Ιδεολογίες της λογοτεχνικής γλώσσας
[ Φοίβος Γκικόπουλος / Κόσμος / 12.01.20 ]Κανένας συγγραφέας και κανένας διανοούμενος δεν θα είχε παραδεχτεί στο παρελθόν ότι είναι αστός. Θα ισχυριζόταν ότι δεν θα μπορούσε να ενταχθεί στα όρια καμιάς τάξης. Από τότε που κουλτούρα και λογοτεχνία θεωρούνται εργαλεία μετασχηματισμού του κόσμου, αρχίζοντας από τον διαφωτισμό και αργότερα με τον ρομαντισμό, θα πρέπει να τις εκλάβουμε ως παγκόσμια οντότητα ή μονολογική αλήθεια.
Με ποιο τρόπο αναδεικνύεται στον διανοούμενο η αστική του φύση; Κατά τη διάρκεια του διαφωτισμού το πρόβλημα δεν υπήρχε: ο διανοούμενος είχε ήσυχη τη συνείδησή του και εργαζόταν κάτω από το σημάδι της αλήθειας. Μόνο με τον ρομαντισμό αρχίζει να απαρνιέται την αστική του υπόσταση, να τίθεται ενάντια στους φιλισταίους και τους εμπόρους και με αυτό τον τρόπο ν’ ανοίξει μια προοπτική προβληματισμού. Είναι περίεργο που οι ρομαντικοί αντιλαμβάνονται την εποχή τους ως οργανική και εκείνη του διαφωτισμού ως κριτική, όπου θα μπορούσαμε να πούμε ότι ισχύει το αντίθετο. Εδώ έχει λόγο το παραμορφωτικό αποτέλεσμα μιας ιδεολογικής επεξεργασίας που δέχεται στη συνείδησή της την προβληματική μορφή του παρόντος, αλλά για να το απομακρύνει και να το τοποθετήσει στο παρελθόν με σκοπό να απελευθερωθεί από αυτό. Ο μηχανισμός της ιδεολογίας στο επίπεδο της βιογραφίας είναι ο φροϊδικός εκφυλισμός. Αυτό που αρνείται η συνείδηση είναι αυτό που στο βάθος παραδέχεται. Ο Φρόιντ λέει ότι εκεί που αρνούμαστε το νόημα μιας εικόνας του ονείρου, το δείχνουμε χωρίς να το θέλουμε και τελικά το αρνούμαστε: το νόημα υπεισέρχεται στη συνείδηση σε αρνητική μορφή, στη μορφή της μη αποδοχής. Τελικά κατά τη διάρκεια της ανάλυσης ο συνομιλητής λέει: «δεν είναι αυτό», ο αναλυτής βρίσκεται ήδη στο δρόμο αντίληψης του λόγου του, επειδή ακριβώς γι’ «αυτό» πρόκειται. Στο επίπεδο της προσωπικής επιβεβαίωσης, ο ρομαντικός αποβάλλει την αστική του υπόσταση μέσα από μια ιδεαλιστική άρνηση.
Αντιλαμβανόμαστε ότι ο φροϊδικός μηχανισμός είναι ένας ανθρωπολογικός μηχανισμός, που εφαρμόζεται σε όλες τις κοινωνίες, και σηματοδοτεί το πέρασμα στη στοιχειώδη συναισθηματική διαλεκτική στην τάξη του συμβολικού ή της γλώσσας και της κουλτούρας που κρατά για τον εαυτό της το στοιχειώδες συναίσθημα αλλά το προσαρμόζει στις απαιτήσεις της κοινωνίας. Ειπώθηκε από τον Λακάν ότι ο λόγος είναι le meurtre de la chose, με την έννοια ότι μόνο πεθαίνοντας συναισθηματικά, θεσμοθετούμαι ως άνθρωπος και ομιλών, και ότι μόνο στο βαθμό που δεν μπορώ να βρω το συναίσθημα παρά μόνο στην αρνητική του μορφή, ενυπάρχει η υπόγεια συζήτηση του υποσυνείδητου. Είναι προφανές ότι η απάρνηση των ρομαντικών δεν μπορεί να μας πει τίποτε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη γλώσσα. Θα μπορούσαμε όμως ν’ απαντήσουμε ότι όπως η ανατομία του ανθρώπου εξηγεί την ανατομία του πιθήκου και όπως το καπιταλιστικό μοντέλο παραγωγής εξηγεί κάθε προηγούμενο μοντέλο παραγωγής και ταυτόχρονα επιτρέπει να υποστηρίξουμε ένα μελλοντικό ή σοσιαλιστικό μοντέλο παραγωγής, έτσι μόνο η ψυχανάλυση του σύγχρονου ανθρώπου είναι σε θέση να εξηγήσει τον άνθρωπο του παρελθόντος και επιτρέπει να υποστηρίξουμε υποθέσεις για τον άνθρωπο του μέλλοντος. Αυτό σημαίνει ότι η άρνηση είναι ένα ιστορικό εργαλείο γνώσης, που εκφράστηκε από τον Φρόιντ σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό περιβάλλον ως επεξήγηση των προβλημάτων του καιρού, και όχι τυχαία είχαν προαισθανθεί ιδεολογικά οι ρομαντικοί στην ιδεαλιστική φόρμα της διαλεκτικής.
Είναι λοιπόν απαραίτητο να καταλάβουμε γιατί δημιουργήθηκε η ρομαντική «παθογένεια», γιατί η άρνηση της αστικής τους ύπαρξης ήταν άμεσα προβληματική και καθόλου ειρηνική. Και επειδή πρόκειται για ένα πολυσύνθετο και εποχικό πολιτισμικό γεγονός, η επαλήθευση σε βιογραφικούς όρους αναπέμπει σε μια επαλήθευση σε ιστορικούς όρους. Η αστική κοινωνία αναπτύσσει άμεσα μια έντονη σύγκρουση ανάμεσα στο παλιό και στο νέο και ανάμεσα στις διαμορφούμενες τάξεις, και η αυτο-κατανόησή της, όπως δεν συνέβαινε από την εποχή του διαφωτισμού, πρέπει να αναμετρηθεί με συγκεκριμένα, ανησυχητικά, αντικρουόμενα περιεχόμενα. Σε σχέση με την προ-αστική κοινωνία και ακόμη φεουδαρχική όπου το προσωπικό ταυτίζεται με το πολιτικό και οι προσωπικές διαφοροποιήσεις άμεσα συνεπάγονται πολιτικές διαφοροποιήσεις, ο αστικός διαχωρισμός δημόσιου και ιδιωτικού παράγει έναν αντιφατικό δυϊσμό. Η κριτική θεωρία θα είχε αποκαλύψει πως τα άτομα θα έπρεπε να απελευθερωθούν από τις παραδοσιακές τους δεσμεύσεις και να πουλήσουν την εργασία τους ώστε να αναπτυχθεί ο καπιταλισμός. Όμως οι ρομαντικοί αγνοούσαν όλα τα παραπάνω, αγνοούσαν για ιστορικούς λόγους (ανωριμότητα του καπιταλισμού) τη σχέση ανάμεσα στην πραγματική διαφορά και την τυπική ισότητα.
*Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ