Μη μολυνθούν από «προσφυγίλα»...

[ Γιάννα Κουκά / Ελλάδα / 06.03.19 ]

Καλά μη νομίζεις. Για τόσο μικρό παιδί, δύσκολη ζωή είχε. Έφυγε από το Αφγανιστάν με την οικογένειά της γύρω στα πέντε. Πέντε και πολύ σου λέω. Δεν αισθανόντουσαν ασφαλείς. Δεν ήταν ασφαλείς. Ήρθαν εδώ, όπως έρχονται οι κυνηγημένοι, Οι κυνηγημένοι που τα σύνορα τους έκλεισαν. Με μια βάρκα που έγραφε πάνω «Για άσυλο». Ποιος ξέρει αν ζαλίστηκε, αν έκανε εμετό, αν τη στρίμωξαν, την ποδοπάτησαν, αν είχαν λεφτά για σωσίβιο, αν της το φόρεσαν, αν βράχηκε κι έτρεμε. Αν κάποιος φώναξε «βοήθεια», αν σήμανε συναγερμός πως βουλιάζουν και εξέπεμψαν sos. Αν φοβήθηκε. Αν κινδύνευσε. Δεν πολυμιλάει γι αυτά. Μια μέρα μόνο μπρος τη θέα της θάλασσας δάκρυσε. Θες να φύγουμε; της είπα. Όχι, μου απάντησε και μείναμε δίχως να μιλάμε.

Από τη Χίο, στη Λέρο, μετά Αθήνα, πίσω Χίο, κι αλλού. Τι να σου τα λέω, τώρα, για τόσο μικρό παιδί, δύσκολη η ζωή της, από μέρος σε μέρος δίχως σπίτι.

Βλέπω όλους αυτούς που προσπαθούν να κλείσουν τα σχολεία για τα προσφυγόπουλα, να μην ενταχθούν, να μη βρεθούν μαζί με τα δικά τους παιδιά στις ίδιες τάξεις, μη μολυνθούν από «προσφυγίλα», μη λερωθούν από μετανάστευση και τη φαντάζομαι με το σωσίβιο της. Εκεί απ΄ έξω. Με χείλη μελανά από το κύμα. Βρεγμένα ρούχα. Μαλλιά που στάζουν. Φύκια στα μικρά της ποδαράκια. Ένα κοχύλι έχει μπλεχτεί στα δάχτυλά της, για κοίτα το, το ΄δες; Φαίνεται. Τη φαντάζομαι παγωμένη, όπως στου ασύλου τη βάρκα, να στέκεται μόνη, έξω από ένα σχολείο. Να κοιτά μια τάξη. Ένα θρανίο για κείνη λαχταρά. Μια ζωή, μια εύκολη ζωή. Τη βλέπεις; Κλαίει σαν θάλασσα, παραπονεμένη.

«Την κολλητή μου τη λένε Κλεοπάτρα» έτσι μου είπε πως την «κολλητή» της τη λένε Κλεοπάτρα. Την αγαπάει πάρααααα πολύ. Αφγανή πρόσφυγας, ετών οκτώ, της αρέσουν τα μαθηματικά, δυσκολεύεται λίγο στο μάθημα της γλώσσας.