί να αφήνεται η νέα Δεξιά(με την ακροδεξιά της έκφανση) να «παίζει» εν ου παικτοίς. Σημασία έχει ποιο περιεχόμενο θα επικρατήσει στην έννοια του έθνους και στην ουσία της χριστιανικής θρησκείας. Γιατί ο αγώνας υπέρ του έθνους, ή η πίστη σε μια θρησκεία μπορεί να καλύπτει και τον ιεροεξεταστή και τον μάρτυρα, και την πορφύρα και το τζάκετ, και τον «πάνω», συντηρητικό κλήρο και τον επαναστάτη «κάτω» κλήρο. Αυτή η πολυσημία της θρησκείας αντιστοιχεί στην «πολύσημη κοινωνία» μας, γράφει ο Ρεζίς Ντεμπρέ,
Εδώ θα πρέπει να ξαναδιαβάσουμε και την χριστιανο-μαρξίστρια Σιμόν Βέιλ (L’ enracinement). Σύμφωνα με την Βέιλ, ο άνθρωπος έχει μία ρίζα από την πραγματική, ενεργητική και φυσική συμμετοχή του στην ύπαρξη μιας συλλογικότητας, η οποία κρατάει ζωντανούς κάποιους θησαυρούς του παρελθόντος και κάποια προαισθήματα του μέλλοντος. Η φυσική συμμετοχή σημαίνει αυτόματα τον τόπο, τη γέννηση, το επάγγελμα, το ανθρώπινο περιβάλλον. Αλλά κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη από ποικίλες ρίζες, όπως η ηθική, η πνευματική και διανοητική ζωή, πεδία στα οποία θεωρεί ότι είναι φυσικό μέρος. Γιατί ένα σακί σιτάρι μπορεί να αντικατασταθεί από ένα σακί σιτάρι, αλλά η «τροφή» που προσφέρει μία συλλογικότητα στην ψυχή των μελών της, δεν έχει ισοδύναμο μέσα στο σύμπαν ολόκληρο. Ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη μόνο το ρύζι ή τις πατάτες αλλά και την «τροφή» της ψυχής. Αυτό το έχει παραγνωρίσει η Αριστερά σήμερα, καθώς θεωρεί ότι η δίκαιη και ικανή ποσότητα ρυζιού μπορεί να λύσει όλα τα προβλήματα.
Μερικές συλλογικότητες, γράφει η Βέιλ, αντί να προσφέρουν τροφή, κανιβαλίζουν τις ψυχές. Το Χρήμα, μάλιστα, καταστρέφει τις ρίζες παντού όπου εισχωρεί, αντικαθιστώντας όλα τα κίνητρα με την επιθυμία του «νικάν»(gagner). Να λοιπόν γιατί είναι «σάπια» η συλλογικότητα που πληρώνεται ακριβά για να μνημονεύει, που κάνει ιμπεριαλιστική «εξωτερική ιεραποστολή», που δεν σέβεται δηλαδή την «ψυχή» και την παράδοση άλλων λαών και θεωρεί τη δική της αντίληψη για τον άνθρωπο και τον κόσμο Μοναδική. Την ίδια αντίληψη είχαν και οι Ναζί. Μάλιστα, όσοι ήταν αντίθετοι στο ναζισμό έπρεπε να εκτελεστούν. Η αντίληψη αυτή κυριαρχεί και στην Εκκλησία της Ελλάδας σήμερα.
Απέναντι στην θρησκευτική πίστη με τα μισαλλόδοξα χαρακτηριστικά, η Αριστερά οφείλει να αντιπαραθέσει ξανά την πίστη στην ανθρώπινη ιδιότητα, ή αλλιώς στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Θυμίζουμε τους αλησμόνητους κομμουνιστές γιατρούς που έτρεχαν δωρεάν στους φτωχούς. Σήμερα, η αλληλεγγύη στους μετανάστες αλλά και στους Έλληνες άνεργους δεν έγινε κεντρική υπόθεση των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων. Ούτε η ανθρωπιά συνδυάσθηκε με την εθνική ιδιοπροσωπία, με το "Αγάπα βαθιά σαν Έλληνας που είσαι" το οποίο έλεγε ο Αμερικανός συγγραφέας Χ. Μίλερ.
Τέλος, οφείλουμε να τονίσουμε αυτό που έλεγε η Σ. Βέιλ από τον μεσοπόλεμο, ότι το ξερίζωμα είναι η πιο επικίνδυνη ασθένεια των ανθρώπινων κοινωνιών. Οι ξεριζωμένες ψυχές περιπίπτουν σε μαρασμό που μοιάζει με θάνατο, άλλοτε μέσω του λήθαργου και άλλοτε της βίας. Ναι, η αιτία της βίας και της τρομοκρατίας βρίσκεται στο ξερίζωμα…