Κονγκό 1895 - Ελλάδα 2020, ένα τσιγάρο δρόμος...
[ Κώστας Κάππας / Κόσμος / 30.06.20 ]“Όπως βγαίνει το τραίνο από την πόλη, δεξιά από το ανάχωμα σε χτυπά η φτώχεια. Χαμηλά σπίτια, λίγα αυτοκίνητα, μόνο εργατικές οικογένειες. Με είχαν συμβουλεύσει να μην φέρω σε δύσκολη θέση τους κατοίκους, καθώς όσοι δούλευαν, δούλευαν στο εργοστάσιο συσκευασίας του Α. και οι χαφιέδες δεν κοιμούνται. Δεν επισκέφθηκα όλα τα σπίτια, δεν έκανα πολύ σαματά. Αρκετά, αλλά ένα-ένα και συζήτηση ατομική.
Σε ένα από αυτά, η Ελένη, γύρω στα 50, μου άνοιξε διστακτικά, είχαν φόβο τα μάτια της, αλλά με δέχτηκε μέσα. Προσπάθησα να την κάνω να ξανοιχτεί λίγο μαζί μου, να ξεαγχωθεί και την ρώτησα για τους ανθρώπους της και για την υγεία της.
Μου διηγήθηκε για τα χωράφια που αναγκάστηκαν να πουλήσουν και την φυγή από το χωριό τους. Για την ιστορία του άντρα της που είναι άνεργος και φοβάται ότι λόγω ηλικίας δεν πρόκειται να βρει μάλλον ποτέ δουλειά. Μου μίλησε για τον γιο της που θα πάει σε λίγο φαντάρος και ίσως καταφέρει να μείνει στον στρατό σαν επαγγελματίας. Ντράπηκε να μου μιλήσει για τους κιρσούς στα πόδια της και την μέση της που την υποχρέωνε να κάνει μορφασμούς κάθε τόσο.
Της μίλησα για τον αγώνα του κόμματος, για τα δικαιώματα των εργαζομένων, για την γη που είχαν και θα μπορούσε να τους θρέψει εάν παρέμεναν αγρότες και το Κράτος νοιαζόταν. Της είπα ότι θα μπορούσε αυτή να ήταν παραγωγός και να προμήθευε το συσκευαστήριο του συνεταιρισμού της περιοχής της.
Με άκουγε ευγενικά αλλά δεν με αφουγκραζόταν. Μου έδωσε αφηρημένα δίκιο χωρίς να αναφέρει ποτέ την λέξη κυβέρνηση, εκμετάλλευση, αδικία, δικαιώματα. Μου εξομολογήθηκε μόνο δύο ευχές που κάνει το πρωί που ξυπνά: να μην μένει πίσω στην κάλυψη του πλάνου της ημέρας σε σχέση με τις άλλες και μπει στο μάτι του επιστάτη και να έχει καλά ο Θεός το αφεντικό να μην μείνει χωρίς δουλειά”. [Απόσπασμα από την αφήγηση της Κ. Θ. υποψήφιας βουλεύτριας, από επίσκεψη σε υποβαθμισμένη συνοικία επαρχιακής πόλης της χώρας μας]
“Επισκέφθηκα την Ουάλα κοντά στον ποταμό Κόνγκο. Δεν είδα κανέναν να παραπονιέται στο χωριό. Το χωριό έμοιασε να κατοικείται από άβουλα, φασματικά όντα που περιπλανιόνταν στο ξέφωτο, ανάμεσα στις τριάντα καλύβες τους, σαν να είχαν χάσει τον μπούσουλα, χωρίς να ξέρουν που να πάνε, χωρίς να ξέρουν ποιοι ήταν, σαν μια κατάρα που είχε πέσει στους κατοίκους του χωριού μετατρέποντάς τους σε φαντάσματα. Αλλά φαντάσματα με πλάτες και γλουτούς σημαδεμένους με φρέσκιες ουλές, με ίχνη αίματος, κάποιοι με κομμένο το ένα χέρι, κάποιοι χωρίς αυτιά, ή μύτη ή και τα δύο.
Ρώτησα όλους τους άντρες και τις γυναίκες του χωριού, ακούγοντάς τους να επαναλαμβάνουν όσα είχα ακούσει και όσα θα άκουγα πολλές φορές ακόμη. Και εδώ επίσης στην Ουάλα, εξεπλάγην από το γεγονός ότι ούτε ένα από αυτά τα κακόμοιρα πλάσματα δεν παραπονιόταν για το κυριότερο απ’ όλα: με ποιο δικαίωμα αυτοί οι ξένοι είχαν εισβάλλει στην γη τους, για να τους εκμεταλλευτούν και να τους κακομεταχειριστούν;
Το μόνο που τους απασχολούσε ήταν το άμεσο: οι ποσοστώσεις. Ήταν υπερβολικές, δεν υπήρχαν εργατικά χέρια, ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να μαζευτεί τόσο καουτσούκ, τόσα τρόφιμα και να βρεθούν τόσοι εργάτες. Δεν κατάγγελλαν ούτε καν το μαστίγωμα, τους ακρωτηριασμούς και τους ομήρους. Μόνο ζητούσαν να μειωθούν κάπως οι ποσοστώσεις, για να μπορέσουν να ανταποκριθούν και έτσι να είναι ικανοποιημένες οι Αρχές με τους κατοίκους της Ουάλα.”.
[Απόσπασμα από τη αφήγηση του Ρότζερ Κέιζμεντ, Άγγλου προξένου στο Κονγκό, την τεράστια αυτή χώρα (76 φορές η έκταση του Βελγίου), που ιδιοκτήτης της (1885–1908) ήταν ο βασιλιάς Λεοπόλδο ο Β’ του Βελγίου (πηγή: “Το όνειρο του Κέλτη”, Μάριο Βάργκας Λιόσα, βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, εκδόσεις Καστανιώτη)].