Α. Καμύ: Η διχοστασία και οι ανέσεις της δουλείας

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 14.02.22 ]

Ο Γερμανός φιλόσοφος Ε. Χούσερλ ήταν εκείνος που έκανε τη διάκριση μεταξύ του «θέλω να πω» του συγγραφέα -ή όπως αλλιώς λέμε, της πρόθεσης του κειμένου- και της «σημασίας» με την έννοια του νοήματος που διαπερνά το απλό παιχνίδι της γλώσσας του κειμένου. Η διάκριση αυτή είναι απολύτως αναγκαία στην περίπτωση της «Πτώσης» του Αλμπέρ Καμύ, διότι πρόκειται για ένα πολύπλοκο κείμενο που αναφέρεται σ’ ένα επίσης πολύπλοκο «πρόσωπο», το οποίο αυτοπροσδιορίζεται ως «διπρόσωπο»!

«Αποδέχτηκα τη διπροσωπία αντί να λυπάμαι γι’ αυτήν... βολεύτηκα σ’ αυτήν και βρήκα τη γαλήνη που έψαχνα σ’ όλη μου τη ζωή. Είχα άδικο, κατά βάθος, που σας είπα ότι η ουσία είναι ν’ αποφύγεις να σε κρίνουν. Η ουσία είναι να μπορείς να επιτρέπεις τα πάντα στον εαυτό σου, έστω κι αν χρειάζεται να παραδέχεσαι που και που, επίμονα, ότι είσαι ανάξιος». Η «διπροσωπία» είναι η λύση του προβλήματος, το οποίο προέκυψε από την όλη «αρνητική» πορεία και την παρακμή του Γιάννη Βαπτιστή Κλαμάνς. Ενός λαμπερού «γητευτή» -η γοητεία λειτουργεί κατά την περίοδος της ακμής- αλλά και εγωπαθούς παριζιάνου δικηγόρου που τελικά έγινε δικηγόρος των λωποδυτών και των εκδιδομένων γυναικών του Άμστερνταμ.

Η «Πτώση» του Κλαμάνς επικαθορίζεται από την πτώση ενός άλλου προσώπου που εμφανίζεται φευγαλέα, αλλά καθοριστικά για το μέλλον του πρωταγωνιστή. Πρόκειται για μια νεαρή γυναίκα που πέφτει και πνίγεται στα νερά του Σηκουάνα χωρίς ο Κλαμάνς να προσπαθήσει να τη σώσει, γεγονός που σημαδεύει τη μετέπειτα ζωή του. Η "προδοσία" θα τον κυνηγά, έστω κι αν πρόκειται για μια παθητική και όχι ενεργητική προδοσία. Με άλλα λόγια δεν ευθυνόμαστε μόνο για τις πράξεις μας αλλά και για την παθητικότητά μας, δηλαδή τις παραλήψεις μας. Ο Κλαμάνς είναι «προδότης» λόγω της φοβίας και της παθητικότητάς του, της μη εμπλοκής του, της άρνησής του να επενδύσει στην πραγματικότητα και, ακόμη, λόγω της αγάπης μόνο για τον εαυτό του. Η στιγμή της κρίσης θα είναι πάνω στη γέφυρα των Τεχνών και θα επισυμβεί μ’ ένα γέλιο. Το γέλιο αυτό θα ξεσκίσει την εικόνα, τη μάσκα του θεατρίνου, του υποκριτή Κλαμάνς και θα αποκαλύψει το κενό, την έλλειψη μιας πίστης, μιας ταυτότητας.

Πέραν της αφήγησης και της κατάληξης του πρωταγωνιστή της, η έννοια της Πτώσης έχει τη συνδηλωτική δύναμη της εκ-πτωσης του Αδάμ από τον παράδεισο. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο το ψευδώνυμο του «Ιωάννη του Βαπτιστή», αλλά εν προκειμένω έχουμε έναν αντι-Ιωάννη Βαπτιστή καθώς δεν προαναγγέλλει τη σωτηρία και τη «χάρη», αλλά μόνο την τιμωρία. Ο Κλαμάνς τοποθετεί την ανθρωπότητα πίσω από τα σύμβολα της ενοχής και της αδυναμίας συγχώρεσης. Εξάλλου, η Δευτέρα Παρουσία επισυμβαίνει καθημερινά καθώς δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από «την κρίση των ανθρώπων». Συνεπώς, η Πτώση για την ανθρωπότητα είναι διαρκής και αποστερημένη της προοπτικής της «χάριτος».

Τι θέλει να μας πει με την «Πτώση» ο Καμύ; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα θα πρέπει να δούμε τις ιδιαίτερες συνθήκες στις οποίες βρίσκονταν ο συγγραφέας όταν έγραψε αυτό το κείμενο. Βρισκόμαστε, λοιπόν, στη χρονική περίοδο του πολέμου της Αλγερίας (γενέθλιο τόπο του Καμύ) και την έκκληση του συγγραφέα για ανακωχή (μεταξύ των Γάλλων αποικιοκρατών και των εξεγερμένων Αλγερινών) που πέρασε απαρατήρητη. Την ίδια εποχή οι «υπαρξιστές» με τους οποίους ο Καμύ μοιράζονταν τις ίδιες αρχές του επιτίθενται μέσα από το περιοδικό «Μοντέρνοι καιροί»(δηλαδή ο Σαρτρ) για το «παράλογο της φιλοσοφίας του», την οποία χαρακτήριζαν αστική και αντιδραστική. Όλα τούτα σήμαναν, μια αλλαγή, την «Πτώση», τη διάρρηξη σχέσεων και δεσμεύσεων, αλλά και τη συνεπαγόμενη απελπισία. Ίσως, λοιπόν, η «Πτώση» να είναι η απάντηση του Καμύ σ’ αυτές τις επιθέσεις. Πίσω από τις μηδενιστικές θέσεις δεν πρέπει να δούμε τον Καμύ αλλά τους υπαρξιστές και τη φιλοσοφία της ενοχής. Εξάλλου, όπως γράφει στις «σημειώσεις» του ο συγγραφέας: «Οι ‘’Μοντέρνοι καιροί’’, αποδέχονται το προπατορικό αμάρτημα, αλλά αρνούνται τη χάρη».

Στο παρόν αφήγημα όταν ο Καμύ γράφει «προσκαλώ τον καλό λαό να υποταχτεί και να επιδιώξει ταπεινά τις ανέσεις της δουλείας, έστω κι αν χρειάζεται να την παρουσιάσω σαν την ελευθερία», αναφέρεται στους υπαρξιστές. Τους ίδιους, τέλος, μέμφεται όταν τονίζει πως «αφού δεν γινόταν να καταδικάσουμε τους άλλους χωρίς να κρίνουμε τον εαυτό μας, θα πρέπει να ρίξουμε όλα τα βάρη πάνω μας, για να έχουμε το δικαίωμα να κρίνουμε τους άλλους». Ακόμη και η θυσία των υπαρξιστών είναι για τον Καμύ μια υπόθεση εξουσίας: «Πάνω απ’ το συγκεντρωμένο πλήθος, θα σηκώνατε τότε το φρεσκοκομμένο ακόμα κεφάλι μου, για να δουν σ’ αυτό οι άνθρωποι τον εαυτό τους, κι έτσι, παραδειγματικός, να τους εξουσιάζω πάλι»!