Οι Αρτινοί σύμφωνα με τον Σεραφείμ Ξενόπουλο είναι ζωηροί, εργατικοί και φιλόκαλοι αλλά κάποιοι είναι «και φιλήδονοι και φίλοι των διασκεδάσεων και των κατά κόρων συμποσίων μέχρι επιμέμπτου βαθμού… (Στις διασκεδάσεις) «οι της δευτέρας ως επί το πλείστον και τρίτης τάξεως πολίται συγκροτούσιν εις διάφορα διασκεδαστικά μέρη και εις ταβέρνας πολυέξοδα βακχικά, εν χοροίς και τυμπάνοις, συμπόσια, απολήγοντα πολλάκις εις διενέξεις…»[1]. Αλλά αυτή είναι μία από τις ιδιαιτερότητες των παραδοσιακών Ορθόδοξων χριστιανικών κοινωνιών σε αντίθεση με τις προτεσταντικές, καθώς η γιορτή είναι ένας θεσμός, όπου θυσιάζεται το περίσσιο, σώζοντας από τη βία της συσσώρευσης. Εδώ οι άντρες περιφρονούν το χρήμα, αφήνοντας τις παραγωγικές δραστηριότητες στις γυναίκες, ενώ οι ίδιοι κρατούν για τον εαυτό τους –όχι χωρίς σοφία- τις δραστηριότητες του παιχνιδιού και της γιορτής. Έτσι το σκόρπισμα μέσω της διασκέδασης (από το σκεδάvνυμι) σώζει από τη βία της συσσώρευσης και ανασυστήνει τον κομματιασμένο εαυτό. Αλλά η περιγραφή αυτή αφορά μία αγροτική κοινωνία και, όπως λέει ο Σ. Ξενόπουλος, τη δεύτερη και την τρίτη τάξη, δηλαδή τους «κάτω», που αργότερα θα αποκληθεί και «Η κοινωνία του ρακιού». Ο θεσμισμένος πυρήνας της κοινωνίας αυτής είναι το καφενείο. Αλλά γιατί ο μητροπολίτης Ξενόπουλος αντιτίθεται στο «καφενείο»; Γιατί τα καφενεία ως τόποι κοινωνικής και πολιτικής επικοινωνίας λειτουργούν ως αντιδομή στην εύτακτη οικιακή λογική και ιδεολογία των ανώτερων τάξεων, εν προκειμένω της πρώτης τάξεως που προβάλλεται ως πρότυπο από την Εκκλησία. Στο καφενείο αίρονται οι ταξικές διαφορές μέσα από τις εξισωτικές πρακτικές του «κεράσματος» της παρέας, του ιδιότυπου αυτού «πότλατς», και της συναισθηματικής φιλίας που αναπτύσσεται. Εδώ οι διαφορές των ανδρών –αυτοί πηγαίνουν κυρίως στο καφενείο- οργανώνονται στη βάση του κεφιού και του φιλότιμου (και όχι οικονομικά, ή ταξικά), κυρώνοντας την αυτονομία του αρσενικού ως ηθικού προσώπου που αντιτίθεται στις εξαρτήσεις του γάμου και της οικιακότητας καθώς και στην οικονομική και πολιτική συναλλαγή. Μέσα από την τελετουργία του δώρου και αντιδώρου μέσω της ανταλλαγής ποτών, αναπτύσσεται μία ανώτερου τύπου αμοιβαιότητα(η ρακοποσία της παρέας) όπου γίνεται η όσμωση και ο μετασχηματισμός των κοινωνικο-οικονομικών και άλλων διαφορών σε μία κοινότητα φιλίας[2]. Η κατανάλωση ρακιού συμβολίζει την ανδρική ουσία και ως μορφή γιορτής έχει ως σκοπό την αντι-συσσώρευση, τη θυσία του περίσσιου υπέρ του κοινωνικού. Αυτός ο εξισωτικός συμποσιασμός του καφενείου θα αντιτεθεί στις δυνάμεις της αγοράς, του χρήματος και του κράτους, αναδεικνύοντας συγχρόνως το πολιτικό υποκείμενο που αποκλήθηκε «λαός». Με άλλα λόγια, οι πληβείοι-άντρες ασκούν κριτική, αντιστέκονται ή αποφεύγουν τόσο τις αφομοιωτικές ιδιότητες του νοικοκυριού όσο και τη διείσδυση του κράτους. Το καφενείο θα είναι ένας ριζοσπαστικός αντιστικτικός θεσμός σε σχέση με το σπίτι, την εκκλησία και την πολιτική συντήρηση. Το γλέντι θα προηγείται αξιολογικά της εργασίας(δουλειά από το δουλεία). Η ρακοποσία και η τελετουργική κατανάλωση στο πλαίσιο δώρου-αντίδωρου θα προηγείται της αποταμίευσης. Βέβαια, υπάρχει και μία άλλη κατηγορία ανδρών(των νοικοκυραίων) που εισάγουν στο χώρο του καφενείου τις αρχές του νοικοκυριού και ανέχονται το κράτος. Αυτοί καλούν το κράτος να ρυθμίσει τη σύγκρουση οικογένειας και κοινότητας, τη σύγκρουση των ατομικών ή οικογενειακών τους συμφερόντων. Έτσι, τα καφενεία θα είναι από τη μια αντισυμβατικά και χώροι αντισυσσώρευσης και αμφισβήτησης και από την άλλη συμβατικά και συμβατά με την κοινωνία των νοικοκυραίων και τη συσσώρευση. Αργότερα, τα πρώτα θα είναι τα αριστερά και τα δεύτερα τα δεξιά καφενεία.
Η τοπική κοινωνία ως «χωριό» αποτελεί όψη «του ανδρικού συμποσιασμού και είναι οργανωμένη σύμφωνα με τον κώδικα της διάχυτης αμοιβαιότητας και της κοσμικής ετεροδοξίας του καφενείου».
Ο «ρακιτζής», αυτός που αντέχει περισσότερο στην (αγωνιστική) ανταλλαγή ρακιών γίνεται ο φυσικός ηγέτης της συλλογικότητας. «Από τη σκοπιά του καφενείου, ηγέτης είναι αυτός που διατηρεί το δικαίωμα να προσφέρει ποτό στους άλλους, όταν οι άλλοι χάνουν αυτό το δικαίωμα, διότι δεν είναι σε θέση να πιουν και άρα να δεχθούν προσφορές». Εδώ κυριαρχούν οι αξίες του δώρου(κέρασμα αλλά και φιλοξενία), που συνοψίζονται στην έννοια του «φιλότιμου»[3]. Δεν είναι τυχαίο πως ο συμποσιασμός της ανδροπαρέας είναι ανοιχτός τόσο στους ντόπιους όσο και στους ξένους. Αντίθετα, ο νοικοκυρίστικος συμποσιασμός είναι κλειστός και απαγορευτικός στους ξένους.
Η τοπική κοινωνία ως «κοινότητα» είναι προέκταση του οικιακού χώρου σε συγκερασμό με την επείσακτη κρατική εξουσία. Βασίζεται, δηλαδή, στο νόμο και στον κώδικα της οικιακότητας(συγγένειας). Τέλος, ο κώδικας της οικιακότητας, η ηθική ενότητα της «οικογένειας» και η ανταγωνιστική σχέση με τους μη συγγενείς είναι υπόθεση αποκλειστικά των γυναικών.
[1] Σεραφείμ Ξενόπουλος, Δοκίμιον περί Άρτης, Άρτα, 1962
[2] Κοινότητα Κοινωνία και Ιδεολογία, συλλογικό Παπαζήσης, 1990, Ευθύμιος Παπαταξιάρχης, σελ. 338
[3] Στο ίδιο, Ευθ. Παπαταξιάρχης, σελ. 339
*Γιώργος Χ. Παπασωτηρίου: Το ματωμένο θέρος του 1882, 2014, εκδόσεις ΗΠΕΠΟΤΕ