Κατοικίδια ποίηση

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 03.05.22 ]

«Κάθε πρωί ο ποιητής κάθεται στο γραφείο του με σκοπό να δουλέψει. Έχει προετοιμαστεί επιμελώς: έχει φορέσει πουκάμισο, γραβάτα και ένα σκούρο κοστούμι, ειδικά ραμμένο για εκείνον. Έχει πάρει το πρωινό του στην τραπεζαρία… Τώρα κοιτά τις δύο πένες που βρίσκονται μπροστά του… έχει υιοθετήσει το εξής ρητό: «Οφείλουμε να δουλεύουμε, τίποτ’ άλλο, και να ’χουμε υπομονή»… Μόνο δουλειά και τίποτ’ άλλο… Μπροστά του στέκει το γραφείο, επιμελώς τοποθετημένο στο κέντρο του δωματίου… Τα πάντα είναι έτοιμα, έχει ενδυθεί το ρόλο του, και τώρα το μόνο που μένει είναι να ακουμπήσει την πένα πάνω στο χαρτί και μετά «δουλειά και τίποτ’ άλλο»…». Αυτά γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου «Η σοφία του Ρίλκε»(εκδόσεις Πατάκη) ο Ούλριχ Μπέερ.

Φανταστείτε, παρακαλώ, έναν ποιητή, όπως τον περιγράφει ο Μπέερ. Καθώς το σκέφτομαι καλύτερα, οι «ποιητές» σήμερα είναι όπως ο Ρίλκε. Που είναι η ασίγαστη ματαιοδοξία του αχαλίνωτου Εγώ ενός Ουίτμαν, ενός Ρεμπώ, ενός Μπάυρον και ο μεγάλος στόχος της ζωής να αισθανόμαστε ότι υπάρχουμε ακόμα και μέσω της οδύνης; Που είναι το ρίσκο, που σπρώχνει προς όλες τις κατευθύνσεις, ακόμα και στην καταστροφή; Ο Ρίλκε, όπως τον περιγράφει ο Μπέερ, ας μου επιτραπεί το έγκλημα, μου θυμίζει δημόσιο υπάλληλο γραφείου!

 Το μόνο που μπορεί να συνδέει τον Ρίλκε με τους ρομαντικούς είναι το ταξίδι, αλλά κι αυτό είναι προστατευμένο, χωρίς τη μεγάλη διακινδύνευση. Ο ποιητής ρίχνετε σε παθιασμένες σχέσεις αλλά μόλις ανάβει το λαμπάκι κινδύνου φεύγει, γιατί φοβάται να υποφέρει. Ουσιαστικά ο Ρίλκε εκλαμβάνει ως περιπέτεια τις τούμπες στον αμνιακό σάκο. Γι’ αυτό, αν σας αρέσει η ποίηση, αν την γνωρίσατε μέσω του Ρίτσου, του Ελύτη, του Σεφέρη, του Βρεττάκου, του Λειβαδίτη, του Μαγιακόφσκι κ.ά., τότε μη διαβάσετε αυτό το βιβλίο. Εδώ έχουμε μία ποίηση, που δεν απειλεί ούτε μυρμήγκι, που είναι σχεδόν μια «κατοικίδια» ποίηση.

Συνεπώς, απέναντι στη «σοφία του Ρίλκε», αντιπροτείνω τον Καμύ και την απάντησή του στο «Ζήστε σαν…» (ζήστε σαν ποιητές, σαν καλλιτέχνες, σαν αθλητές, σαν ερωτευμένοι Σίσυφοι). Όχι ότι ο Ρίλκε είναι για πέταμα. Είχε και κάποια καλά στοιχεία καθώς απεχθανόταν την οργανωμένη θρησκεία, το θεσμικό κέλυφος δηλαδή της θρησκείας, αυτό που σήμερα διάφοροι ζητάνε να διαλυθεί για να σωθεί το περιεχόμενο(Σλαβόι Ζίζεκ).  

Θα συμφωνήσουμε με τον ποιητή ότι «το κλειδί για τα μυστικά της ύπαρξής μας μπορεί και να βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας», ή ότι η μοναξιά είναι μια ευκαιρία να ξανασκεφτούμε τις αποφάσεις μας(κοινότοπο), αλλά πώς να δεχτεί κανείς ότι «η αγάπη είναι εργασία»;! Κι όμως ο Ρίλκε χαρακτηρίστηκε ως «ο μεγάλος ποιητής της αγάπης». Αλλά ποιας αγάπης; Της αστικής αγάπης για τον εαυτό μας και τους «σαν κι εμάς». Το 1968 ο Ρίλκε χαρακτηρίστηκε στη Γερμανία ως «επιχρυσωμένη εικόνα της μπουρζουαζίας».

Ο Ρίλκε φοβόταν τον πόνο, ή όπως σημειώνει ο Ούλριχ Μπέερ, «ένιωθε σαν μαθητής που αποτυγχάνει στις εξετάσεις και μένει συνέχεια στα μαθήματα εκείνα της ζωής όπου διδάσκεται ο πόνος». Ο ποιητής αρνιόταν «τον πάτο της ζωής», γι’ αυτό όριζε τον Μπωντλαίρ και τον Ρεμπώ ως τα αντίθετά του (αυτός ήταν δηλαδή του αφρού, τον “από πάνω”). Ο Ρίλκε σε κάποια επιστολή του διαχωρίζει την ποίησή του από τη ρομαντική παράδοση, όπως την όρισαν ο Σίλερ και ο Κιτς (Η ομορφιά «ενοικεί άγρυπνη μέσα σε κάθε πράγμα»).

Ο Ρίλκε είναι υπέρ της «έσω επανάστασης» διατείνεται ο Μπέερ. Διαβάζουμε στην σελίδα 360: «Ο άνθρωπος του πνεύματος θα έπρεπε εκ φύσεως να είναι πολέμιος και αρνητής των επαναστάσεων. Διότι ειδικά αυτός γνωρίζει πόσο αργά συντελείται κάθε σημαντική αλλαγή, πόσο δυσδιάκριτη, αόρατη σχεδόν είναι λόγω αυτού ακριβώς του αργού ρυθμού της. Γνωρίζει επίσης ότι η φύση η πνευματική, δρώντας εποικοδομητικά, δεν επιτρέπει σχεδόν πουθενά τη βία να κάνει την εμφάνισή της».  Ο Ρίλκε είναι ένας τυπικός προτεστάντης. Γι’ αυτό ο Χέγκελ, έλεγε, πως «ο προτεσταντισμός στράφηκε προς έναν αισχρό και σχοινοτενή στοχασμό πάνω στην υποκειμενική κατάσταση της ψυχής (...) και για πολύ καιρό διατήρησε τον χαρακτήρα του εσωτερικού βασάνου και μιας άθλιας κατάστασης...». Εξαιτίας του προτεσταντισμού, οι Γερμανοί διαμόρφωσαν μια ιδέα για την ελευθερία που έχει μόνο «εσωτερική αξία». Ο Λούθηρος θα πραγματώσει μεν την υποκειμενική ελευθερία, αλλά θα εγκαταλείψει την υποκειμενικότητα στις ατομικές της δυνάμεις, υπονομεύοντας τις συλλογικές και την πολιτική τους διάσταση. Γι’ αυτό η επανάσταση στη Γερμανία θα είναι μόνο θρησκευτική, ενώ στη Γαλλία πολιτική.

Τελικά, η «κατοικίδια ποίηση» εκείνο που επιτυγχάνει, είναι να αναπαραγάγει την ανελευθερία και τη βία στους «από κάτω», καθώς περιορίζει την ελευθερία σε «σχοινοτενείς στοχασμούς» και σε μια «δοξο-λογία» της αθλιότητας, τύπου «φιλόπτωχου ταμείου της ενορίας»!